από Άρδην - Ρήξη
Η Ολλανδία συνταράσσεται από μαζικότατες και οργισμένες διαδηλώσεις αγροτών οι οποίοι έχουν βρεθεί ενώπιον του φάσματος της καταστροφής εξαιτίας των νέων, εξαιρετικά αυστηρών περιβαλλοντικών περιορισμών που θέσπισε η κυβέρνηση Ρούτε για την γεωργία και την αλιεία.
Διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα του Newsweek:
«Πάνω από 30.000 Ολλανδοί αγρότες έχουν ξεσηκωθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης στον απόηχο των νέων ορίων αζώτου που απαιτούν από τους αγρότες να περιορίσουν ριζικά τις εκπομπές αζώτου τους έως και κατά 70% μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια. Αυτό θα απαιτούσε από τους αγρότες να χρησιμοποιούν λιγότερα λιπάσματα, ακόμη και να μειώσουν το ζωϊκό τους κεφάλαιο. Ενώ οι μεγάλες γεωργικές εταιρείες έχουν τα μέσα για να επιτύχουν υποθετικά αυτούς τους στόχους και μπορούν να στραφούν σε λιπάσματα που δεν περιέχουν άζωτο, αυτό είναι αδύνατο για τις μικρότερες, συχνά οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανονισμοί είναι τόσο ακραίοι που θα ανάγκαζαν πολλούς να κλείσουν, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων των οποίων οι οικογένειες καλλιεργούν επί τρεις ή τέσσερις γενιές. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι αγρότες έχουν αποκλείσει δρόμους και αρνούνται να παραδώσουν τα προϊόντα τους σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Αυτό έχει οδηγήσει σε σοβαρές ελλείψεις αυγών και γάλακτος, μεταξύ άλλων ειδών διατροφής.
Αλλά οι επιπτώσεις θα είναι παγκόσμιες. Η Ολλανδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που καθιστά τη χώρα των μόλις 17 εκατομμυρίων κατοίκων μια υπερδύναμη τροφίμων. Δεδομένης της παγκόσμιας έλλειψης τροφίμων και της αύξησης των τιμών, ο ρόλος των Ολλανδών γεωργών στην παγκόσμια διατροφική αλυσίδα δεν ήταν ποτέ πιο σημαντικός. Αλλά αν νομίζατε ότι η ολλανδική κυβέρνηση θα το λάμβανε αυτό υπόψη της και θα εξασφάλιζε ότι οι άνθρωποι μπορούν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι, θα κάνατε λάθος: όταν της προσφέρθηκε η επιλογή μεταξύ της επισιτιστικής ασφάλειας και της δράσης κατά της “κλιματικής αλλαγής”, η ολλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να ακολουθήσει τη δεύτερη».
Την ίδια στιγμή η Σρι Λάνκα συγκλονίζεται από μια βαθιά πολιτική κρίση, με τον πρόεδρο της χώρας Gotabaya Rajapaksa να παραιτείται καθώς πλήθη εξαγριωμένων διαδηλωτών εισέβαλαν στην κατοικία του. Ο Rajapaksa εξελέγη με μια ατζέντα δεξιού λαϊκισμού, προωθώντας μεταξύ άλλων και μια μορφή οικονομικού εθνικισμού. Βρίσκεται δηλαδή στον αντίποδα των θέσεων που πρεσβεύει ο Ολλανδός Μαρκ Ρούτε. Ωστόσο, αν κάτι τους ενώνει, είναι η αγροτική τους πολιτική, καθώς, από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες κατέληξε να κινείται σε παρόμοιες κατευθύνσεις. Και αν στην περίπτωση της Ολλανδίας βλέπουμε πως οι εξαιρετικά αυστηροί περιβαλλοντικοί νόμοι, καταλήγουν να πιέζουν προς εξαφάνιση την μικρομεσαία αγροτική παραγωγή, υπονομεύοντας κοινωνικές δυνάμεις που για αιώνες υπήρξαν στυλοβάτες της Ολλανδικής δημοκρατίας, σε εκείνης της Σρι Λάνκα, βλέπουμε πως μια γιγαντιαία εκστρατεία για την υποκατάσταση των εισαγωγών συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων –υπέρ της οργανικής γεωργίας– έχει οδηγήσει μια κοινωνία σε συνθήκες εκπτώχευσης.
Σε ένα εκτεταμένο άρθρο του στο αμερικανικό Foreign Policy, ο Ted Nordhaus γράφει σχετικά:
«Αντιμέτωπη με μια εντεινόμενη οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, η Σρι Λάνκα εγκατέλειψε φέτος το χειμώνα ένα κακοσχεδιασμένο εθνικό πείραμα βιολογικής γεωργίας.
Ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα Gotabaya Rajapaksa υποσχέθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία για τις εκλογές του 2019, την μετάβαση της χώρας στη βιολογική γεωργία σε διάστημα 10 ετών. Τον περασμένο Απρίλιο, η κυβέρνηση του Ρατζαπάκσα έκανε πράξη την υπόσχεση αυτή, επιβάλλοντας σε εθνικό επίπεδο την απαγόρευση της εισαγωγής και της χρήσης συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και διατάσσοντας τα 2 εκατομμύρια αγρότες της χώρας να στραφούν σε βιολογικά προϊόντα.
Το αποτέλεσμα ήταν βίαιο κι απότομο. Παρά τις εκτιμήσεις ότι με τις βιολογικές μεθόδους μπορούν να παραχθούν συγκρίσιμες αποδόσεις με τη συμβατική γεωργία, η εγχώρια παραγωγή ρυζιού μειώθηκε κατά 20% μόλις τους πρώτους έξι μήνες. Η Σρι Λάνκα, που επί μακρόν ήταν αυτάρκης στην παραγωγή ρυζιού, αναγκάστηκε να εισάγει ρύζι αξίας 450 εκ.$, ακόμη και όταν οι εγχώριες τιμές για αυτό το βασικό προϊόν της εθνικής διατροφής αυξήθηκαν κατά περίπου 50%. Η απαγόρευση κατέστρεψε επίσης τη σοδειά τσαγιού της χώρας, κύριο εξαγωγικό προϊόν και πηγή συναλλάγματος.
Τον Νοέμβριο του 2021, με την παραγωγή τσαγιού να μειώνεται, η κυβέρνηση ήρε εν μέρει την απαγόρευση της χρήσης λιπασμάτων σε βασικές εξαγωγικές καλλιέργειες, όπως το τσάι, το καουτσούκ και η καρύδα. Αντιμέτωπη με τις οργισμένες διαμαρτυρίες, την εκτίναξη του πληθωρισμού και την κατάρρευση του νομίσματος της Σρι Λάνκα, η κυβέρνηση ανέστειλε τελικά την πολιτική για αρκετές βασικές καλλιέργειες –συμπεριλαμβανομένου του τσαγιού, του καουτσούκ και της καρύδας– τον περασμένο μήνα, αν και συνεχίζει για κάποιες άλλες. Η κυβέρνηση προσφέρει επίσης 200 εκ.$ δολάρια στους αγρότες ως άμεση αποζημίωση και επιπλέον 149 εκ. $ σε επιδοτήσεις τιμών στους καλλιεργητές ρυζιού που υπέστησαν ζημιές. Αυτό μετά βίας αντιστάθμισε τις ζημιές και τα δεινά που προκάλεσε η απαγόρευση. Οι αγρότες έχουν επικρίνει ευρέως ότι οι αποζημιώσεις είναι ανεπαρκείς και ότι αφήνουν απ’ έξω πολλούς αγρότες, κυρίως τους παραγωγούς τσαγιού, οι οποίοι προσφέρουν μια από τις κύριες πηγές απασχόλησης στην αγροτική Σρι Λάνκα. Μόνο η μείωση της παραγωγής τσαγιού εκτιμάται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα οικονομικές απώλειες ύψους 425 εκ.$.
Το ανθρώπινο κόστος ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η χώρα είχε περήφανα επιτύχει το καθεστώς του ανώτερου μεσαίου εισοδήματος. Σήμερα, μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βυθιστεί ξανά στη φτώχεια. Ο ραγδαία αυξανόμενος πληθωρισμός και η ταχεία υποτίμηση του νομίσματος ανάγκασαν τους κατοίκους της Σρι Λάνκα να περιορίσουν τις αγορές τροφίμων και καυσίμων καθώς οι τιμές αυξάνονται κατακόρυφα. Οι οικονομολόγοι της χώρας έχουν καλέσει την κυβέρνηση να αθετήσει την αποπληρωμή του χρέους της για να αγοράσει βασικές προμήθειες για τον λαό της.
Το φιάσκο της μαγικής σκέψης, της τεχνοκρατικής ύβρεως, της ιδεολογικής αυταπάτης, της αυτοεξαπάτησης και της απόλυτης κοντόφθαλμης σκέψης που προκάλεσε την κρίση στη Σρι Λάνκα εμπλέκει τόσο την πολιτική ηγεσία της χώρας όσο και τους υποστηρικτές της λεγόμενης βιώσιμης γεωργίας: οι πρώτοι επειδή εκμεταλλεύτηκαν την υπόσχεση για βιολογική γεωργία ως κοντόφθαλμο μέτρο για να μειώσουν τις επιδοτήσεις λιπασμάτων και τις εισαγωγές και οι δεύτεροι επειδή υπέθεσαν ότι ένας τέτοιος μετασχηματισμός του γεωργικού τομέα της χώρας θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου