Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ


 

Ὁ θρυλικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος ἀείμνηστος Γέρων Αὐγουστῖνος μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν σημασία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ
τὰ καθήκοντα τῶν Χριστιανῶν
1. Ἐξ ἀφορμῆς τῆς κατωτέρω δημοσιευομένης ἐμπνευσμένης ὁμιλίας τοῦ θρυλικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου μακαρίτου Γέροντος Αὐγουστίνου Καντιώτη τὴν10.4.1960 εἰς τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος/Μοσχάτο ἀναπτύσουμε μερικὲς πτωχὲς σκέψεις.

2. Πράγματι, εἶναι ὄντως θλιβερὴ ἡ εἰκόνα, ἀμέσως μετὰ τὸ ἐν μέσῳ ἀσεβεστάτης ὀχλαγωγίας «Χριστὸς Ἀνέστη» νὰ φεύγουν οἱ περισσότεροι, σὰν νὰ θέλουν νὰἐφαρμόσουν τὸ τοῦ στιχηροῦ τοῦ Πάσχα: «ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» (Ψαλμὸς 67, 2) .
Δυστυχῶς, πολλοὶ δὲν πηγαίνομε μὲ τὴν καρδιά μας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀλλά, συνηθείας ἕνεκεν. Σωματικὰ παρόντες στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε πνευματικὰ ἀπόντες καὶ σπεύδομε νὰ καταβροχθίσουμε τὴ «μαγειρίτσα» καὶ τὰ ἄλλα ἐδέσματα σὰν νὰ ἔχουμε νὰ φᾶμε ἀπὸ τὴν Κατοχή...
Καὶ αὐτὸ τὸ κάνουν κυρίως οἱ κακομαθημένοι καὶ οἱ μὴ νηστεύσαντες.


3. Αὐτοὶ ποὺ νύστευσαν, παρ΄ὅτι οἱ περισσότεροι εἶναι ὑπερήλικες καὶ ἔχουν πολλὲς ἀσθένεις, ἐν τούτοις δὲν ἐνδύουν στὸν πειρασμό, δὲν ὑποκύπτουν στὶς γαστριμαργικές τους ὀρέξεις. Ὁ ἐγκέφαλός τους δὲν δίνει ἐντολή νὰ ἀρχίσουν νὰ ρέουν τὰ γαστρικὰ ὑγρά. Μὲ τὴν βοήθεια του Θεοῦ κατωρθώνουν νὰ τὶς τιθασεύουν καὶ νὰ κυριαρχῇ τὸ πνεῦμα ἐπὶ τῆς ὕλης καὶ ὄχι ἡ ὕλη ἐπὶ τοῦ πνεύματος. Παραμένουν μέχρι τὸ τέλος καὶ ἀξιώνονται νὰ ἀνταμειφθοῦν, νὰ ἀκόσουν καὶ τὸν περίφημο και μεστὸ πνευματικῶν νοημάτων ἀναστάσιμο λόγο τοὺ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

4. Συμμετέχουν εἰς τὸ συμπόσιο τῶν συμποσίων, γευόμενοι τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος ἀναστάντος Θεανθρώπου καὶ μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὰ διάφορα ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός.

5. Εἰς τὴν Κατοχὴ ἀλλὰ καὶ τώρα, στὰ χρόνια τῶν πολὺ καταστρεπτικῶν μνημονίων και τῆς λιτότητος, ἀκόμη κρεμμύδι καὶ ψωμὶ ἤ καὶ λίγο τυράκι νὰ ἔχῃ ὁ ἐνσυνείδητος χριστιανός, εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Ἅμα ὁ Θεὸς τὰ εὐλογήσῃ, εἶναι σὰν νὰ τρῶμε παντεσπάνια, χαβιάρια, ἀστακομακαρονάδες καὶ πολλὰ ἄλλα πολυτελέστατα φαγητὰ καὶ ποτά.
Ἄν ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὰ εὐλογήσῃ, τότε οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ καταναλώνουν, χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γίνονται δυστυχεῖς. Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ μετατραποῦν σὲ κακὲς ἀρρώστιες καὶ νὰ ἐπιφέρουν τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ ἔχουν οἱ ἄφρονες, οἱ ἀδίστακτοι, οἱ κοιλιόδουλοι, οἱ φιλοτομαριστὲς καὶ οἱ ἄπληστοι καὶ νὰ ἐπισπέυσουν καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο.

6. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία ὑπερτονίζει τὴν γέννησι τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ προτεσταντικὰ δόγματα τὴν Σταύρωσι.
Ἡ ἀκραιφνής ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν γέννησι ὡς θεμέλιον, τὴν Σταύρωσιν ὡς τοὺς πυλῶνες καὶ τὴν Ἀνάστασιν ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος. Διότι καὶ οἱ ἄνθρωποι γεννῶνται, ὑποφέρουν ἀπὸ ἀτυχήματα, ἀρρώστιες καὶ βιαίους θανάτους ἤ καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ πεθαίνουν.
Ἀλλὰ δὲν ἀνασταίνονται ἀπὸ μόνοι τους.

7. Ὁ Θεάνθρωπος ἐγεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀσπόρως, ἐταπείνωσε ἑαυτὸν μέχρι τὸν θάνατον, γιὰ νὰ σώσῃ τὸν πλανηθέντα ἄνθρωπο καὶ ἀνεστήθη ἀφ’ ἑαυτοῦ του.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἀνεστήθησαν ἤ θὰ ἀναστηθοῦμε, τοῦτο γίνεται ἀπὸ τὸν Θεανθρωπο Χριστὸν ἤ τοὺς Ἀποστόλους του-ἐκπροσώπους του ἐπὶ τῆς γῆς.
Καὶ ὁ πλέον ἁμαρτωλός ἄν μετανοήσῃ, πράξῃ καρποὺς μετανοίας καὶ ἐπικαλσθῆ τὸ θεῖον ἔλεος, δύναται, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ, ἀκόμη καὶ νὰ ἀνασταίνῃ ἀνθρώπους.

8. Ὁ Χριστὸς δίνει στοὺς πιστούς του διάφορα χαρίσματα.
Ἕνας, ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἀνασταίνῃ νεκροὐς, ἤθελε νὰ λάβῃ καὶ τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε κώλυμα, ὁ Μέγας Βασίλειος τὸν ἀπέτρεψε καὶ δὲν τὸν ἔκανε κληρικό.

9. Ὅμως δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ μακρυγορήσουμε περαιτέρω καὶ νὰ κουράσουμε, ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι νάνοι, τοὺς φίλους ἐπισκέπτες τῆς ἱστοσελίδας μας
Ἄς ἀφήσουμε τὸν γίγαντα ἀητὸ τοῦ πνεύματος, τὸν ἀνεπανάληπτο θρυλικὸ Γέροντα Αὐγουστῖνο, νὰ μᾶς ἀναπτύξῃ κατωτέρω τὸ νόημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὰ καθήκοντά μας.


Τὰ καθήκοντά μας τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα
Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Με­γάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύ­χτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονό­τα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγ­κλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰκαταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀ­νομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰπρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.
Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθή­κον­τα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ ΜεγάληἙβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χι­λιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲπιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;

Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐ­χαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύρι­ον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ,ἕ­να «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φα­νερὲς καὶἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸνἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλού­δια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐ­χα­ριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸχρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλο­γημένο καὶ ἀναγκαῖο. Ἄνθρωπος ἀ­γνώμων εἶ­νε χειρότερος ἀπὸ ζῷο. Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕ­να κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐ­­γνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ­λα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του, γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαρι­στήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο· γιὰ τὴμακροθυμία του στὰ τόσα ἐγ­κλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶςὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ἀ­νοί­ξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κα­ταπιῇ κ᾽ἡ θάλασσα νὰ φουσκώ­σῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿ αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».

Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαρι­στοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰπαρακολουθή­σουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύ­τεροι ἀπ᾽ τὸμέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιή­ματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑ­πάρ­χουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κό­σμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγ­­κοι οὔτε προτεστάντες οὔ­τε κανεὶς ἄλλος, φτά­νουν ν᾽ἀποδείξουν ὅτι ἡἘκκλησία μας δὲν εἶ­νε ἀ­πὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεό­­πνευστη. Ποιός τὰἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτη­καν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔ­φτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺ τὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰλουλου­δίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤ­ξεραν· αὐτὰεἶνε τὸ αἷ­μα τῆς καρδιᾶς τους, συν­αίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια,ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔ­χουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰπαρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.

Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς· ἐμεῖς ἀ­πὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁ­γίας μας Ἐκκλησίας καὶκατ᾿ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή. Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέ­ψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰνηστέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸαἰσχρὰ θεάμα­τα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτο­ρες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴκλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰκέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.

Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲςἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰφεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰμείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸχρυσάφι δὲν ἀ­πειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται.Ἔτσι κ᾽ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸνἸούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱε­ρᾶςἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸφαγητὸ σὲ κά­ποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ἕναν ποὺδὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγ­καῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάν­των μπορεῖνὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.

Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλαὅσα εἴπαμε τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσ­ευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξ­ομολογοῦνται, ποὺκοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ«Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνεἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂςὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐ­σταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδι­­κήθηκε καὶ δὲν πόνεσεὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱκατάρες καὶ τ᾽ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐ­κεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸπροσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄ­φες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές,ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους, παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀ­γάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε;

Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμέναἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;

Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζη­τιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶ­νε πεν­ταρο­δεκάρες, κ᾽ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦ­χτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5, …10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸνἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐ­τὸπαραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔ­τσι λέει ἡἘκκλησία, «ὧρες» τὶςὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύ­πος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.
Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡὑ­πόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη ΜεγάληἙβδομάδα; μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰπερνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.

Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰδώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱε­ρῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶνἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰλόγια «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου