Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
Όταν στις αρχές του 2021 ανεπίσημα τουρκικά χείλη είχαν εξαρτήσει την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας την ελληνική κυριαρχία των νησιών στο ανατολικό Αιγαίο από την αποστρατιωτικοποίησή τους, αρμόδιοι παράγοντες στην Αθήνα είχαν υποτιμήσει τη σημασία εκείνης της δήλωσης.
Κι όμως, είναι πάγια τακτική της Άγκυρας από το 1973 κάθε τόσο να προσθέτει μία μονομερή αξίωση στο καλάθι των επεκτατικών διεκδικήσεών της σε βάρος της Ελλάδας. Πάγια τακτική της είναι, επίσης, πριν μία διεκδίκηση καταστεί επίσημη θέση, να ακούγεται από ανεπίσημα χείλη με σκοπό να προλειάνει το έδαφος. Κάπως έτσι προέκυψε ο χάρτης Τσαβούσογλου.
Ο τουρκικός ισχυρισμός ότι εάν η Ελλάδα δεν προχωρήσει σε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου θα έχει παραβιάσει τις συνθήκες, με τις οποίες της παραχωρήθηκαν και ως εκ τούτου η παραχώρηση θα πάψει να ισχύει(!), είναι σήμερα επίσημη πολιτική. Την έχει εκφράσει ο ίδιος ο Ερντογάν κα τώρα προστέθηκε και ο χάρτης Τσαβούσογλου.
Από την πρώτη στιγμή είχα επισημάνει πως η πρώτη ανεπίσημη δήλωση ήταν προάγγελος μίας κλιμάκωσης του τουρκικού επεκτατισμού. Από το 1973-74 η Άγκυρα ήγειρε επεκτατικές διεκδικήσεις αναφορικά με τον εναέριο χώρο, το FIR και την υφαλοκρηπίδα. Το 1996, η Άγκυρα κλιμάκωσε με τη θεωρία των “γκρίζων ζωνών”, διεκδικώντας ένα μεγάλο αριθμό νησίδων και βραχονησίδων, που δεν αναφέρονταν ονομαστικά στη Συνθήκη της Λωζάννης. Και τότε είχε προηγηθεί μία δήλωση ενός Τούρκου ναυάρχου το 1992 που είχε προαναγγείλει αυτό που έγινε επίσημη τουρκική θέση το 1996.
Εδώ και πολύ καιρό είναι ξεκάθαρο ότι η Άγκυρα έχει μετατρέψει την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών σε αιχμή του διπλωματικού της δόρατος. Και μάλιστα, προαναγγέλλει και λήψη πρακτικών μέτρων, χωρίς να διευκρινίζει το περιεχόμενό τους. Είναι πάγια τακτική της Τουρκίας να προετοιμάζει το έδαφος επιθετικών κινήσεών της, εξοικειώνοντας κατά κάποιον τρόπο τη διεθνή κοινότητα με τη σχεδιαζόμενη επιθετική ενέργειά της.
Αιχμή του τουρκικού δόρατος
Το ερώτημα εάν ο Ερντογάν θα τολμήσει κάποιον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό δεν μπορεί να απαντηθεί αυτή τη στιγμή κατηγορηματικά. Θα ήταν εγκληματικό, ωστόσο, να υποτιμηθεί ως απειλή. Η συγκυρία είναι ιδιαιτέρως σύνθετη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί κίνητρα και αντικίνητρα για μία τέτοια κίνηση του Ερντογάν. Το γεγονός ότι ανεβάζει τόσο πολύ τη θερμοκρασία, προαναγγέλλοντας και πρακτικές κινήσεις μπορεί να συνιστά εκφοβισμό, αλλά μπορεί και να συνιστά προετοιμασία του εδάφους.
Από την άλλη πλευρά, η προαναγγελθείσα επισήμως νέα τουρκική επίθεση εναντίον των Κούρδων στη βόρεια Συρία είναι μία αρνητική ένδειξη για παράλληλο τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό έναντι της Ελλάδας. Είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αντέξει μία ταυτόχρονη στρατιωτική εμπλοκή σε δύο μέτωπα. Το πιθανότερο είναι η Άγκυρα να ανεβάσει τη θερμοκρασία, αποφεύγοντας ένα θερμό επεισόδιο, το οποίο από τη φύση του θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη. Μπορεί, όμως, να πυκνώσει τις υπερπτήσεις πάνω από τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και γενικότερα να συνδυάσει διπλωματικές και άλλες ενέργειες που να καταγράφουν εμπράκτως την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών.
Η Άγκυρα έχει μετατρέψει σε αιχμή του δόρατός της την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, επειδή η απαίτησή της αφενός έχει ένα κάποιο νομικό έρεισμα, αφετέρου γίνεται με κατανόηση δεκτή από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Είναι κοινό μυστικό, μάλιστα, πως κατά καιρούς οι δύο αυτές χώρες ασκούν στην Αθήνα πιέσεις για να αποδεχθεί “μερική αποστρατιωτικοποίηση”.
Οι Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων
Προανέφερα ότι υπάρχει κάποιο νομικό έρεισμα, επειδή η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει ότι στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή οι Τούρκοι είχαν υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία. Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί μόνο γέλια.
Μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Ελλάδα σεβόταν απολύτως τις συνθήκες. Μετά το 1974 η τουρκική απειλή κατέστη συγκεκριμένη όχι μόνο λόγω της εισβολής στην Κύπρο, αλλά και λόγω του ότι το 1975 συστάθηκε η στρατιά του Αιγαίου με έδρα τη Σμύρνη και με στόχο τα ελληνικά νησιά. Η παράλληλη, μάλιστα, συγκρότηση μεγάλου αποβατικού στόλου στις μικρασιατικές ακτές δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες.
Σ’ εκείνες τις συνθήκες, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να οχυρώσει τα νησιά. Νομικά στηρίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα. Επιπροσθέτως, η Αθήνα, όταν αναγνώρισε τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως είχε δικαίωμα, εξαίρεσε τη δικαιοδοσία για θέματα άμυνας.
Το διακύβευμα είναι τα “επιθετικά όπλα”
Στη δεκαετία 1990, η Ουάσινγκτον είχε ασκήσει έντονες πιέσεις στην Ελλάδα για να εντάξει και την αποστρατιωτικοποίηση σε ένα πακέτο (μαζί με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας) που να παραπεμφθεί ως τέτοιο στη Χάγη, αλλά εκείνη η αμερικανική προσπάθεια είχε ναυαγήσει. Μπορεί και σήμερα οι Τούρκοι να απαιτούν αποστρατιωτικοποίηση, αλλά γνωρίζουν ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφοπλίσει τα νησιά.
Οι Τούρκοι θέτουν σήμερα ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης όχι τόσο για να πάρουν κάποιο αντάλλαγμα κάπου αλλού, όπως πιστεύουν κάποιοι, όσο επειδή ελπίζουν ότι υπό το κράτος του φόβου η Αθήνα μπορεί να αποσύρει σιωπηλά από τα νησιά τα λεγόμενα “επιθετικά” όπλα. Δηλαδή να αποσύρει οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Με άλλα λόγια δεν τους ενδιαφέρουν οι στρατιώτες, αλλά οι πύραυλοι.
Για την ακρίβεια, ο στρατηγικός εφιάλτης των Τούρκων είναι τα νησιά να μετατραπούν σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Κι αυτό, επειδή θα μπορούν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και να πλήξουν με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη δυτική Τουρκία, αν όχι και ανατολικότερα.
Εάν τα νησιά μετατρέπονταν σε αβύθιστα πυραυλοφόρα, ακόμα κι αν σε μία σύγκρουση οι Τούρκοι κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ελληνικό νησί, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα. Η Άγκυρα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα στρατιωτικά νταηλίκια, με τα οποία προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας.
Ο χάρτης Τσαβούσογλου
Στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη, οι Τούρκοι εντείνουν την πίεσή τους προς την Αθήνα, εγείροντας αμφισβήτηση για την ελληνική κυριαρχία και στα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Έτσι προέκυψε και ο χάρτης Τσαβούσογλου. Ελπίζουν πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα καθηλώσουν την Ελλάδα και θα αποτρέψουν αυτό που φοβούνται περισσότερο, ακόμα κι ότι θα την υποχρεώσουν σε μερική αποστρατιωτικοποίηση με την απόσυρση κάποιων “επιθετικών όπλων”, δηλαδή κυρίως πυραυλικών συστημάτων.
Στην απόσυρση, λοιπόν, “επιθετικών όπλων” εστιάζουν Ουάσιγκτον και Βερολίνο. Αυτό το νόημα είχε η δήλωση Πομπέο για το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά». Η δήλωση εκείνη, σε συνδυασμό με την κυβερνητική σιωπή, είχε τροφοδοτήσει σχετικά δημοσιεύματα.
Η πίεση για αποστολή ανατολικής κατασκευής οπλικών συστημάτων στους Ουκρανούς ήλθε να “κουμπώσει” με τις αμερικανικές πιέσεις για μερική αποστρατιωτικοποίηση. Αν πιστέψουμε τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας, η Ελλάδα έστειλε στους Ουκρανούς και συστήματα πυροβολικού, όχι μόνο ρουκέτες. Αυτό σημαίνει ότι έστειλε –μεταξύ των άλλων– και έναν αριθμό από τους 116 πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών RM-70, τους οποίους διαθέτει το ελληνικό οπλοστάσιο και οι οποίοι, μαζί με τους αμερικανικούς MLRS και κάποια ακόμα πυραυλικά συστήματα, αποτελούν πυλώνες της άμυνας των νησιών, είναι τα “επιθετικά όπλα” που τόσο θέλει να απομακρύνει από τα νησιά η Άγκυρα.
Επειδή πρόκειται για κρίσιμο εθνικό ζήτημα, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρύβεται, όπως μέχρι τώρα. Οφείλει να ενημερώσει τη Βουλή και την κοινή γνώμη. Όσο δεν το κάνει τόσο δίνει δικαίωμα σε κατηγορίες ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μία ευκαιρία να ικανοποιήσει την Ουάσινγκτον, προσφέροντας ταυτοχρόνως ένα “δωράκι” στον Ερντογάν για να τον κατευνάσει. Ο χάρτης Τσαβούσογλου επιβάλει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και σε κάθε επόμενη να καταστήσει πάγια εθνική θέση ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την οποιαδήποτε δέσμευση έναντι Τουρκίας, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ αναφορικά με την άμυνα και τον εξοπλισμό των νησιών. Αυτό ως πρώτο βήμα, γιατί το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να μετατρέψει τα νησιά σε “αβύθιστα πυραυλοφόρα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου