Μια σκόνη το μυαλό μου όταν αναλογίζομαι την μορφή σου.
Όταν σκέφτομαι τα βήματά σου, εκείνα τα σταθερά και συνάμα απελπισμένα καθώς τα φαντάζομαι μέσα στην δίνη του αναπόφευκτου του τέλους. Τα βήματά σου τα μετρημένα που καλά ήξερες πού σε οδηγούσαν...
Κλήθηκες να παραλάβεις μια χαμένη αυτοκρατορία. Μια αυτοκρατορία μόνο κατ'όνομα, ούτε βασίλειο δεν ήταν πια.
Πού να βασιλέψεις; Σ'αυτήν την πόλη με τα ρημαγμένα τείχη;
(στο τίποτε είν'το βασίλειό σου, στο πουθενά είναι ο θρόνος σου.)
Τι σκήπτρο κρατάς, τι στέμμα έχεις στην κεφαλή, τι χρώμα πορφυρό έχει ο μανδύας σου, πώς είσαι ενδεδυμένος Βασιλέα;
(σκούρο, πιο σκούρο πορφυρό λες κι είναι μαύρο αίμα)
Τίποτε δεν σε τυλίγει εκτός από μια ατέλειωτη νύχτα, μανδύας ολοκέντητος με ελπίδες δεν υπάρχει, το υφάδι του είναι η οδύνη και το στημόνι η απελπισία.
Μόνος να μένεις, ισχνή φιγούρα σε θωρώ στητό να βαδίζεις διαβάτη της σκοτεινιάς και του θανάτου στο δύσβατο το μονοπάτι απαρέγκλιτα.
Σου δώσαν ένα ρόλο που σε άλλες εποχές πολλοί εζήλεψαν, αλλά την ύστατη εκείνη την ώρα δεν θα ήθελε άλλος στην θέση σου να παίξει. Σε στέψαν βασιλιά σε μιας σπιθαμής βασίλειο. Βασιλιά των απελπισμένων.
Ποιος άραγε να θέλει να προσυπογράψει το τέλος;
Και σ'έστησαν εκεί στην σκηνή, ηθοποιό που ήθος ποιεί, τον ρόλο σου να παίξεις. Κάτω, κουρνιαχτός οχλοβοή κουβέντες να πει ο καθένας τους το κάθε τι, να σε μετρούν με τα μάτια, βορά, να σε ζυγίζουν. Να απαιτούν.
Στητός εσύ φορείς το ακάνθινο στεφάνι του χαμού σου. Και τα πορφυρά σου τα καμπάγια για να μην χαθείς.
Απέναντί σου, στην άλλη την μεριά, ο νέος, ο σαρωτικός, ο μεγαλωμένος με παραμύθια, ο λίβας, ο πορθητής. Ο καινούριος άνεμος της κάπνας και της φωτιάς.
Κι ανεμίζει μήνυμα με τη φρίκη της παράδοσης. Τη φρίκη της ήττας στον υποδεέστερο. Τη φρίκη του ολοκληρωτικού χαμού.
Η ταπείνωσή σου, βασιλιά.
Το δικό σου ακάνθινο το στέμμα.
Μια ομίχλη το μυαλό μου και η μορφή σου όλο υψώνεται. Γίνεσαι γίγαντας εσύ κι ο άλλος όλο μικραίνει βυθίζεται στη λίμνη του αίματος που κυλάει στα δικά του πόδια. Στην έπαρσή του ακόμα, όλο μικραίνει.
Και έτσι μικρότατος αυτός, τολμά τα μάτια του να υψώσει προς τα σένα και συ να παραδοθείς. Να σώσεις την ζωή σου, Αυθέντα. Και εκεί ίσως να παραμείνεις, τι θα σε κάνει, αυλικό να ξεσκονίζεις τα ποδάρια του ως να σου δώσει μια απ'τον οντά του να σε κλωτσήσει, αυτός ένας τυχάρπαστος εσέ τον βασιλέα;
Τι εμπαιγμός!
Ό,τι και να σου τάξει, στην πλάστιγγα επάνω η δική σου η υπερηφάνεια βαραίνει πιο πολύ.
Το ξέρεις. Κι ετούτη είναι η στιγμή του μεγαλείου σου, ετούτη την στιγμή που παίρνεις στους ώμους σου τους τόσο δοκιμασμένους, ένα ακόμα βάρος, να σώσεις με την δική σου την θυσία, την αξιοπρέπεια εκείνου του λίγου εναπομείναντος λαού σου.
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν ούτ' άλλου τινος των οικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
Όχι, ποτέ δεν θα γινόταν ένας άνθρωπος με το δικό σου ανάστημα να βρει άλλα λόγια για να απαντήσει στην ταπείνωση. Δεν έρπεις εσύ. Ίπτασαι.
Και έχεις πια ειλημμένο το βάρος της ορθής απόφασης να αποχωρήσεις από την σκηνή εσύ ζωντανός στην μνήμη πάντα, ευθυτενής με το κεφάλι σου ψηλά, αρνούμενος τον δεύτερο τον ρόλο που σου τάζουνε να παίξεις.
Να φύγεις Βασιλέας.
Να ηττηθείς ως Βασιλέας και όχι ως λιποτάκτης να μείνεις σε δευτεροκλασάτο ρόλο ενός κομπάρσου.
Κι εκεί επάνω στην σκηνή πρωταγωνιστής του ήθους, κοιτάς το κοινό σου μειδιώντας, σαλτιμπάγκους και τυχοδιώκτες, ανέντιμους καιροσκόπους, τυχάρπαστους αριβίστες και κατεργάρηδες σαλταδόρους...
Τους μελλούμενους βασιλέα, μετά από σένα κατόχους των αιώνων.
Ω! τι μάθημα που θα τους δώσεις εσύ ένας χαμένος...
Κλαγγή των όπλων, της μάχης κουρνιαχτός, οιμωγές, θρήνοι και αίμα, αίμα πολύ να βάφει την εικόνα σαν αυλαία που τραβιέται, κι εσύ θα τους κοιτάς στα μάτια μέσα.
Το μέλλον σου στα μάτια μέσα.
Και δεν λυγίζεις.
Και εκείνοι ήρθαν και έρχονται ολοένα για να δουν.
Της σταύρωσής σου θεατές, αυτοί που διψασμένοι να απολαύσουν ζητάνε το μαρτύριό σου, τον εξευτελισμό σου. Της ήττας σου την συμφορά.
Δεν θα τους χαριστείς, θα φύγεις ένδοξος.
Τινάζεις από πάνω σου την στάχτη των καιρών και αναχωρείς. Στα ύψη χάνεσαι και ολοένα ανεβαίνεις. Στης μνημοσύνης τα φτερά.
Ποιος είπε πως σε σκότωσαν;
۩۞۩₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪۩۞۩
ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΛΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΘΑ'ΝΑΙ
۩۞۩₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪۩۞۩
Ιστορικό Πεζο.Ignis Αρθρα "[29 Μαΐου 1453- ένα έντιμο τέλος]
Όταν σκέφτομαι τα βήματά σου, εκείνα τα σταθερά και συνάμα απελπισμένα καθώς τα φαντάζομαι μέσα στην δίνη του αναπόφευκτου του τέλους. Τα βήματά σου τα μετρημένα που καλά ήξερες πού σε οδηγούσαν...
Κλήθηκες να παραλάβεις μια χαμένη αυτοκρατορία. Μια αυτοκρατορία μόνο κατ'όνομα, ούτε βασίλειο δεν ήταν πια.
Πού να βασιλέψεις; Σ'αυτήν την πόλη με τα ρημαγμένα τείχη;
(στο τίποτε είν'το βασίλειό σου, στο πουθενά είναι ο θρόνος σου.)
Τι σκήπτρο κρατάς, τι στέμμα έχεις στην κεφαλή, τι χρώμα πορφυρό έχει ο μανδύας σου, πώς είσαι ενδεδυμένος Βασιλέα;
(σκούρο, πιο σκούρο πορφυρό λες κι είναι μαύρο αίμα)
Τίποτε δεν σε τυλίγει εκτός από μια ατέλειωτη νύχτα, μανδύας ολοκέντητος με ελπίδες δεν υπάρχει, το υφάδι του είναι η οδύνη και το στημόνι η απελπισία.
Μόνος να μένεις, ισχνή φιγούρα σε θωρώ στητό να βαδίζεις διαβάτη της σκοτεινιάς και του θανάτου στο δύσβατο το μονοπάτι απαρέγκλιτα.
Σου δώσαν ένα ρόλο που σε άλλες εποχές πολλοί εζήλεψαν, αλλά την ύστατη εκείνη την ώρα δεν θα ήθελε άλλος στην θέση σου να παίξει. Σε στέψαν βασιλιά σε μιας σπιθαμής βασίλειο. Βασιλιά των απελπισμένων.
Ποιος άραγε να θέλει να προσυπογράψει το τέλος;
Και σ'έστησαν εκεί στην σκηνή, ηθοποιό που ήθος ποιεί, τον ρόλο σου να παίξεις. Κάτω, κουρνιαχτός οχλοβοή κουβέντες να πει ο καθένας τους το κάθε τι, να σε μετρούν με τα μάτια, βορά, να σε ζυγίζουν. Να απαιτούν.
Στητός εσύ φορείς το ακάνθινο στεφάνι του χαμού σου. Και τα πορφυρά σου τα καμπάγια για να μην χαθείς.
Απέναντί σου, στην άλλη την μεριά, ο νέος, ο σαρωτικός, ο μεγαλωμένος με παραμύθια, ο λίβας, ο πορθητής. Ο καινούριος άνεμος της κάπνας και της φωτιάς.
Κι ανεμίζει μήνυμα με τη φρίκη της παράδοσης. Τη φρίκη της ήττας στον υποδεέστερο. Τη φρίκη του ολοκληρωτικού χαμού.
Η ταπείνωσή σου, βασιλιά.
Το δικό σου ακάνθινο το στέμμα.
Μια ομίχλη το μυαλό μου και η μορφή σου όλο υψώνεται. Γίνεσαι γίγαντας εσύ κι ο άλλος όλο μικραίνει βυθίζεται στη λίμνη του αίματος που κυλάει στα δικά του πόδια. Στην έπαρσή του ακόμα, όλο μικραίνει.
Και έτσι μικρότατος αυτός, τολμά τα μάτια του να υψώσει προς τα σένα και συ να παραδοθείς. Να σώσεις την ζωή σου, Αυθέντα. Και εκεί ίσως να παραμείνεις, τι θα σε κάνει, αυλικό να ξεσκονίζεις τα ποδάρια του ως να σου δώσει μια απ'τον οντά του να σε κλωτσήσει, αυτός ένας τυχάρπαστος εσέ τον βασιλέα;
Τι εμπαιγμός!
Ό,τι και να σου τάξει, στην πλάστιγγα επάνω η δική σου η υπερηφάνεια βαραίνει πιο πολύ.
Το ξέρεις. Κι ετούτη είναι η στιγμή του μεγαλείου σου, ετούτη την στιγμή που παίρνεις στους ώμους σου τους τόσο δοκιμασμένους, ένα ακόμα βάρος, να σώσεις με την δική σου την θυσία, την αξιοπρέπεια εκείνου του λίγου εναπομείναντος λαού σου.
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν ούτ' άλλου τινος των οικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
Όχι, ποτέ δεν θα γινόταν ένας άνθρωπος με το δικό σου ανάστημα να βρει άλλα λόγια για να απαντήσει στην ταπείνωση. Δεν έρπεις εσύ. Ίπτασαι.
Και έχεις πια ειλημμένο το βάρος της ορθής απόφασης να αποχωρήσεις από την σκηνή εσύ ζωντανός στην μνήμη πάντα, ευθυτενής με το κεφάλι σου ψηλά, αρνούμενος τον δεύτερο τον ρόλο που σου τάζουνε να παίξεις.
Να φύγεις Βασιλέας.
Να ηττηθείς ως Βασιλέας και όχι ως λιποτάκτης να μείνεις σε δευτεροκλασάτο ρόλο ενός κομπάρσου.
Κι εκεί επάνω στην σκηνή πρωταγωνιστής του ήθους, κοιτάς το κοινό σου μειδιώντας, σαλτιμπάγκους και τυχοδιώκτες, ανέντιμους καιροσκόπους, τυχάρπαστους αριβίστες και κατεργάρηδες σαλταδόρους...
Τους μελλούμενους βασιλέα, μετά από σένα κατόχους των αιώνων.
Ω! τι μάθημα που θα τους δώσεις εσύ ένας χαμένος...
Κλαγγή των όπλων, της μάχης κουρνιαχτός, οιμωγές, θρήνοι και αίμα, αίμα πολύ να βάφει την εικόνα σαν αυλαία που τραβιέται, κι εσύ θα τους κοιτάς στα μάτια μέσα.
Το μέλλον σου στα μάτια μέσα.
Και δεν λυγίζεις.
Και εκείνοι ήρθαν και έρχονται ολοένα για να δουν.
Της σταύρωσής σου θεατές, αυτοί που διψασμένοι να απολαύσουν ζητάνε το μαρτύριό σου, τον εξευτελισμό σου. Της ήττας σου την συμφορά.
Δεν θα τους χαριστείς, θα φύγεις ένδοξος.
Τινάζεις από πάνω σου την στάχτη των καιρών και αναχωρείς. Στα ύψη χάνεσαι και ολοένα ανεβαίνεις. Στης μνημοσύνης τα φτερά.
Ποιος είπε πως σε σκότωσαν;
۩۞۩₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪۩۞۩
ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΛΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΘΑ'ΝΑΙ
۩۞۩₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪۩۞۩
Ιστορικό Πεζο.Ignis Αρθρα "[29 Μαΐου 1453- ένα έντιμο τέλος]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου