Του Κωνσταντίνου Φίλη , διευθυντή IGA, αναπληρωτή καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας & αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1
Ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να παίζει μία από τις τελευταίες του μεγάλες ζαριές. Η Τουρκία διανύει ήδη οιονεί προεκλογική περίοδο, ο πρόεδρός της αναζητεί ένα παράθυρο για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση και να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, που δύσκολα θα ανοίξει από την οικονομία, ενώ ο συνασπισμός των έξι κομμάτων που επιθυμεί την ανατροπή του δεν έχει ακόμη ορίσει υποψήφιο.
Ο Ερντογάν βρίσκεται ενώπιον μιας ιδιόμορφης κατάστασης σε πολλά επίπεδα. Και όσο και αν προσπαθεί, περισσότερο παρακολουθεί παρά ορίζει τις εξελίξεις, πληρώνοντας το τίμημα λάθος επιλογών του παρελθόντος. Στο εσωτερικό, γνωρίζει ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναταχθεί, ο πληθωρισμός δεν μπορεί να τιθασευτεί, το ίδιο και οι τιμές βασικών αγαθών. Αυτή η κατάσταση πλήττει κυρίως τα στρώματα που αποτελούν την εκλογική βάση του κόμματός του.
Από την άλλη, όσο καθυστερούν οι εκλογές, η οικονομική κατάσταση –και λόγω της Ουκρανίας– θα επιδεινώνεται, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολες τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαχθούν, προφανώς με όρους που δεν θα είναι ευνοϊκοί για τον Ερντογάν. Ενώ η παρουσία κυρίως των Σύρων τον πιέζει χρονικά, προκειμένου να ξεφορτωθεί το πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό βάρος – εξ ου και η πολλαπλώς εκπεφρασμένη πρόθεση επαναφοράς 1,5 εκατομμυρίου στη Συρία.
Βέβαια, ο εθνικισμός δεν πρόκειται να γεμίσει τις τσέπες των Τούρκων, ωστόσο, αποδίδοντας την οικονομική κρίση στις συνέπειες του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, θα μπορούσε ο Ερντογάν να παίξει το χαρτί του ισχυρού και αποτελεσματικού ηγέτη, έναντι των αντιπάλων του, που ασφαλώς συγκρινόμενοι μαζί του κανείς εξ αυτών δεν έχει τα διαπιστευτήρια του πολιτικού που μπορεί να ισχυροποιήσει την Τουρκία διεθνώς. Για να το πετύχει αυτό, θα πρέπει να δείξει ότι δεν υποτάσσεται στις επιθυμίες των συμμάχων του, ενώ έχοντας καλλιεργήσει συστηματικά τον αντιδυτικισμό στο εσωτερικό, θα αποταθεί στη δεξαμενή του εθνικιστικού ακροατηρίου.
Η στάση του, άλλωστε, απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τού προσφέρει τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι ακολουθεί μια ανεξάρτητη πολιτική, έχοντας ενδυναμώσει τη χώρα του σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι υποχρεωμένη πλέον να ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές της Δύσης και δη των Αμερικανών.
Το πλέον προβληματικό για εμάς είναι πως η Τουρκία καταφέρνει να μην της επιβάλλονται όροι στην εκδήλωση του αναθεωρητισμού της.
Στο εξωτερικό, έχει επιλέξει να ανοίξει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, τόσο για να έχει διαπραγματευτική ευχέρεια ώστε ανάλογα με τον συνομιλητή του να χρησιμοποιεί και τα αντίστοιχα εργαλεία, όσο και για να έχει εξασφαλισμένο ότι στο τέλος θα κερδίσει κάτι περισσότερο, παρουσιάζοντάς το στο εσωτερικό ως μία ακόμη επιτυχία του.
Στην πραγματικότητα, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις εκκινεί από θέση αδυναμίας και το μεγάλο παζάρι που επιδιώκει, μοιάζει προσώρας να μην ιδρώνει το αυτί των Αμερικανών, στους οποίους κυρίως απευθύνεται. Φαίνεται, μάλιστα, οι τελευταίοι σαν να προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο να τον απαξιώσουν ή τέλος πάντων να μην αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον συναλλακτικό τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται.
Χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η απάθεια με την οποία αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον την πεισματική άρνηση της Aγκυρας να συνηγορήσει στην ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Oχι ότι η Τουρκία έχει πάψει να είναι κομβική για τα αμερικανικά συμφέροντα, ένας «γεωπολιτικός μεντεσές» σε μια κρίσιμη περιοχή ευρύτερων ανακατατάξεων, αλλά όσο σημαντικό είναι το δούναι και λαβείν στις διεθνείς σχέσεις, εξίσου, αν όχι σημαντικότερη, είναι και η εμπιστοσύνη. Και αυτή ο Τούρκος πρόεδρος την έχει απωλέσει.
Όταν ασκείς την πολιτική σου σχεδόν κάθε φορά παζαρεύοντας ανταλλάγματα, χωρίς αρχές και αξίες ή ένα πλαίσιο κανόνων και σχετικά προβλέψιμης συμπεριφοράς, με συνεχείς τακτικούς ελιγμούς για να καλύψεις το έλλειμμα στρατηγικής, τότε βρίσκεσαι σε μία θέση όπου τα οφέλη της πολιτικής σου είναι πρόσκαιρα, οι ζημίες, όμως, κινδυνεύουν να είναι μακροχρόνιες. Γι’ αυτό, εξάλλου, ο Ερντογάν, ιδίως από την εκλογή Μπάιντεν και μετά, δείχνει τέτοια προσαρμοστικότητα στην αλλαγή κατεύθυνσης σε συγκρουσιακές πολιτικές που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια. Και τώρα είναι υποχρεωμένος να δίνει καθημερινά τη μάχη διατήρησης των ορίων ανοχής Αμερικανών και Ευρωπαίων έναντι των στρατηγικών επιδιώξεών του, επικαλούμενος το μέγεθος και τη στρατηγική αξία της χώρας.
Αλλά δεν έχει κατορθώσει επί του παρόντος να αλλάξει τις ισορροπίες, αντιμετωπίζοντας τα επίχειρα λανθασμένων αποφάσεων, όπως η αγορά των S-400, που τον έχει εγκλωβίσει και ας βρήκε την ευκαιρία να χρεώσει τάχα στον Ελληνα πρωθυπουργό την ευθύνη για τη δυσκολία στον εκσυγχρονισμό και στην αγορά F-16.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η Τουρκία δεν έχει σημειώσει επιτυχίες ή πως είναι δήθεν απομονωμένη, ή πως δεν αναζητεί συνεχώς τρόπους να αυξάνει τη σημασία της – μέχρι ρόλο στο ξεμπλοκάρισμα των εξαγωγών ουκρανικού σιταριού διερευνά για να αναπτύξει. Προαναγγέλλει δε νέα επέμβαση στη Συρία, ενώ η Ουάσιγκτον την καταδικάζει προκαταβολικά. Προσπαθεί έτσι να εκβιάσει καταστάσεις.
Όμως, το πλέον προβληματικό για εμάς είναι πως σε σημαντικό βαθμό καταφέρνει η όποια πίεση της ασκείται να εκτονώνεται σε επιμέρους ζητήματα ώστε να μένει ανέγγιχτος ο πυρήνας των στρατηγικών της επιδιώξεων και ταυτόχρονα να μην της επιβάλλονται όροι στην εκδήλωση του αναθεωρητισμού της. Ακριβώς το αντίθετο επιδιώκουμε εμείς – χωρίς ακόμη ιδιαίτερη επιτυχία: να αυξήσουμε το κόστος για κάθε ενέργεια αμφισβήτησης της κυριαρχίας μας.
Πηγή: kathimerini.gr
ΠΗΓΗ armynow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου