Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας (από το 1865) και της Κύπρου.
Το ποίημα γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία.
Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-’40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα (4η «αντιστικτική» μελοποίηση, Δεκέμβριος 1844).
Παρά την τιμητική επιβράβευση του μουσικοσυνθέτη Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα (Ιούνιος 1845) και του Διονυσίου Σολωμού με τον Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος (1849), το έργο (και ειδικά η πρώτη μελοποίησή του) διαδόθηκε μεν ως «θούριος», αλλά δεν υιοθετήθηκε ως ύμνος από τον Όθωνα. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του Υπουργού Στρατιωτικών.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.
Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 μέρη στο Λονδίνο το 1873, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη του. Ο αντισυνταγματάρχης ε.α. Μαργαρίτης Καστέλλης, πρώην διευθυντής του Μουσικού Σώματος, διασκεύασε τον «Εθνικό Ύμνο» για μπάντα κι αυτή η μεταγραφή (από την οποία απουσιάζει η σύντομη εισαγωγή) ανακρούεται από τις στρατιωτικές μπάντες ως σήμερα. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι στα επτανησιακά μουσικά αρχεία σώζονται διασκευές του έργου για μπάντα χρονολογούμενες τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».
Οι δύο πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν Ελλάδος και Κύπρου
 1. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
  ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
 2. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
    τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
    καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
    χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ο Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 – 9 Φεβρουαρίου 1857) Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος  «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος Ελλάδας και Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρωμαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...] είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]»
Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «…Ο Σολωμός πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε»
Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από την Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στην Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.
Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στην Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου και γι’ αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το Λύκειο το 1815. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817.
Δεδομένων των φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνην την περίοδο ήταν το Odeperlaprimamessa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία) και LadistruzionediGerusalemme ( Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ). Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (πιθανώς Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.) οι οποίοι μάλιστα τον περιέβαλαν με το κλίμα του γαλλικού διαφωτισμού. Ενσωματώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τους και τελειοποιούμενος στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ’ έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.
Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί). Γι’ αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Αντώνιος Μάτεσης (συγγραφέας του Βασιλικού), ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας (γιατρός, δημοτικιστής, φίλος του Ιωάννη Βηλαρά) και ο Νικόλαος Λούντζης.
Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το Ιατροσυμβούλιο, Η Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του ποιητικού ταλέντου του. Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο RimeImprovvisate, η μοναδική ζώντος του Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το ιδανικό του, όπως το αποκαλεί ο Κ.Θ. Δημαράς, και μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα γεμίσει το δικό του ποιητικό σχήμα
Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στην δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το γλωσσικό του όργανο άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα ώς τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.
Σημαντική για την στροφή του προς τη συγγραφή στα Ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπ. Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε την Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει.
Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό»
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του.
Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο αλλά και πολλές αδυναμίες, Η Καταστροφή των Ψαρών, ο Διάλογος, που αναφέρεται στην γλώσσα, η Γυναίκα της Ζάκυθος.
1833: Η δίκη και τα μεγάλα έργα της ωριμότητας: Την περίοδο 1833-1838, και ενώ οι σχέσεις με τον αδελφό του είχαν αποκατασταθεί, η ζωή του συνταράχθηκε από μια σειρά δίκες, με τις οποίες ο ετεροθαλής αδελφός του (από την πλευρά της μητέρας του) Ιωάννης Λεονταράκης διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του. Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή γι αυτόν και τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη μητέρα του (πληγώθηκε πολύ από τη στάση της, κυρίως επειδή την υπεραγαπούσε) και στην απόσυρσή του από τη δημοσιότητα.
Παρόλο που η δίκη επηρέασε πολύ τον ψυχισμό του ποιητή, δε στάθηκε ικανή να αναστείλει την ποιητική του δημιουργία. Το 1833 ξεκίνησε η ωριμότερη περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα (ανολοκλήρωτα) ποιήματα Ο Κρητικός (1833), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1845), Ο Πόρφυρας (1847), τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του. Παράλληλα σχεδίαζε και άλλα έργα, τα οποία όμως έμειναν είτε στο στάδιο των σχεδιασμάτων, είτε σε πολύ αποσπασματική μορφή, όπως τα Νικηφόρος Βρυέννιος, Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο, Εις Φραγκίσκα Φραίζερ, Carmen Seculare.
Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα: Τα πρώτα χρόνια: Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση και με αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα που με τα οποία συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Ερμάννος Λούντζης, ο Nicolo Tommaseo, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς.
Η διαθήκη του Δ. Σολωμού γραμμένη στην ιταλική γλώσσα. Οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές που συγκροτούν την τον κύκλο των «σολωμικών ποιητών», από τον οποίο αρχίζει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα, όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως «αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά.
Τα έργα της περιόδου είναι ημιτελή ποιήματα και πεζά σχεδιάσματα και κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851 εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμα πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.
Τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού, αυτά της Ζακυνθινής περιόδου, ήταν κυρίως σύντομα στιχουργήματα στα πρότυπα των ιταλικών ποιημάτων, στο κλίμα του αρκαδισμού (για παράδειγμα Ο θάνατος του βοσκού, Ευρυκόμη), αλλά και του πρώιμου ρομαντισμού (Τρελή μάνα). Πρώτος σημαντικός σταθμός είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1823), χάρη στον οποίο καθιερώθηκε ως εθνικός ποιητής και απέκτησε τη φήμη που απολάμβανε ως το θάνατό του. Η δεκαετία 1823-1833 είναι καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξή του. Τότε ο ποιητής προσπάθησε να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού και άφησε οριστικά τον νεοκλασικισμό των ποιημάτων Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ωδή στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα και Εις Μάρκο Μπότσαρη, το μόνο ποίημα που αφιερώνεται σε αγωνιστή του ’21.
Το 1824 συνέθεσε τον «Διάλογο για τη γλώσσα». Συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ο ποιητής, ο φίλος (σε πρώτο σχεδίασμα αναφέρεται ότι είναι ο Σπ. Τρικούπης) και ο σοφολογιότατος, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα συζητούν μόνο ο ποιητής και ο λόγιος. Ο ποιητής προσπαθεί να αποδείξει ότι η καθαρεύουσα είναι μια τεχνητή γλώσσα που δεν την έχει ανάγκη ούτε ο λαός ούτε η λογοτεχνία. Υποστηρίζει μια λογοτεχνική γλώσσα που θα στηρίζεται στη γλώσσα του λαού, αλλά βέβαια θα είναι επεξεργασμένη από τον ποιητή, με τη χαρακτηριστική φράση: «υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την».
Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του γαλλικού διαφωτισμού για τη χρήση των εθνικών γλωσσών και με παραδείγματα από την ιταλική ποίηση προσπαθεί να αποδείξει ότι καμία λέξη από μόνη της δεν είναι χυδαία, αλλά αποκτά την ιδιαίτερη αξία της μέσα στο ποίημα, σε συνδυασμό με τις άλλες λέξεις. Στο τέλος του έργου ο ποιητής εγκαταλείπει τα ορθολογικά επιχειρήματα και εκφράζει τις απόψεις του με πάθος.
Το διάστημα 1824-1826 άρχισε να επεξεργάζεται το ποίημα «Λάμπρος» το οποίο δεν ολοκληρώθηκε. Ο Λάμπρος είναι ένας ακραίος ρομαντικός ήρωας: έχει κάνει σχέση με μια νεαρή κοπέλα, τη Μαρία, και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά χωρίς να παντρευτούν. Τα παιδιά τους τα έβαλε σε ένα ορφανοτροφείο. Όσον καιρό πολεμούσε κατά του Αλή Πασά, συναντήθηκε με την κόρη του χωρίς να την αναγνωρίσει, και έκανε ερωτικό δεσμό μαζί της.
Όταν τελικά ανακάλυψε την αιμομιξία, από κάποια σημάδια που είχε η κόρη και της το ομολόγησε, η κοπέλα αυτοκτόνησε. Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο Λάμπρος αναγκάστηκε να ομολογήσει στη Μαρία το έγκλημά του και κατέφυγε σε μια εκκλησία για να βρει γαλήνη. Εκεί όμως η Θεία Δίκη του έστειλε τα φαντάσματα των τριών αγοριών του που τον καταδίωξαν. Ο ήρωας, κυνηγημένος, γκρεμίστηκε τελικά από ένα βράχο και η Μαρία, που είχε ήδη τρελαθεί, έπεσε στη λίμνη ελπίζοντας ότι στον ουρανό θα έβρισκε επιτέλους τη γαλήνη.
Το 1826 παραδίδει το «Η Φαρμακωμένη» εκφράζοντας την αγανάκτησή του έναντι των συμπατριωτών του γιατί καταδίκασαν σε ηθικό θάνατο μια νέα κοπέλα.[1]  Στην περίοδο 1826-1829 επεξεργαζόταν το πεζόμορφο ποίημα Γυναίκα της Ζάκυθος, εφιαλτική σάτιρα, που επεκτείνεται στο θέμα του Κακού. Το έργο είναι αφήγηση ενός ιερομόναχου, του Διονυσίου, και η «Γυναίκα» είναι η χαρακτηριστικότερη έκφραση του Κακού. Λέγεται ότι αφορμή για τη σύνθεση αυτή ήταν ένα συγγενικό πρόσωπο του Σολωμού, και για αυτό ο αδερφός του ποιητή δεν επέτρεψε στον Πολυλά να το εκδώσει. Το 1829 έγραψε το «Εις Μοναχήν» για την Άννα Γεωργομίλα, όταν ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη μονή Αγίων Θεοδώρων στην Κέρκυρα.
Το 1833 έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της ωριμότητας, τον «Κρητικό», σε στίχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, εμπνευσμένο από την κρητική λογοτεχνία. Αφηγείται την ιστορία ενός Κρητικού που έφυγε από την Κρήτη μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1826, το ναυάγιο και την προσπάθειά του να σώσει την αγαπημένη του από την τρικυμία. Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι η εμφάνιση ενός οράματος, μιας Φεγγαροντυμένης. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Κρητικός: την αφηγείται χρόνια μετά, όταν ζει μόνος ζητιανεύοντας, με αναδρομές στο παρελθόν (τη ζωή στην Κρήτη και το ναυάγιο) και προβολές στο μέλλον (τη Δευτέρα Παρουσία και τη συνάντηση με την αγαπημένη του στον Παράδεισο). Ο Κρητικός είναι αισθητικά το πιο ολοκληρωμένο ποίημα. Το κεντρικό πρόβλημα που απασχολεί τους φιλολόγους είναι η ερμηνεία της μορφής της «Φεγγαροντυμένης».
Κατά τη δεκαετία 1833-1844 επεξεργάστηκε και το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, έργου που αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την ηρωική έξοδο των κατοίκων, σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο. Μετά το 1845 άρχισε να το επεξεργάζεται σε άλλη μορφή, χωρίς ομοιοκαταληξία. Το ποίημα περιγράφει την κατάσταση στο Μεσολόγγι τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν βέβαιο ότι η πόλη θα έπεφτε. Για την ερμηνεία του ποιήματος είναι ιδιαίτερα χρήσιμες οι ιταλικές σημειώσεις του ποιητή, που έχουν προταχθεί στην έκδοση σε μετάφραση του Πολυλά. Κεντρικό θέμα είναι η δύναμη της θέλησης και η πάλη με τους πειρασμούς της φύσης, που γεννούν την επιθυμία για ζωή και μπορούν να αποπροσανατολίσουν τους αγωνιστές.
Το τελευταίο έργο της ωριμότητας είναι ο «Πόρφυρας» 1847, εμπνευσμένος από ένα πραγματικό περιστατικό, όταν ένας καρχαρίας κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Ο Πόρφυρας είναι το πιο προβληματικό ως προς την ερμηνεία έργο, κυρίως λόγω της μορφής στην οποία έχει παραδοθεί. Αναφέρεται και αυτός στη σχέση φύσης – ανθρώπου και στη διάσταση μεταξύ σώματος (ύλης) και πνεύματος.
Η αντιμετώπιση του έργου του
{Μικρὸς προφήτης ἔρριξε σὲ κορασιὰ τὰ μάτια,
καὶ στοὺς κρυφούς του λογισμοὺς χαρὰ γιομάτους εἶπε:
«Κι ἂν γιὰ τὰ μάτια σου Καλή, κι ἂν γιὰ τὴν κεφαλή σου,
κρίνους ὁ λίθος ἔβγανε, χρυσὸ στεφάνι ὁ ἥλιος,
δῶρο δὲν ἔχουνε γιὰ Σὲ καὶ γιὰ τὸ μέσα πλοῦτος.
Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος.}
Εἰς Φραγκίσκα Φράιζερ
Ο Σολωμός είχε εξ αρχής σημαντική θέση στους φιλολογικούς κύκλους της Ζακύνθου. Μετά και τη δημοσίευση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν η φήμη του επεκτάθηκε και στο ελληνικό κράτος, αν και ο ίδιος δεν ταξίδεψε ποτέ στην ελεύθερη Ελλάδα. Στο ευρύ κοινό των Επτανήσων και στην Αθήνα ο ποιητής ήταν γνωστός μόνο για τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει: τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, το απόσπασμα «Η δέηση της Μαρίας» από τον Λάμπρο, την Ωδή εις Μοναχήν, καθώς και τα νεανικά του ποιήματα, πολλά από τα οποία διαδίδονταν προφορικά και αρκετά από αυτά είχαν μελοποιηθεί. Η άποψη των συγχρόνων του στηριζόταν επομένως σε αυτά τα έργα, και χάρη σε αυτά τα έργα είχε αποκτήσει τη φήμη που τον συνόδευσε μέχρι τον θάνατό του.
Θαυμασμό για το έργο του Σολωμού εκδήλωναν και οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, εκφράζοντας όμως τις αντιρρήσεις τους για τη γλώσσα του. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, έγραφε το 1827 στο Coursdelalitteraturegrecquemodern: «τα ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού… έχουν τη σπάνια αξία κάποιου δυνατού και συναρπαστικού οίστρου, μιας φαντασίας γεμάτης τόλμη και γονιμότητα».
Ο Αλέξανδρος Σούτσος στο ποίημα του Επιστολή προς τον Βασιλέα Όθωνα χαρακτήρισε τον Σολωμό (αλλά και τον Κάλβο) «μεγάλο ὠδοποιό», που όμως παραμέλησε τα κάλλη της γλώσσας και παρουσίασε πλούσιες ιδέες «πτωχά ενδεδυμένες», ενώ ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο Esquissesdelaliteraturegrecquemoderne έγραφε: «το πνεύμα του τον κάνει να είναι μια από τις μεγαλύτερες δόξες της Ελλάδας…
Ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι του ποιητικού στέμματος της Ελλάδας».  Ήδη πριν τον θάνατό του το ποιητικό έργο του Σολωμού είχε ταυτιστεί με την έννοια της πατρίδας: το 1849 η εφημερίδα Αιών έγραφε: «αἱ ποιήσεις τοῦ Σολωμοῦ δὲν εἶναι ποιήσεις ἀτόμου, ἀλλὰ ὁλοκλήρου ἔθνους».  Ανάλογες κρίσεις διατυπώθηκαν και μετά το θάνατο του ποιητή.
Το περιοδικό Πανδώρα έγραψε: «ἐκ τῶν ἐξοχωτέρων τῆς Ἑλλάδος, δὸς δ’ εἰπεῖν καὶ τῆς Εὐρώπης αὐτῆς, ποιητῶν, ὁ συγγραφεὺς τοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν Διθυράμβου ἐκείνου, ὁ ἐκ Ζακύνθου Διονύσιος Σολομός, ἀπέθανεν εἰς ἀκμάζουσαν ἔτι ἡλικίαν».
Οι επικήδειοι των μαθητών του Σολωμού ήταν βεβαίως πιο ουσιαστικοί και αναφέρονταν και στα ανέκδοτα έργα, πολλά από τα οποία είχαν ακούσει τον ποιητή να απαγγέλλει. Ο Ιούλιος Τυπάλδος χαρακτήρισε τον Σολωμό «πρώτο και μέγα θεμελιωτή της νέας μας φιλολογίας» και ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» των ποιημάτων του Σολωμού το 1859 τον ονόμασε «εθνικό ποιητή».
Η εικόνα για το έργο του Σολωμού άλλαξε ριζικά μετά την εμφάνιση της πολυαναμενόμενης έκδοσης, το 1859. Το ημιτελές έργο εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε αμηχανία και οι εφημερίδες που επαινούσαν τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή μετά το θάνατό του, δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Βαλαωρίτη: το 1857, μετά τον θάνατο του Σολωμού, έγραφε στον Κωνσταντίνο Ασώπιο ότι «ἐψεύσθησαν αἱ ἐλπίδες τοῦ ἔθνους» και το 1877 έγραφε στον Ροΐδη: ότι ο Σολωμός άφησε πίσω του «ἕναν μόνο ὕμνον καὶ ὀλίγας ἀσυναρτήτους στροφάς». Αρνητικές κρίσεις για τα ποιήματα του Σολωμού διατύπωσε και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή λέξις «τραγουδώ»;» το 1859.
Η πρώτη ουσιαστική επανεκτίμηση του σολωμικού έργου εκτός του επτανησιακού χώρου έγινε μετά το 1880, κυρίως από το κριτικό έργο του Παλαμά, ο οποίος αναγνώρισε την ιστορική σημασία του έργου του Σολωμού, εξαιτίας της δημιουργίας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και του γόνιμου συνδυασμού όλων των στοιχείων της ποιητικής παράδοσης αλλά και των ευρωπαϊκών ποιητικών ρευμάτων και ιδεών. Στην πραγματικότητα μορφές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος ή ο Παλαμάς φαίνεται πως βοήθησαν την ελληνική λογοτεχνία να ξεφύγει από τον χαρακτηρισμό της ελάσσονος ποίησης του 19ου αιώνα και να την εντάξουν στο ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Σταθμό στη μελέτη του Σολωμικού έργου αποτέλεσε το ιδιοφυές βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), σφοδρή πολεμική ενάντια στην ιδεαλιστική -και άγονη- θεώρησή του από τον Γιάννη Αποστολάκη στο κακογραμμένο, φλύαρο και πλαδαρό βιβλίο του «Η ποίηση στη ζωή μας» (1923).
Η αποσπασματικότητα του έργου: Το πρόβλημα της αποσπασματικής μορφής του σολωμικού έργου και της έκδοσής του είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα της μελέτης της σολωμικής ποίησης αλλά και της Ελληνικής Φιλολογίας εν γένει.
Τα μόνα έργα του Σολωμού που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1825), ένα απόσπασμα του Λάμπρου («Η δέηση της Μαρίας») (1834), το Ωδή εις Μοναχήν (1829) και το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φραίζερ (1849). Τα υπόλοιπα έργα του έμειναν ανολοκλήρωτα. Ο Σολωμός επεξεργαζόταν συνεχώς τα έργα του και αγωνιζόταν για την επίτευξη της απόλυτης τελειότητας στη μορφή, προσπαθώντας να τα απαλλάξει από οτιδήποτε περιττό, που κατέστρεφε την καθαρά λυρική ουσία.
Τα χειρόγραφά του δεν περιέχουν τα έργα καθαρογραμμένα, αλλά αποκαλύπτουν όλα τα στάδια επεξεργασίας τους, χωρίς απαραίτητα η τελευταία επεξεργασία να είναι η τελική. Ο ποιητής συνελάμβανε πρώτα ένα προσχέδιο του ποιήματος σε πεζό, το οποίο κατέγραφε στα ιταλικά, και στη συνέχεια άρχιζε την ελληνική επεξεργασία. Για πολλούς στίχους σώζονται διάφορες παραλλαγές, οι στίχοι συχνά δεν είναι στη σωστή σειρά, κάποιοι είναι ανολοκλήρωτοι ενώ υπάρχουν και χάσματα. Συχνά στην ίδια σελίδα ο ποιητής μπορεί να έγραφε στίχους από διαφορετικά ποιήματα.
Ο πιστός μαθητής του Σολωμού, Ιάκωβος Πολυλάς, όταν ανέλαβε μετά τον θάνατο του «δασκάλου» του να εκδώσει το έργο του (το οποίο ανέμεναν με αγωνία όχι μόνο στα Επτάνησα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα), είχε να αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες. Κατ’ αρχάς, έπρεπε να πάρει την άδεια από τον αδερφό του ποιητή, Δημήτριο, να μελετήσει τα τετράδια. Στην συνέχεια, έπρεπε να ταξινομήσει το ακατάστατο υλικό (με τον δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα του Σολωμού) για να παρουσιάσει ένα έργο όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο και νοηματικά συνεκτικό και αυτοτελές.
Ο Πολυλάς συγκέντρωσε και ταξινόμησε αυτό το υλικό και προσπάθησε να το ανασυνθέσει επιλέγοντας τους στίχους που εκείνος θεωρούσε ότι ανταποκρίνονταν περισσότερο στις αισθητικές απόψεις του ποιητή. Κάποιες φορές προσέθεσε και στίχους που είχε ακούσει τον Σολωμό να απαγγέλλει, και κατέγραψε και κάποιες από τις παραλλαγές των στίχων. Εξέδωσε το έργο του Σολωμού το 1859 με τον τίτλο Άπαντα τα Ευρισκόμενα και με μια εξαιρετική κριτική εισαγωγή, στην οποία διατύπωνε και την άποψη ότι τα χειρόγραφα του ποιητή με την οριστική μορφή των ποιημάτων έχουν χαθεί.
Απόπειρες ερμηνείας της αποσπασματικότητας
«…(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
— Κ. Βάρναλης, Σολωμικά, 1957
Η μορφή που παρουσίασε το έργο του Σολωμού με την πρώτη έκδοσή του μάλλον προκάλεσε απογοήτευση, καθώς τότε δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή και να εκτιμηθεί η αξία ενός έργου με τόσες «ατέλειες». Ο Πολυλάς τόνισε στα προλεγόμενά του ότι τα κυριότερα χειρόγραφα, με την οριστική μορφή των ποιημάτων είτε είχαν χαθεί, είτε είχαν καταστραφεί.
Επικρατούσαν τότε οι υποθέσεις ότι μπορεί τα έργα να εκλάπησαν από τον υπηρέτη του Σολωμού ή από τον αδερφό του Δημήτριο, ή ίσως ότι μπορεί να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο από τις αρχές του 20ου αι. είχε γίνει πλέον κατανοητό ότι δεν υπήρχαν άλλα χειρόγραφα και ότι ο ποιητής δεν είχε ολοκληρώσει τα έργα του.
Οι πρώτες απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου της αποσπασματικότητας ήταν περισσότερο εξωκειμενικές, η αδυναμία ολοκλήρωσης ερμηνευόταν ως αιτία της απουσίας της κατάλληλης πνευματικής ατμόσφαιρας που θα του έδινε κίνητρο να ολοκληρώσει τα έργα του, ή της απουσίας ικανοποιητικής λογοτεχνικής παράδοσης την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει, ή δίνονταν ψυχολογικές ερμηνείες σχετικά με τον αλκοολισμό του ποιητή, την έλλειψη συνθετικής ικανότητας, την δυσμενή επίδραση της δίκης του 1833-1838 ή την τελειομανία και το αίσθημα του ανικανοποίητου.
Άλλοι μελετητές αντιθέτως επισήμαναν ότι ο Σολωμός σε μεγάλο βαθμό αδιαφορούσε για την ολοκλήρωση των ποιημάτων. Ενδεικτική είναι η φράση που αποδίδεται στον ποιητή «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα, γιατί το όλο ποίημα δε φτάνει το ύψος μερικών μερών». Ο Λίνος Πολίτης λέει σχετικά με την αποσπασματικότητα των Ελεύθερων πολιορκημένων: «δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό…
Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για την μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι προς μιά κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. Κάτι ανάλογο διαπιστώσαμε και στον Κρητικό, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα του «αποσπασματικά» έργα».
Αργότερα ο Σολωμός θεωρήθηκε από αρκετούς ποιητές και κριτικούς ως πρόδρομος την «καθαρής ποίησης» και η αποσπασματικότητα του έργου του δεν «ενοχλούσε», αντιθέτως εθεωρείτο μεγάλο πλεονέκτημα. Ο Δημήτρης Λιαντίνης αναφερόμενος στο φαινόμενο της αποσπασματικότητας του Σολωμικού έργου του αναγνωρίζει μια νόμιμη συντριβή: «Ο Σολωμός ταιριαστός στον καιρό του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη ευρωπαϊκή, αλλά ταιριαστός και στον τόπο του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη κλασσική. Αυτή η σύγκρουση τον οδήγησε στο παράταιρο σμίξιμο τού ρομαντικού και τού κλασσικού, και στη συντριβή της τέχνης του.»
Τέλος, την τελευταία δεκαετία έγινε απόπειρα συσχετισμού των ανολοκλήρωτων σολωμικών έργων με τα αποσπασματικά έργα της ρομαντικής λογοτεχνίας (όπως τα KublaKhan του Coleridge, Giaour του Byron, HeinrichvonOftendingen του Novalis), αν και αυτή η ερμηνεία δεν είναι αποδεκτή από άλλους.
Το πρόβλημα της έκδοσης του έργου του Σολωμού τέθηκε κατά τις δεκαετίες 1920-1930, μετά την έκδοση από τον Κ. Καιροφύλα το 1927 έργων που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην έκδοση Πολυλά, όπως Η Γυναίκα της Ζάκυθος, η σάτιρα Οι Κρεμάλες και αρκετά ιταλικά σονέτα, αλλά και την απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να εκδοθούν τα ποιήματα του Σολωμού με κριτική έκδοση από τον Ν.Β. Τωμαδάκη. Τότε ξεκίνησε συζήτηση σχετικά με την μορφή της έκδοσης που θα ήταν καταλληλότερη: κριτική ή «πανομοιότυπη» (όπως υποστήριζε ο Λίνος Πολίτης).
Η κριτική έκδοση τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ και οι δύο φιλόλογοι ετοίμασαν «χρηστικές» εκδόσεις των ποιημάτων, που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό. Ο Λ. Πολίτης εξέδωσε το 1964 τα χειρόγραφα του ποιητή σε φωτογραφική ανατύπωση και τυπογραφική μεταγραφή. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πορεία των σολωμικών ερευνών όχι μόνο διότι αποκαλύφθηκε ο τρόπος εργασίας του ποιητή, αλλά και γιατί δόθηκε πλέον στους φιλολόγους η δυνατότητα να μελετήσουν όλες τις φάσεις επεξεργασίας των ποιημάτων και, ενδεχομένως, να διατυπώσουν νέες εκδοτικές προτάσεις.
Οι τωρινές εκδοτικές απόπειρες του σολωμικού έργου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την λύση που προτείνουν: η «αναλυτική» έκδοση αποκαλύπτει τα διαδοχικά στάδια επεξεργασίας του ποιήματος και τις διάφορες παραλλαγές, όπως είχε εξηγήσει ο Λίνος Πολίτης και σκόπευε να πραγματοποιήσει.
Η «συνθετική» έκδοση αντιθέτως παρουσιάζει το έργο σε μορφή με λογική αλληλουχία και μορφική πληρότητα και αποκλείει όσους στίχους ή όσα αποσπάσματα δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Δείγμα «συνθετικής» έκδοσης είναι η εκδοτική δοκιμή του Στυλιανού Αλεξίου (1994), η οποία όμως δέχτηκε σφοδρή κριτική από τους υποστηρικτές της «αναλυτικής» προσέγγισης.
1] Αναφέρεται στη μούσα του ποιητή, τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου, η οποία αγαπούσε την ποίηση και τη μουσική. Ερωτευμένη με έναν ξένο -μιαρό για την κλειστή νησιωτική κοινωνία- και για να μην αποκαλυφθεί, προτίμησε να αυτοκτονήσει. Βλ. Κουκουλομάτης Δ.Ι. 1988, 73.
1η εικ. Εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης του 1825 με τόπο έκδοσης το Μεσολόγγι.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν Ελλάδος και Κύπρου
 1. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
  ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
 2. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
    τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
    καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
    χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3. Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
    πικραμένη, ἐντροπαλή,
    κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
    «ἔλα πάλι», νά σου πῇ.
4. Ἄργειε νά’λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα,
    κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
    γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα
    καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5. Δυστυχής! Παρηγορία
    μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς
    περασμένα μεγαλεῖα
    καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
6. Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
    φιλελεύθερη λαλιά,
    ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
    ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
 7. Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
    τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».
    Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
    κλάψες, ἄλυσες, φωνές.
 8. Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
    μὲς στὰ κλάιματα θολό,
    καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
  9. Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
    ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
    νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
    ἄλλα χέρια δυνατά.
10. Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
    ἐξανάλθες μοναχή·
    δὲν εἴν’ εὔκολες οἱ θύρες
    ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
11. Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
    ἀλλ’ ἀνάσασι καμμιά·
    ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
    καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
   12. Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
    ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
    «σύρε νὰ ‘βρῃς τὰ παιδιά σου,
    σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.
13. Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
    καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ
    ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
    ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
14. Ταπεινότατή σου γέρνει
    ἡ τρισάθλια κεφαλή,
    σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
    κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15. Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
    κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
    ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
    ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
 16. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
    τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
    καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
    χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17. Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
    ὁ οὐρανὸς ποὺ γιὰ τσ’ ἐχθροὺς
    εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
    ἔτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς,
 18.  ἐγαλήνεψε· καὶ ἐχύθει
    καταχθόνια μιὰ βοή,
    καὶ τοῦ Ρήγα σοῦ ἀπεκρίθη
    πολεμόκραχτη ἡ φωνή.
19.Ὅλοι οἱ τόποι σου σ’ ἐκράξαν
    χαιρετώντας σὲ θερμά,
    καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
    ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20. Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια
    τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
    κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
    γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
22. μ’ ὅλον ποὺ ‘ναι ἀλυσωμένο
    τὸ καθένα τεχνικά,
    καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
    ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
23. Γκαρδιακὰ χαροποιήθει
    καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
    καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθει
    ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
24. Ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
    σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
    καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
    τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.
25. Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
    τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
    κατὰ τ’ ἄκρα τῆς Ρουσίας
    τὰ μουγκρίσματα τσ’ ὀργῆς.
26. Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,
    πὼς τὰ μέλη εἴν’ δυνατά·
    καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
    μιὰ σπιθόβολη ματιά.
27. Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
    καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
    ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
    μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
28. καὶ σ’ ἐσὲ καταγυρμένος,
    γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
    ἔκρωζ’ ἔκρωζ’ ὁ σκασμένος,
    νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
 29. Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
    πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς·
    δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
    στὲς βρισιὲς ὀποῦ ἀγρικᾷς·
30. σὰν τὸ βράχο ὀποῦ ἀφήνει
    κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
   
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
    εὐκολόσβηστον ἀφρό·
 31. ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
    καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
    νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
    τὴν αἰώνιαν κορυφή.
 32. Δυστυχιά του, ὦ, δυστυχιά του,
    ὀποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
    στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
    καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
33. Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται
    πὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
    περιορίζεται, πετιέται,
    αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·
34. τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
    τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
    κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
    φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
  35.Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη
    ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
    ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
    πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
36. Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
    τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
    τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
    νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾷς.
37. Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
    δείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,
    κι ἂς εἴν’ ἅρματα γεμάτη
    καὶ πολέμιαν χλαλοή.
38. Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
    γιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἴν’ πολλά·
    δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
    ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;
39. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
    θά σας μείνουνε ἀνοιχτά.
    γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
    ποὺ θὲ νὰ ‘βρῃ ἡ συμφορά!
 40. Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
    τοῦ πολέμου ἀναλαμπῆ·
    τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
    λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
41. Γιατί ἡ μάχη ἐστάθει ὀλίγη;
    Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
    Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
    καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβεῖ.
 42. Μέτρα! Εἴν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
    ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·
    τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
    δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
 42.Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
    τὴν ἀφεύγατη φθορά·
    νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτε
   
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
43. Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
    ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
    ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
    ἀντιβούιζε φοβερά.
  44. Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
    ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
    ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
    ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
  45.  Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
   
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
    Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνει
    πάρεξ θάνατου πικρός.
46. Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
    οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
    ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
    τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47. καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι
    ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
    ἐπαράσταιναν τὸν ᾍδη
    ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
 48. Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνον’ ἴσκιοι
    ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
    κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
  49.Ὂλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
    μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
    σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
    τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
  50. Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
    ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
    ὅσοι εἴν’ ἄδικα σφαγμένοι
    ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51. Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
    σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
    σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
    ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.
 52. Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
    καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
    ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
    μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
 23.Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
    μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
    ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
    μισοφέγγαρο χλωμό,
24.Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια
    τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
    σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
    ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
25. Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
    ὅπου εἴν’ αἵματα πηχτά,
    καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
    μὲ βρυχίσματα βραχνά·
 26. καὶ χορεύοντας μανίζουν
    εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
    καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
    μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
27. Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
    βαθειὰ μὲς στὰ σωθικά,
   
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
    καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
28. Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
    ὁ χορὸς τρομακτικά,
    σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
    στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
29. Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
    εἶναι κτύπημα θανάτου
    χώρις νὰ δευτερωθῇ.
30. Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·
    λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
    ἀπ’ τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
    πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
31. Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
    μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
    καὶ τὰ χέρια ὅπου χουμᾶνε
    περισσότερο εἴν’ γοργά.
32. Οὐρανὸς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
    οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·
    γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
   
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
33. Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
    ποὺ στοχάζεσαι μὴ πὼς
    ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη
    δὲν εἴνει ἕνας ζωντανός.
34. Κοιτᾷ χέρια ἀπελπισμένα
    πὼς θερίζουνε ζωές!
    Χάμου πέφτουνε κομμένα
    χέρια, πόδια, κεφαλές,
 35. καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
    μὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,
    καὶ μὲ ὀλόσχιστα κρανία,
    σωθικὰ λαχταριστά.
 36.Προσοχὴ καμιὰ δὲν κάνει
    κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·
    πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ, φθάνει,
    φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
37. Ποιὸς ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
    πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
    Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
    καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
38. Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
    καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
    καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
    «φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
39. Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
    καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
    πάντα σκούζοντας «Ἀλλά»
40. Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
    καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
    παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
    καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
50.Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
    εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
    ‘Ὁλοι χάμου ἐκείτοντ’ ὅλοι
    εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
 51. Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
    καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
    καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
    αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
52. Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
    δὲν φυσὰς τώρα ἐσὺ πλιὸ
    στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·
    φῦσα, φῦσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!
53. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
    τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
    καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
    χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
54. Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·
   
δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ
    εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
    εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
55. Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
    τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
    τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
    τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.
 56. Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
    σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
    δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
57.Ὦ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
   
καὶ ξανάλθετε σέ μας·
    τὰ παιδιά σας θέλ’ ἰδεῖτε
    πόσο μοιάζουνε μέ σας.
58. Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
    καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
    εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
   
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ.
59. Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
    πείνα καὶ θανατικό,
    ποὺ μὲ σχήμα ἑνὸς σκελέθρου
    περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
60. καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
    ἀπεθαίνανε παντοῦ
    τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
    τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
61. Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
    ποὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.
    εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
    ματωμένη περπατεῖς.
62. Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
    στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάχτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.
63. Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
    ὡραία μάτια ἐρωτικά,
    καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
    μαῦρα, ὀλόχρυσα μαλλιά.
64. Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
    πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
    γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
    γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
65. Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
    τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
    φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
66. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
    τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
    καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
    χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
67. Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
   
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
    μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
    γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
68. Σοῦ ‘λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό,
    καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
    ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
 69. «σ’ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
    στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».
    Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
 70. Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
    καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
    γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
    ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
71. Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
    ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·
   
βλέπει τὴ φωταγωγία
    στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
 72. Ποιοὶ εἴν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
    μὲ πολλὴ ποδοβολή,
    κι άρματ’, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ!
73. Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
    σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
    καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,
    δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
74. Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
    χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
   
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
    κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
75. Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
    σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
    κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.
76. Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
    προχωρώντας ὁμιλεῖς:
    «Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.
77. Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε
    «Ἐγὼ εἴμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
    πέστε, ποὺ θ’ ἀποκρυφθεῖτε
    ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
78. Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
πού, μ’ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
    κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
    σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
79. Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,
    τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
    χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
   
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
80. Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
    καὶ δὲν σώζεται πνοή,
    πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
    μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή»».
81. Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει
    Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἴσ’ ἀδελφή;
    Ποιὸς εἴν’ ἄξιος νὰ νικήσῃ
    ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;
82. Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
    τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
    ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
    τὴ μισόχριστη σπορά.
83. Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
    τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ
    δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν ρυάζετο θηριό.
84. Κακορίζικοι, ποὺ πᾶτε
    τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροῆ
    καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
    ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
85. νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
    ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
    ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
   
πρὶν νὰ εὑρεῖτε ἀφανισμό.
86. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
    κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
    καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
87. Σφαλερὰ τετραποδίζουν
    πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
    τρομασμένα χλιμιντρίζουν
    καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
88. Ποιὸς στὸ σύντροφον ἀπλώνει
    χέρι, ὠσὰν νὰ βοηθηθῇ·
    ποιὸς τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
    ὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ.
89. Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
    μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
    κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμένες
    γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
90. Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
    τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμῆ-
    τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι
    καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
91.Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουίξῃ
    τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
   
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξῃ
    κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
92. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ‘ναι ἡ Ἁγία Σοφία
    μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
    ὅλα τ’ ἄψυχα κορμιά,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
93. σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
    ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
    κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
    ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.
94. Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
   
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
    μ’ ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
    μεταξύ τους καὶ ἂς μετρά.
95.Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
    κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
    καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιὸ
96. καὶ χειρότερα ἀγριεύει
    καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
    πάντα, πάντα περισσεύει·
    πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
 97. Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
    τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
    Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
    ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
98. τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
    στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
    καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.
 100. Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
    ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,
   
ἡ προφήτισσα Μαρία,
    μ’ ἕνα τύμπανο τερπνὸν
101. καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
    μὲ τσ’ ἀγκάλες ἀνοικτές,
    τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
    μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
102.  Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
    τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
    σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
    ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
103. Εἰς αὐτήν, εἴν’ ξακουσμένο,
    δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
    ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν’ ξένο
   
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
104. Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
    κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
    μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,
    κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
105. Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
    ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·
    κάθε ξύλο κινδυνεύει
    καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
106. Φαῖνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
    καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
    καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
    τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
107. Δὲν νικιέσαι, εἴν’ ξακουσμένο,
    στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·
    ὅμως ὄχι δὲν εἴν’ ξένο
    καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
108.Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
    καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
    τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
    τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.
109. Σῦ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
    καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν’ πολλές,
    πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
    ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
110.  Μ’ ἐπιθυμία νὰ τηράζῃς
    δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
    καὶ θανάσιμον τινάζεις
    ἐναντίον τοὺς κεραυνό.
111. Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
    καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
    καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
    μὲ αἰματόχροη βαφή.
112. Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
    καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
    χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
    ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
113. Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
    μὲ τσ’ ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
    καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
    δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
114. Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
    τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
    καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
    πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
115.Ὂλοι κλαψτε· ἀποθαμένος
    ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς·
    κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
    ὠσὰν νὰ ‘τανε φονιάς!
116. Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
    π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
    τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα·
    λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ
117. ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
    λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,
    εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
    καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
118. Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
    εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
   
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
    τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
119. Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
    Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
    νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
    μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
120. Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ’ ἀνησυχιά·
    προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινά:
121.«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
    γιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά,
    καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
    στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
122. Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
    κάθε δύναμη ἐχθρική,
    ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
    ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
123. Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
    κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
    ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.
124. Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
    ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
    καθενὸς χαμογελάει,
    «πάρ’ το», λέγοντας, «καὶ σῦ».
125.Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
    ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·
    μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
    εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.
126. Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
    παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
    πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει
    τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
127. Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
    τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
    «Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
    δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
128. Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
    ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
    γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
    ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
129. Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
    γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
    σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλισθεῖτε
    σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
130. Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
    πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
    πάντα ἡ νίκη, ἂν ἐνωθῇτε,
πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.
131. Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
    καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
    καὶ φωνάξετε μὲ μία:
    «Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ!
132. Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
    εἶναι τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ
    ματωμένους μας κοιτᾶτε
    στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
 133. Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
    τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
    καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
    καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.
134. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
    αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
    ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
    τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
135. Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
    τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
    Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
    καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
136. Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
    σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ·
    δὲν εἴν’ φύσημα τοῦ ἀέρος
    ποὺ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
137.  Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
    νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
    λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστε
    ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
138. Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε
    ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
    Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
    καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!
———-
Τηρουμένων των αναλογιών, μελέτησε το ποίημα, στοχάσου με ανοιχτό μυαλό και καθάρια σκέψη … για να βάλεις τα πράγματα στην σωστή τους θέση κι όχι ν’ αναμασάς ότι σου εμφυτεύουν τα μιμίδια των επικυρίαρχων. και να μην χοροπηδάς σαν μαϊμου στον ρυθμό που σου παίζουν. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που οι επικυρίαρχοι μας αποκαλούν «μαϊμούδες της Εδέμ»
Τα ‘χουμε πει και ξανα πει και ξανα ματα ‘πει … Τα αποτελέσματα της επανάληψης είναι μικρά, μικρούτσιακα, σαν σπόρος, μόνον που ο ΣΠΟΡΟΣ …μπορεί να μην τον πιάνει το μάτι σου γιατί είναι μικρός μα … μην κάνεις το λάθος και τον θάψεις !

ΠΗΓΗ terrapapers

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου