Του Νίκου Λυγερού
Ο Δεκαεξαδάκτυλος
Μια φορά κι ένα καιρό, μια Κυριακή, ένας μικρός μα πάρα πολύ μικρός βρήκε μια σκακιέρα. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν μόνο ένα κομμάτι ξύλο, αλλά όταν την έπιασε με τα χεράκια του κατάλαβε ότι κάποιος άνθρωπος την είχε φτιάξει γιατί τα τετράγωνα που άλλαζαν συνεχώς χρώμα δεν ήταν κάτι το φυσιολογικό. Τότε άρχισε να τα μετρά αν και βέβαια δυσκολεύτηκε, γιατί μόλις είχε μάθει την αριθμητική, τα κατάφερε και βρήκε το πλήθος του. Έτσι ανακάλυψε τα πρώτα κομμάτια του Χρόνου. Αλλά ήταν μόνος του μπροστά στο κενό γιατί δεν είχε δει τα κομμάτια και τα πιόνια. Ή μάλλον κάποιος τα είχε κλέψει. Έβλεπε ότι κάτι έλειπε από τα σημάδια πάνω στη σκακιέρα, αλλά δεν φαντάστηκε ότι ήταν ένας ολόκληρος ασπρόμαυρος κόσμος που θα μπορούσε να ζήσει πάνω σ’ αυτό το επίπεδο σύμπαν. Δεν είχε μάθει ακόμα για την ξύλινη μνήμη.
Οι ξύλινοι νάνοι
Δεν θέλησε να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος ήταν πιο ισχυρός και στο όνειρό του είδε για πρώτη φορά τους ξύλινους νάνους. Τους έλεγε νάνους, γιατί έμοιαζε με γίγαντα μπροστά τους με το ύψος των δύο ετών. Του θύμισαν το μύθο της γαλαζοαίματης βελανιδιάς με τις πανοπλίες του. Ήταν όλοι έτοιμοι να δώσουν ένα μεγάλο αγώνα. Και οι δεκάξι ήρθαν γύρω του για να γίνει ο μικρός δάσκαλος. Οι ξύλινοι νάνοι μιλούσαν μια μεσαιωνική γλώσσα που είχε βρει μέσα σε παλιά βιβλία της μεγάλης βιβλιοθήκης. Είδε πρώτα ένα ζευγάρι με τον σταυρό κι άλλους τρεις διδύμους, ενώ οι υπόλοιποι ήταν οχτάδυμοι. Έτσι αποφάσισε να δώσει σε κάθε ξύλινο νάνο ένα όνομα. Τότε πρόσεξε τα χαρακτηριστικά τους. Έμοιαζαν αλλά ο καθένας είχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν η πρώτη του επαφή με μάχη.
Μετά τη νύχτα
Μετά τη νύχτα ήρθαν οι λευκοί μαχητές. Είχαν πληγές αλλά όλοι του χαμογελούσαν. Όλοι περίμεναν κάτι αλλά δεν ήξερε τι ήθελαν ακριβώς. Τότε άρχισε ο πρώτος διάλογος. Έπρεπε να του μάθουν τις κινήσεις. Έτσι ανέβηκαν στη σκακιέρα ο καθένας με τη σειρά του. Ο πάρα πολύ μικρός γίγαντας μάθαινε κάθε λεπτομέρεια και πρόσεχε κάθε τους λέξη για να μην ξεχάσει τίποτα. Όταν ξαφνικά πήραν ο καθένας τη θέση του κι ανακάλυψε τον στρατό των ξύλινων νάνων. Ήταν όλοι ακίνητοι στις δύο πρώτες σειρές. Παρέμειναν έτσι για αρκετό καιρό έτσι ώστε να αναλύσει τα δεδομένα, τις σχέσεις, τη δομή. Μετά έβαλε ένα καθρέφτη ορθογώνια πάνω στη σκακιέρα, έτσι ώστε να δει πώς φαινόταν οι δικοί του από την αντίπαλη πλευρά. Έσκυψε χωρίς να γονατίσει και κατάλαβε όταν έφτασε στο ύψος του ότι ήταν τρομαχτικοί και τεράστιοι.
Όταν ξαναρχίσαμε
Όταν ξαναρχίσαμε, νιώσαμε μαζί μας την αγάπη του μικρού γίγαντα από τον τρόπο που μας έπιανε και μας τοποθετούσε πάνω στη σκακιέρα. Ήταν σαν να ήξερε από πριν πώς παίζουμε σκάκι. Έπαιζε σαν γέρος ο μικρός γίγαντας και πρόσεχε τον καθένα από εμάς σαν να ήμασταν τα δεκαέξι του δάκτυλα. Μόνο που η σκέψη του ήταν στο δεξί χέρι. Μας έδειξε νέα ανοίγματα που είχε μελετήσει και δεν γνωρίζαμε καν. Κάθε κίνησή μας ήταν μια πράξη του. Ο Χρόνος ήταν μαζί του από την αρχή και το παίξιμό του ήταν ιδιόμορφο. Δεν εξέτασε μόνο τον κόσμο μας αλλά και τη νοόσφαιρα. Έτσι αρχίσαμε τις αποστολές από εκεί που μας είχε αφήσει ο προηγούμενος. Κι έτσι καταλάβαμε όλοι ότι είχαμε βρει τον επόμενο. Η διδασκαλία θα συνέχιζε λοιπόν.
Η πρώτη μάχη
Η πρώτη μάχη θύμισε τις προηγούμενες. Ο μικρός γίγαντας δεν είχε ξεχάσει τίποτα και κοίταζε το μεγάλο αντίπαλο δίχως να φοβάται. Τα χρόνια δεν είχαν σημασία. Η χιλιετία είχε ήδη αρχίσει εδώ και καιρό. Το άνοιγμα του ήταν κλειστό από την αρχή, γιατί ήθελε να κρατήσει κάθε θέση και να μη θυσιάσει άσκοπα κανέναν από τους δικούς μας. Και αντέκρουε κάθε κίνηση του εχθρού σαν να πολεμούσε με τη βαρβαρότητα. Τότε καταλάβαμε ότι δεν έπαιζε με τις ζωές μας γιατί ο σκοπός του ήταν ξεκάθαρος. Δεν θα άφηνε κανένα κατακτητή να καταπατήσει τη γη μας. Όλες οι γραμμές μας ήταν δεσμοί χωρίς δεσμά. Δεν μας ανάγκαζε να αμυνθούμε. Όλα ήταν φυσιολογικά σαν ένας αόρατος μηχανισμός που λειτουργούσε ασταμάτητα κι ακάθεκτα έως το τέλος της αποστολής. Αυτό ήταν. Η μάχη ήταν αποστολή και τίποτα δεν μπορούσε να μας εμποδίσει.
Όταν δεν γονατίσαμε
Όταν δεν γονατίσαμε ακόμα κι απέναντι σε ισχυρότερο εχθρό καταλάβαμε ότι ο μικρός Δάσκαλος δεν θα έπαιζε μόνο πάνω σε μια σκακιέρα, γιατί ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος και δεν ήθελε ν’ αφήσει κανέναν απροστάτευτο. Έτσι κάθε νέα μάχη ήταν μια προετοιμασία, όχι για την επόμενη, αλλά για τη συνέχεια. Από τότε είμαστε μαζί του όταν διδάσκει στους μικρούς τους τις τεχνικές, τα τεχνάσματα και τα στρατηγήματα, γιατί ξέρει ότι αυτή η Διδασκαλία είναι απαραίτητη στους μικρούς λαούς, που ζουν σ’ ένα κομμάτι γης, που άλλοι βάρβαροι θέλουν ν’ αρπάξουν εδώ και αιώνες. Γι΄ αυτό το λόγο, αν διαβάσεις αυτό το παραμύθι, μην ξεχάσεις το λαό μας που δημιούργησε τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά και τη στρατηγική γιατί θα σου είμαστε χρήσιμοι για την ανάπτυξη της σκέψης που αγαπά την Ανθρωπότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου