Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Χωρίς επίθετο

Χωρίς επίθετο
Του Ν. Λυγερού


Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τέτοια κατηγορία. Ποτέ πριν δεν είχε διανοηθεί ότι κάποιος θα το θεωρούσε καταδικαστέο, αλλά η κοινωνία ήταν έτσι δίχως γνώσεις και κακομαθημένη γιατί πάντα έλεγαν τα μέλη της μεταξύ τους, ότι είχαν δίκιο, κι επειδή αποτελούσαν την πλειοψηφία λειτουργούσαν σα να ήταν ένα κόμμα δίχως άλλο να του αντισταθεί, μια κυβέρνηση δίχως αντιπολίτευση. Έτσι η κοινωνία που ήταν πνιγμένη μέσα στο λίπος των εκφυλισμένων παρατσουκλιών και των κατηγοριών της βαρβαρότητας, είχε άποψη και την έλεγε δυνατά, με θράσος χωρίς ενοχές ούτε τύψεις. Έκανε σα να μην ήξερε ότι οι καταλήξεις των επιθέτων είχαν δοθεί από τους βάρβαρους για να ξεχωρίζουν τα θύματα. Και οι απόγονοι δεν ήξεραν ότι το επίθετό τους είχε το στίγμα της φρίκης στην κατάληξή τους. Ήταν μάλιστα περήφανοι γιατί θεωρούσαν ότι δήλωνε την περιοχή της καταγωγής τους, ενώ η αλήθεια ήταν ότι όλη η περιοχή τους, δεν ήταν παρά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για την βαρβαρότητα, και γι’ αυτό τον λόγο υπήρχαν αυτές οι ονομασίες, για κανέναν άλλο. Όσο για τα επίθετα που δεν είχαν χαρακτηριστεί ήταν απλώς παρατσούκλια που είχαν εκφυλιστεί με την πάροδο του χρόνου. Έτσι είχαν γίνει επίσημα ενώ στην ουσία δεν είχαν καμία ρίζα. Αλλά ποιος ήξερε τέτοιες λεπτομέρειες μέσα στην κοινωνία και ποιος ήθελε να τις ακούσει; Οι μόνοι που ήξεραν την αλήθεια, δεν άνηκαν στην κοινωνία αλλά μόνο και μόνο στην Ανθρωπότητα. Αυτοί λοιπόν ήξεραν την αξία της ελευθερίας, διότι ποτέ δεν είχαν μολυνθεί από την βαρβαρότητα. Και συνεχώς βοηθούσαν τους αθώους ν’ απελευθερωθούν από τα στίγματα της φρίκης, της γενοκτονίας, της βαρβαρότητας. Μόνο έτσι η ζωή τους αποκτούσε νόημα για το μέλλον, μόνο έτσι υποστήριζαν την ανέλιξη και σε κάθε αλλαγή φάσης την έβλεπαν που προετοίμαζε την αλλαγή κύκλου. Διότι και η Ανθρωπότητα ήταν χωρίς επίθετο!

Το άγραφο παρελθόν
Του Ν. Λυγερού

Ήταν σπάνιο να μη βρίσκεται με ανθρώπους που δεν είχαν παρελθόν ή για την ακρίβεια μ’ ένα παρελθόν που δεν ανήκε στην ιστορία γιατί κανείς δεν το είχε καταγράψει, όχι βέβαια επειδή δεν ήταν προσβάσιμη αλλά απλώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να έχουν κάποια αξία. Ήταν άτομα που ασχολιόντουσαν αποκλειστικά με την καθημερινότητα και σε αυτή κάθε μέρα έμοιαζε με την άλλη. Στην ουσία ήταν όλες ίδιες και φιλοσοφικά μόνο μία. Με αυτήν την έννοια δεν ήταν μόνο θνητοί αλλά εφήμεροι. Άλλωστε αυτό που χαρακτήριζε την κοινωνία ήταν η κυριαρχία του παρόντος και το βασίλειό της είχε τα όρια της ημέρας. Δεν έβλεπε την επανάληψη όπως ήταν, την ονόμαζε εξέλιξη γιατί η ουσία αυτής της λέξης ήταν άγνωστη. Οι εφήμεροι ήταν σίγουροι για τον εαυτό τους και μάλιστα τόσο που τον θεωρούσαν αθάνατο. Δεν συνειδητοποιούσαν ότι ήταν μόνο οι θεοί της ημέρας διότι η απουσία πάχους Χρόνου δεν ήταν αντιληπτή. Έτσι όταν έβλεπαν να γράφει όλη την ώρα αναρωτιόντουσαν πρώτα για ποιο λόγο και στη συνέχεια το θεωρούσαν επικίνδυνο. Έτσι απέφευγε να γράφει πολύ ενώπιόν τους όταν ήταν γύρω του. Δεν ήθελε να τους φοβίσει όταν θα καταλάβαιναν ότι πρόκειται για τέρας γνώσης. Οι εφήμεροι σπάνια ξεπερνούσαν τα όρια των παππούδων για τον απλό λόγο ότι θυμόντουσαν μόνο και μόνο τους ζωντανούς. Οι νεκροί δεν υπήρχαν πια κι οι αγέννητοι δεν υπήρχαν ακόμα. Έτσι όταν άκουγαν για προπάππου το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν ήταν αν ζούσε κι αν η απάντηση ήταν αρνητική ξαφνιάζονταν και θεωρούσαν αυτό το φαινόμενο ως πρόβλημα που έπρεπε γρήγορα να ξεχάσουν για να παραμείνουν στην επικαιρότητα, αφού ήταν η μόνη που είχε κάποια σημασία για τους εφήμερους.

Η απόλυτη επικαιρότητα
Του Ν. Λυγερού

Στην κοινωνία της λήθης και της αδιαφορίας οι ιστορικοί δεν είχαν νόημα. Τους θεωρούσε καθυστερημένους. Ούτε οι στρατηγιστές είχαν νόημα γι’ αυτή, αφού τους θεωρούσε άχρηστους, επειδή ήταν εκτός πλαισίου. Δεν υπήρχε ιστορία, ούτε στρατηγική της ημέρας. Το μόνο που άξιζε ήταν η απόλυτη επικαιρότητα και γι’ αυτόν τον λόγο οι δημοσιογράφοι ήταν τόσο σημαντικοί. Ζούσαν το πρωί, πέθαιναν το βράδυ και την επόμενη το ίδιο. Δεν έγραφαν την ιστορία, δεν σκεφτόντουσαν την στρατηγική. Η ανάλυση της επικαιρότητας ήταν το ανώτατο όριό τους. Πέρα απ’ αυτό, μόνο το χάος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα βιβλία ήταν εξαρχής καταδικασμένα. Και τιμωρημένα λόγω αξίας. Το πιο περίεργο ήταν η ύπαρξη των πολιτικών, διότι δεν υπήρχε πολιτική. Βέβαια, δεν είχαν ανάγκη από πρόγραμμα, το σύνθημα της αλλαγής επαρκούσε. Το έλεγαν συνεχώς και ήταν το αγαπημένο της κοινωνίας, αφού ήξερε η αλλαγή της επανάληψης ήταν και αυτή επανάληψη και έτσι δεν κινδύνευε η έννοια της ημέρας. Κι οι πολιτικοί δε ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν τίποτα. Άλλωστε ήταν μόνο ρεαλιστές. Κάθε άλλη τάση ήταν ουτοπική. Έτσι, η απόλυτη επικαιρότητα οδηγούσε αναγκαστικά στην απραξία και στην απουσία έργου. Η μόνη αξία γι’ αυτές τις αρχές ήταν η εργασία και μάλιστα η δημόσια. Όλες οι άλλες όχι μόνο δεν άξιζαν, αλλά ήταν εκ φύσης ριψοκίνδυνες, διότι μπορούσαν ν’ αλλάξουν την επόμενη μέρα και να σταματήσει ο κόσμος της επανάληψης. Δύσκολα οι άνθρωποι επιζούσαν σ’ αυτό το πεδίο αδράνειας. Κι έπρεπε να είναι διακριτικοί, διότι γρήγορα αποτελούσαν στόχο για τα κτήνη της κοινωνίας. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Τουλάχιστον αυτό έλεγε η κοινωνία του μηδενισμού. Κι όσοι το πίστευαν ήταν υποστηρικτές του κενού. Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική.


Απαγορευμένη σπανιότητα
Του Ν. Λυγερού

Οι άνθρωποι δεν ήταν μόνο σπάνιοι, αλλά και απαγορευμένοι σ' αυτήν την κοινωνία της λήθης. Κι αυτή η απαγορευμένη σπανιότητα ήταν καταδικαστέα. Όμως αυτή η βαρβαροκρατία είχε φτάσει στα όρια της, στον κορεσμό και στον εκφυλισμό. Δεν έμενε πια τίποτα. Ακόμα και ο μηδενισμός κατέληγε στο μηδέν όταν διαρκούσε πολύ. Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να ακούν αυτόν που δεν είχε επίθετο. Διότι για αυτούς, ο λόγος του έμοιαζε με προσευχή και η σιωπή του ήταν ιερή. Μιλούσε για έννοιες ακατανόητες για το κενό της κοινωνίας και η ουσία του γέμιζε τους πάντες. Όποιος τον άγγιζε έβλεπε τα πράγματα εντελώς διαφορετικά και η πραγματικότητα αποκτούσε πάχος χρόνου. Οι χαοτικές κινήσεις της ημέρας άλλαζαν με τη βραδύτητα, γιατί τους είχε μάθει τις πράξεις και με αυτές ζούσαν την εξέλιξη και στη συνέχεια την ανέλιξη. Ακόμα και η έννοια της οικογένειας ήταν διαφορετική, αφού αφορούσε το πνεύμα και μόνο. Έτσι γεννήθηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι, γιατί τους έμαθε πώς ν’ απελευθερωθούν από την κυριαρχία της βαρβαρότητας και πώς να παλέψουν μαζί του εναντίον της δίχως να φοβούνται την αυτοκρατορία του τρόμου. Μέσω του έργου του, η υπέρβαση ήταν σίγουρα αναγκαία, αλλά το πιο όμορφο ήταν η εφικτότητά της. Αυτό αιφνιδίαζε τους ανθρώπους που τον ακολουθούσαν. Δεν έβλεπαν ότι ζούσαν τη θυσία του κι ότι η ελευθερία τους ήταν η ουσία του. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία γι’ αυτόν. Είχε έρθει ως δώρο, ως προσφορά και δεν περίμενε κάποιο αντίδωρο από κανέναν. Ήταν υπηρέτης της Ανθρωπότητας κι ήταν αυτός που περίμεναν, όλα τα άλλα θα ακολουθούσαν για να υπάρξει η ανθρώπινη επανάσταση. Η κοινωνία του κενού δεν κατάλαβε την ύπαρξη του όντος και πέθανε δίχως να μάθει την αλήθεια.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου