Η θαλασσινή φωτιά
Του Ν. Λυγερού
Η σφαγή της Χίου είχε γίνει και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ο ελληνικός λαός θα συνέχιζε τον αγώνα του ενάντια στη βαρβαρότητα. Οι περισσότεροι είχαν χάσει την πίστη τους. Το μόνο στο οποίο πίστευαν ήταν ότι ο Θεός τους είχε ξεχάσει. Κι όμως μερικοί σπάνιοι αγωνιστές ετοιμαζόταν ήδη να περάσουν στην αντεπίθεση. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Αυτός σκέφτηκε να βάλει μπουρλότο όχι σ’ ένα τυχαίο πολεμικό καράβι της τουρκιάς αλλά στην ίδια τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τη σφαγή του λαού και την πυρπόληση του νησιού. Το είχε πάρει απόφαση όχι για να εκδικηθεί τη σφαγή των Χιωτών αλλά για να δείξει στους μαχητές και στους συμμάχους ότι η νοημοσύνη μπορούσε να νικήσει και τους πιο ισχυρούς. Το μόνο που περίμενε ήταν νύχτα δίχως φεγγάρι για να πέσει η ημισέληνος και να βυθιστεί στη θάλασσα του Ελληνισμού ακόμα κι αν αυτός ήταν πληγωμένος από αιώνες βαρβαρότητας. Επιπλέον εκείνες τις μέρες γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι ήταν μια καλή ευκαιρία για τον μπουρλοτιέρη.
- Κανένας δεν τόλμησε…
- Σταμάτα!
- Τι;
- Θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Παπανικολή.
- Είσαι τρελός;
- Είμαι πανέτοιμος.
- Κι αν σε πιάσουν;
- Μόνο η φωτιά θα με πιάσει.
- Ένα καΐκι να τα βάλει με ναυαρχίδα! Τι άλλο θ’ ακούσω.
- Την ιστορία του μέλλοντος.
- Ποιος σου έβαλε αυτήν την ιδέα;
- Η ανάγκη!
- Σφάγιασαν ένα ολόκληρο λαό κι εσύ θα τα βάλεις μαζί τους.
- Ναι! Γιατί δεν έπρεπε!
- Και ποιος θα έρθει μαζί σου;
- Εσύ!
- Κωνσταντίνε ξεπερνάς τα όρια.
- Ανδρέα, είμαστε Έλληνες και ισάξιοι.
- Τρελοί, θες να πεις.
- Θα έρθεις λοιπόν.
- Και βέβαια!
Ο Κανάρης κι ο Πιπίνος με τους άντρες τους προχωρούσαν σιωπηλά πάνω στη θάλασσα σε αντίθεση με το θόρυβο της γιορτής των δύο χιλιάδων στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας. Κανένας από τους Έλληνες δεν μιλούσε, ήξεραν όλοι τους ότι ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν ο θάνατός τους πριν την εκτέλεση της αποστολής. Για μετά δεν είχαν κανένα φόβο. Ο καθένας επέλεξε τον στόχο του. Η Ομάδα του Κανάρη έδεσε στη ναυαρχίδα. Τότε όλα τα χέρια έγιναν ένα. Δεν υπήρχε επιλογή. Έπρεπε να ήταν μία και καλή. Όλα ήταν έτοιμα. Έκαναν το σταυρό τους κι απομακρύνθηκαν αλλά το φιτίλι έκαιγε ήδη. Κι έτσι έλαμψε η φωτιά της έκρηξης που μεταδόθηκε σ’ όλη τη ναυαρχίδα. Μερικοί προσπάθησαν να σωθούν αλλά τους πρόλαβε η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης. Η θαλασσινή φωτιά έκαψε τα πάντα και μαζί έσβησαν ο ναύαρχος, οι αξιωματικοί και οι ναύτες. Η φωτιά των Ελλήνων είχε νικήσει τη βαρβαρότητα που είχε σφάξει τη Χίο. Και τώρα, το παράδειγμα της αντίστασης παραμένει ζωντανό σε όλες τις καρδιές των μαχητών της πατρίδας μας.
Η πρώτη γυναίκα
Του Ν. Λυγερού
- Καμιά γυναίκα !
- Και μετά λέτε ότι είστε επαναστάτες.
- Δεν το προβλέπει το καταστατικό.
- Το καταστατικό είναι θεσμός και τίποτα άλλο.
- Πώς τολμάς;
- Με το θάρρος των Ελλήνων !
- Τι σημαίνουν όλα αυτά;
- Οι Έλληνες έχουν μόνο αξίες, όχι αρχές.
- Είναι απαράδεκτο.
- Το απαράδεκτο είναι ν’ αφήσουμε έξω από τη Φιλική Εταιρεία τη Λασκαρίνα.
- Τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα;
- Την ίδια !
- Μα αυτή δεν είναι γυναίκα !
- Τι εννοείς;
- Είναι αγωνίστρια κι από την αρχή.
- Είναι παράδειγμα για μας.
- Μια γυναίκα !
- Στην Αποστολή μας υπάρχουν μόνο Απόστολοι. Κανένας άντρας, καμιά γυναίκα !
Ήταν η πρώτη φορά που υπήρχε μια αμφισβήτηση. Γιατί πριν κανείς δεν είχε σκεφτεί ούτε καν το πλαίσιο της εξαίρεσης. Και τώρα οι επαναστάτες έπρεπε να εξετάσουν κατά πόσο ήταν έτοιμοι να κάνουν μια νέα υπέρβαση. Τόσα χρόνια κανείς δεν είχε προβλέψει αυτό το πρόβλημα. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε το θαύμα. Και τελικά όλοι αποδέχτηκαν ότι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα δεν ήταν απλώς μια γυναίκα και η απαγόρευση των γυναικών φάνηκε σε όλους μια αυθαίρετη σύμβαση που έχανε το νόημά της με την ύπαρξη μιας τέτοιας επαναστάτριας που δεν περίμενε κανέναν για να ξεκινήσει τον αγώνα της ενάντια στη βαρβαρότητα της τουρκιάς. Ξεπέρασαν όλα τα εμπόδια ακόμα και τα γραφειοκρατικά για να εντάξουν την Μπουμπουλίνα με τον κατώτερο βαθμό μύησης. Αυτό που είχε σημασία όμως ήταν ότι το απαράδεκτο είχε γίνει αποδεκτό από τη Φιλική Εταιρεία λόγω της αξίας. Γι’ αυτό το λόγο η Επανάσταση προχώρησε.
Το σπαθί της γυναίκας
Του Ν. Λυγερού
Εδώ και αιώνες, το σπαθί ζούσε ανάμεσα στα χέρια των Ελλήνων. Ο θρύλος έλεγε ότι ήταν της εποχής του βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και τώρα ήταν στα χέρια μιας γυναίκας, της κόρης ενός μέλους της Φιλικής Εταιρείας, της Μαντώ Μαυρογένους. Ήταν σκαλισμένο κι ο κάθε κάτοχός του μπορούσε να διαβάσει:
«Δίκασον Κύριε
τους αδικούντας με,
τους πολεμούντας με,
βασίλευε των Βασιλευόντων».
Κι όμως η Μαντώ δεν το κράτησε για τον εαυτό της και το χάρισε στον Ιωάννη Καποδίστρια. Όπως έκανε και με τα πλούτη που έδωσε στην Επανάσταση, για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Η ίδια και πάντα μόνη της βοήθησε τους αγωνιστές για να παλεύουν οπλισμένοι στη Πελοπόννησο, στην Πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη της Καρύστου, στη μάχη των Δερβενακίων αλλά και στις Κυκλάδες και στο Μεσολόγγι.
- Και τώρα;
- Τι τώρα;
- Ποιος σκέφτεται τη Μαντώ;
- Κάθε Έλληνας επαναστάτης.
- Και πόσοι είναι;
- Πάντα ελάχιστοι αλλά πάντα σπάνιοι.
- Αν συνειδητοποιούσαν πόσα χρωστούν στη Μαντώ Μαυρογένους…
- Αυτοί το ξέρουν και το σέβονται.
- Κι οι άλλοι;
- Αναρωτιούνται ακόμα πως τα κατάφερε μία γυναίκα μέσα στην Επανάσταση.
- Δεν καταλαβαίνουν ακόμα ότι αυτή η Επανάσταση τροφοδοτήθηκε από τη Μαντώ.
- Αυτό οφείλεται και σε μας.
- Τι θες να πεις;
- Κάθε νέος, κάθε νέα, πρέπει να ξέρει για το έργο της.
- Έχεις δίκιο.
- Τι έχουμε κάνει όμως γι’ αυτό.
- Πρέπει να την αναδείξουμε.
- Που και πώς;
- Στους δικούς μας, με την ιστορία.
Πριν τη Ναυμαχία της Πάτρας
Του Ν. Λυγερού
- Πρέπει να τολμήσουμε!
- Για να πεθάνουμε;
- Για ν’ αντισταθούμε.
- Πώς μπορείς να σκέφτεσαι τέτοια τρέλα.
- Οι παρενοχλήσεις δεν αρκούν πια.
- Μα δεν κάναμε ποτέ επίθεση κατά μέτωπο.
- Γιατί δεν το σκεφτήκαμε ποτέ.
- Και γι’ αυτό είμαστε ζωντανοί.
- Και ακόμα σκλαβωμένοι.
- Κοίτα τα καράβια μας:
- Ξέρω, είναι μικρά και εμπορικά.
- Και τα δικά τους τα είδες;
- Είναι μεγάλα, ακριβά αλλά γερασμένα.
- Και αυτό αρκεί.
- Για αυτούς όχι, για μας ναι!
- Τι θέλεις να κάνουμε;
- Να τους χτυπήσουμε μετωπικά!
- Πώς;
- Με τον στόλο των Ελλήνων.
- Το Τρινήσιο;
- Ποιον άλλο;
- Που;
- Εδώ στην Πάτρα!
Ο καιρός ήταν άσχημος αλλά ο χρόνος ήταν μαζί μας. Και η θύελλα πάνω στη θάλασσα επέτρεπε μόνο στους τολμηρούς με νοημοσύνη να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Έτσι αρχίσαμε να κανονιοβολούμε μόλις είδαμε τον εχθρό. Κι αν η μάχη ήταν σκληρή τόσο το καλύτερο γιατί θα αποτελούσε για όλους παράδειγμα αντίστασης προς μίμηση. Χτυπηθήκαμε με την τουρκιά πάνω από πέντε ώρες που φάνηκαν μία αιωνιότητα και μία μέρα. Όμως δεν κάναμε ποτέ πίσω και συνεχίσαμε την επίθεση κατά μέτωπο όπως το ήθελε ο Ανδρέας Μιαούλης. Κι όταν καταφέραμε επιτέλους να καταστρέψουμε μία φρεγάτα της ημισέληνου , οι εχθροί μας δεν πίστευαν τα μάτια τους κι αγανακτισμένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ναυμαχία για να μην υποστούν περισσότερες ζημιές από εμάς τους ελεύθερους πολιορκημένους. Γιατί κατάλαβαν ότι αυτή τη φορά ο στόχος μας ήταν διαφορετικός γιατί ήταν πλέον εθνικός.
Του Ν. Λυγερού
Η σφαγή της Χίου είχε γίνει και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ο ελληνικός λαός θα συνέχιζε τον αγώνα του ενάντια στη βαρβαρότητα. Οι περισσότεροι είχαν χάσει την πίστη τους. Το μόνο στο οποίο πίστευαν ήταν ότι ο Θεός τους είχε ξεχάσει. Κι όμως μερικοί σπάνιοι αγωνιστές ετοιμαζόταν ήδη να περάσουν στην αντεπίθεση. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Αυτός σκέφτηκε να βάλει μπουρλότο όχι σ’ ένα τυχαίο πολεμικό καράβι της τουρκιάς αλλά στην ίδια τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τη σφαγή του λαού και την πυρπόληση του νησιού. Το είχε πάρει απόφαση όχι για να εκδικηθεί τη σφαγή των Χιωτών αλλά για να δείξει στους μαχητές και στους συμμάχους ότι η νοημοσύνη μπορούσε να νικήσει και τους πιο ισχυρούς. Το μόνο που περίμενε ήταν νύχτα δίχως φεγγάρι για να πέσει η ημισέληνος και να βυθιστεί στη θάλασσα του Ελληνισμού ακόμα κι αν αυτός ήταν πληγωμένος από αιώνες βαρβαρότητας. Επιπλέον εκείνες τις μέρες γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι ήταν μια καλή ευκαιρία για τον μπουρλοτιέρη.
- Κανένας δεν τόλμησε…
- Σταμάτα!
- Τι;
- Θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Παπανικολή.
- Είσαι τρελός;
- Είμαι πανέτοιμος.
- Κι αν σε πιάσουν;
- Μόνο η φωτιά θα με πιάσει.
- Ένα καΐκι να τα βάλει με ναυαρχίδα! Τι άλλο θ’ ακούσω.
- Την ιστορία του μέλλοντος.
- Ποιος σου έβαλε αυτήν την ιδέα;
- Η ανάγκη!
- Σφάγιασαν ένα ολόκληρο λαό κι εσύ θα τα βάλεις μαζί τους.
- Ναι! Γιατί δεν έπρεπε!
- Και ποιος θα έρθει μαζί σου;
- Εσύ!
- Κωνσταντίνε ξεπερνάς τα όρια.
- Ανδρέα, είμαστε Έλληνες και ισάξιοι.
- Τρελοί, θες να πεις.
- Θα έρθεις λοιπόν.
- Και βέβαια!
Ο Κανάρης κι ο Πιπίνος με τους άντρες τους προχωρούσαν σιωπηλά πάνω στη θάλασσα σε αντίθεση με το θόρυβο της γιορτής των δύο χιλιάδων στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας. Κανένας από τους Έλληνες δεν μιλούσε, ήξεραν όλοι τους ότι ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν ο θάνατός τους πριν την εκτέλεση της αποστολής. Για μετά δεν είχαν κανένα φόβο. Ο καθένας επέλεξε τον στόχο του. Η Ομάδα του Κανάρη έδεσε στη ναυαρχίδα. Τότε όλα τα χέρια έγιναν ένα. Δεν υπήρχε επιλογή. Έπρεπε να ήταν μία και καλή. Όλα ήταν έτοιμα. Έκαναν το σταυρό τους κι απομακρύνθηκαν αλλά το φιτίλι έκαιγε ήδη. Κι έτσι έλαμψε η φωτιά της έκρηξης που μεταδόθηκε σ’ όλη τη ναυαρχίδα. Μερικοί προσπάθησαν να σωθούν αλλά τους πρόλαβε η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης. Η θαλασσινή φωτιά έκαψε τα πάντα και μαζί έσβησαν ο ναύαρχος, οι αξιωματικοί και οι ναύτες. Η φωτιά των Ελλήνων είχε νικήσει τη βαρβαρότητα που είχε σφάξει τη Χίο. Και τώρα, το παράδειγμα της αντίστασης παραμένει ζωντανό σε όλες τις καρδιές των μαχητών της πατρίδας μας.
Η πρώτη γυναίκα
Του Ν. Λυγερού
- Καμιά γυναίκα !
- Και μετά λέτε ότι είστε επαναστάτες.
- Δεν το προβλέπει το καταστατικό.
- Το καταστατικό είναι θεσμός και τίποτα άλλο.
- Πώς τολμάς;
- Με το θάρρος των Ελλήνων !
- Τι σημαίνουν όλα αυτά;
- Οι Έλληνες έχουν μόνο αξίες, όχι αρχές.
- Είναι απαράδεκτο.
- Το απαράδεκτο είναι ν’ αφήσουμε έξω από τη Φιλική Εταιρεία τη Λασκαρίνα.
- Τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα;
- Την ίδια !
- Μα αυτή δεν είναι γυναίκα !
- Τι εννοείς;
- Είναι αγωνίστρια κι από την αρχή.
- Είναι παράδειγμα για μας.
- Μια γυναίκα !
- Στην Αποστολή μας υπάρχουν μόνο Απόστολοι. Κανένας άντρας, καμιά γυναίκα !
Ήταν η πρώτη φορά που υπήρχε μια αμφισβήτηση. Γιατί πριν κανείς δεν είχε σκεφτεί ούτε καν το πλαίσιο της εξαίρεσης. Και τώρα οι επαναστάτες έπρεπε να εξετάσουν κατά πόσο ήταν έτοιμοι να κάνουν μια νέα υπέρβαση. Τόσα χρόνια κανείς δεν είχε προβλέψει αυτό το πρόβλημα. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε το θαύμα. Και τελικά όλοι αποδέχτηκαν ότι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα δεν ήταν απλώς μια γυναίκα και η απαγόρευση των γυναικών φάνηκε σε όλους μια αυθαίρετη σύμβαση που έχανε το νόημά της με την ύπαρξη μιας τέτοιας επαναστάτριας που δεν περίμενε κανέναν για να ξεκινήσει τον αγώνα της ενάντια στη βαρβαρότητα της τουρκιάς. Ξεπέρασαν όλα τα εμπόδια ακόμα και τα γραφειοκρατικά για να εντάξουν την Μπουμπουλίνα με τον κατώτερο βαθμό μύησης. Αυτό που είχε σημασία όμως ήταν ότι το απαράδεκτο είχε γίνει αποδεκτό από τη Φιλική Εταιρεία λόγω της αξίας. Γι’ αυτό το λόγο η Επανάσταση προχώρησε.
Το σπαθί της γυναίκας
Του Ν. Λυγερού
Εδώ και αιώνες, το σπαθί ζούσε ανάμεσα στα χέρια των Ελλήνων. Ο θρύλος έλεγε ότι ήταν της εποχής του βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και τώρα ήταν στα χέρια μιας γυναίκας, της κόρης ενός μέλους της Φιλικής Εταιρείας, της Μαντώ Μαυρογένους. Ήταν σκαλισμένο κι ο κάθε κάτοχός του μπορούσε να διαβάσει:
«Δίκασον Κύριε
τους αδικούντας με,
τους πολεμούντας με,
βασίλευε των Βασιλευόντων».
Κι όμως η Μαντώ δεν το κράτησε για τον εαυτό της και το χάρισε στον Ιωάννη Καποδίστρια. Όπως έκανε και με τα πλούτη που έδωσε στην Επανάσταση, για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Η ίδια και πάντα μόνη της βοήθησε τους αγωνιστές για να παλεύουν οπλισμένοι στη Πελοπόννησο, στην Πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη της Καρύστου, στη μάχη των Δερβενακίων αλλά και στις Κυκλάδες και στο Μεσολόγγι.
- Και τώρα;
- Τι τώρα;
- Ποιος σκέφτεται τη Μαντώ;
- Κάθε Έλληνας επαναστάτης.
- Και πόσοι είναι;
- Πάντα ελάχιστοι αλλά πάντα σπάνιοι.
- Αν συνειδητοποιούσαν πόσα χρωστούν στη Μαντώ Μαυρογένους…
- Αυτοί το ξέρουν και το σέβονται.
- Κι οι άλλοι;
- Αναρωτιούνται ακόμα πως τα κατάφερε μία γυναίκα μέσα στην Επανάσταση.
- Δεν καταλαβαίνουν ακόμα ότι αυτή η Επανάσταση τροφοδοτήθηκε από τη Μαντώ.
- Αυτό οφείλεται και σε μας.
- Τι θες να πεις;
- Κάθε νέος, κάθε νέα, πρέπει να ξέρει για το έργο της.
- Έχεις δίκιο.
- Τι έχουμε κάνει όμως γι’ αυτό.
- Πρέπει να την αναδείξουμε.
- Που και πώς;
- Στους δικούς μας, με την ιστορία.
Πριν τη Ναυμαχία της Πάτρας
Του Ν. Λυγερού
- Πρέπει να τολμήσουμε!
- Για να πεθάνουμε;
- Για ν’ αντισταθούμε.
- Πώς μπορείς να σκέφτεσαι τέτοια τρέλα.
- Οι παρενοχλήσεις δεν αρκούν πια.
- Μα δεν κάναμε ποτέ επίθεση κατά μέτωπο.
- Γιατί δεν το σκεφτήκαμε ποτέ.
- Και γι’ αυτό είμαστε ζωντανοί.
- Και ακόμα σκλαβωμένοι.
- Κοίτα τα καράβια μας:
- Ξέρω, είναι μικρά και εμπορικά.
- Και τα δικά τους τα είδες;
- Είναι μεγάλα, ακριβά αλλά γερασμένα.
- Και αυτό αρκεί.
- Για αυτούς όχι, για μας ναι!
- Τι θέλεις να κάνουμε;
- Να τους χτυπήσουμε μετωπικά!
- Πώς;
- Με τον στόλο των Ελλήνων.
- Το Τρινήσιο;
- Ποιον άλλο;
- Που;
- Εδώ στην Πάτρα!
Ο καιρός ήταν άσχημος αλλά ο χρόνος ήταν μαζί μας. Και η θύελλα πάνω στη θάλασσα επέτρεπε μόνο στους τολμηρούς με νοημοσύνη να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Έτσι αρχίσαμε να κανονιοβολούμε μόλις είδαμε τον εχθρό. Κι αν η μάχη ήταν σκληρή τόσο το καλύτερο γιατί θα αποτελούσε για όλους παράδειγμα αντίστασης προς μίμηση. Χτυπηθήκαμε με την τουρκιά πάνω από πέντε ώρες που φάνηκαν μία αιωνιότητα και μία μέρα. Όμως δεν κάναμε ποτέ πίσω και συνεχίσαμε την επίθεση κατά μέτωπο όπως το ήθελε ο Ανδρέας Μιαούλης. Κι όταν καταφέραμε επιτέλους να καταστρέψουμε μία φρεγάτα της ημισέληνου , οι εχθροί μας δεν πίστευαν τα μάτια τους κι αγανακτισμένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ναυμαχία για να μην υποστούν περισσότερες ζημιές από εμάς τους ελεύθερους πολιορκημένους. Γιατί κατάλαβαν ότι αυτή τη φορά ο στόχος μας ήταν διαφορετικός γιατί ήταν πλέον εθνικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου