Του Παύλου Ξανθούλη
Από το philenews
Βρυξέλλες: «Πολιτικό στραπάτσο» με τη σφραγίδα του Eurogroup, εισέπραξε η κυπριακή Κυβέρνηση, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», δέχθηκε δριμεία κριτική στη συνεδρία των «17» στο Λουξεμβούργο, με επίκεντρο την πολυσυζητημένη επιστολή Αναστασιάδη, μέσω της οποίας δημιούργησε την εντύπωση ότι ζητά διαφοροποίηση ουσιωδών όρων του Μνημονίου.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης επιχείρησε να δώσει διευκρινίσεις επί των θέσεων που διατυπώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην επιστολή του, αλλά «πέρασε δύσκολες στιγμές» (he had some tough moments).
Για ακόμη μια φορά η κυπριακή Κυβέρνηση «έμεινε από συμμάχους», καθώς δεν είχε γίνει η απαραίτητη προεργασία πριν την αποστολή της επιστολής, προκειμένου να δημιουργηθούν πραγματικές δυνατότητες για τη διεκδίκηση ζωτικών συμφερόντων της Κύπρου. Σύμφωνα με τους ίδιους έγκυρους κοινοτικούς κύκλους, ο Κύπριος ΥΠΟΙΚ εισέπραξε τη δυσφορία της ευρωομάδας, κύκλοι της οποίας υπέδειξαν, ότι «δεν είναι δυνατόν να ζητούνται τροποποιήσεις επί του κυπριακού Μνημονίου, πριν καν περάσουν τρεις μήνες από την υπογραφή του και πριν αρχίσει η ουσιαστική υλοποίηση του προγράμματος».
Το κλίμα που αντιμετώπισε η Λευκωσία χαρακτηρίζεται ως «βαρύ», γίνεται λόγος για «απομόνωσή» της και για αδυναμία εξασφάλισης ουσιαστικής στήριξης. Όπως μας επισημάνθηκε, ακόμη και ο «σχεδόν μόνιμος υποστηρικτής των θέσεων της Κύπρου», ΥΠΟΙΚ του Λουξεμβούργου Λουκ Φρίντεν, φρόντισε πριν εισέλθει στην αίθουσα να διαμηνύσει ότι η Κύπρος δεν μπορεί να αναμένει αλλαγές στο πακέτο στήριξης που αποφασίστηκε τον Μάρτιο.
Σημαίνοντες κύκλοι του Eurogroup ανέφεραν χαρακτηριστικά στον «Φ»: «Αναγνωρίζουμε την αγωνία της νέας κυπριακής Κυβέρνησης και ότι επιθυμεί να επαναφέρει την οικονομία της Κύπρου σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αλλά» πρόσθεσαν, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νέα κυπριακή Κυβέρνηση συμφώνησε στις 25 Μαρτίου σε ένα πλήρες Μνημόνιο με το Eurogroup, το οποίο υιοθετήθηκε και από την κυπριακή Βουλή.
Θέμα τροποποιήσεων δεν μπορούμε να συζητήσουμε επί του παρόντος, αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και αφού διαπιστωθεί πρόοδος εκ μέρους της Κύπρου», ανέφεραν οι ίδιοι κύκλοι. «Έχουμε την εντύπωση» υπέδειξαν με αιχμηρό τρόπο, «ότι δεν είναι σοβαρό, πριν καν περάσουν τρεις μήνες, η ίδια Κυβέρνηση να αλλάζει γνώμη και να διαφωνεί με τα όσα η ίδια συμφώνησε και υπέγραψε. Το Eurogroup θα τιμήσει τη συμφωνία, η οποία αποτελεί τη μόνη ουσιαστική διέξοδο για επαναφορά της Κύπρου σε βιώσιμη ανάπτυξη και αναμένουμε ότι το ίδιο θα πράξει και η κυπριακή Κυβέρνηση», ανέφεραν χαρακτηριστικά στον «Φ», οι ίδιες πηγές.
Την ουσία των θέσεων αυτών αντανακλά, με πιο εύσχημο τρόπο, η δημόσια τοποθέτηση του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίας, ανέφερε τα εξής: «Συζητήσαμε την επιστολή που έλαβα από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και ομόφωνα είπαμε ότι η αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος είναι απαραίτητη». Ο Ολλανδός Πρόεδρος της Ευρωζώνης δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή του για εφαρμογή του Μνημονίου».
Ο πήχης των προσδοκιών γύρω από την επιστολή Αναστασιάδη είχε αγγίξει το δάπεδο, πριν καν αρχίσει η συνεδρία του Eurogroup. Οι «ανώνυμες» δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και επισήμων 24 ώρες πριν, έγιναν επώνυμες και βρήκαν ταυτότητα στα πρόσωπα του μέλους του Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γιοργκ Άσμουσεν, αλλά και του συνήθους υποστηρικτή της Κύπρου, Όλι Ρεν.
Ο Γερμανός αξιωματούχος της ΕΚΤ υπέδειξε ότι οι κυπριακές Αρχές θα πρέπει να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα. Δεν υπάρχει τώρα βιώσιμη εναλλακτική λύση πέρα από την εφαρμογή των προνοιών του Μνημονίου κατά 100%, δήλωσε ο κ. Άσμουσεν. Ο δε Φινλανδός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν επεσήμανε ότι «η Κύπρος πρέπει να εργαστεί στο πλαίσιο των όρων του προγράμματος διάσωσης», τονίζοντας ότι το Μνημόνιο συμφωνήθηκε πρόσφατα και ότι το Eurogroup θα εργαστεί με βάση αυτό το Μνημόνιο. Στην ίδια γραμμή και ο Πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος είχε υπογραμμίσει πριν από τη συνεδρία, ότι δεν θα λυθούν τα προβλήματα της Κύπρου με περισσότερα δάνεια, καθιστώντας ουσιαστικά σαφές ότι τα 10 δισ. ευρώ που «παραχωρήθηκαν» από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ (9+1 δισ. ευρώ) αποτελούν σκληρή οροφή.
Ποιο σημείο όμως της επιστολής Αναστασιάδη πυροδότησε τις έντονες αντιδράσεις και την επιχείρηση «γείωσης» των προσδοκιών της Λευκωσίας; Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν αναφέρει σε κανένα σημείο της επιστολής του, ημερομηνίας 6 Ιουνίου, ότι ζητά τροποποίηση των όρων του Μνημονίου. Ωστόσο, φωτογραφίζει ευκρινώς την ανάγκη τροποποιήσεων, συμπέρασμα το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετο, όπως ισχυρίστηκε εν πολλοίς η κυπριακή Κυβέρνηση, αλλά εξάγεται αβίαστα από το περιεχόμενο της επιστολής του Κυπρίου Προέδρου. Στην επιστολή του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρεται σε πέντε σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος: Το οικονομικό σοκ, συνεπεία των αποφάσεων του Eurogroup, και τη βαθιά ύφεση στην οποία εισήλθε η κυπριακή οικονομία.
Την επιβολή κουρέματος καταθέσεων χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία. Την εξαίρεση από το κούρεμα των καταθέσεων στα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα και το κόστος που επωμίστηκε η Κύπρος από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Τη μεταφορά του ELA ύψους 9,6 δισ. ευρώ από τη Λαϊκή Τράπεζα, στους ώμους της Τράπεζας Κύπρου. Και την ανάγκη η Τρόικα να παράσχει βιώσιμη λύση στα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η Τράπεζα Κύπρου.
Το σημείο της επιστολής Αναστασιάδη, που σε συνδυασμό με τα πέντε προβλήματα, πυροδότησε τις αντιδράσεις των εταίρων της Κύπρου στο Eurogroup, αναφέρει: «Σας καλώ να επανεξετάσετε (review) τις δυνατότητες, προκειμένου να καθορίσετε μια βιώσιμη προοπτική για την Κύπρο και τον λαό της», αναφέρει χαρακτηριστικά στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του ο Κύπριος Πρόεδρος. Αυτή η αναφορά σε «επανεξέταση» και «καθορισμό βιώσιμης προοπτικής για την Κύπρο», οδήγησε την πλειοψηφία του Eurogroup σε δύο συμπεράσματα:
1 Ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ζήτησε ουσιαστικά τροποποίηση των όρων του Μνημονίου
2 Ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν θεωρεί ότι το Μνημόνιο με την παρούσα του μορφή προσφέρει βιώσιμη προοπτική για τη νήσο.
Και συνεπώς οι αντιδράσεις ήταν κάθετα αρνητικές από τους εταίρους της Κύπρου, αφήνοντας για άλλη μια φορά εκτεθειμένη την κυπριακή Κυβέρνηση για τις επιλογές της, αλλά και για την απουσία στρατηγικής και επαρκούς προετοιμασίας στη διεκδίκηση ζωτικής σημασίας συμφερόντων για τον τόπο.
Ανώμαλη προσγείωση και για τον ELA
Σύμφωνα με έγκυρες κοινοτικές πηγές, η Λευκωσία φέρεται να εστιάζει την προσοχή της στη διαγραφή των 9,6 δισ. ευρώ που φορτώθηκε η Τράπεζα Κύπρου και κατά συνέπεια το κυπριακό κράτος λόγω της αλόγιστης παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τη Λαϊκή Τράπεζα, θέμα που αγγίζει στην επιστολή του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ως ένα από τα πέντε προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος.
Οι εταίροι της νήσου υποδεικνύουν πάντως ότι και επί του θέματος αυτού επιτεύχθηκε ομόφωνη απόφαση στο Eurogroup, με τη σύμφωνο γνώμη και της νέας κυπριακής Κυβέρνησης, στο πλαίσιο του Μνημονίου, το οποίο μάλιστα επικυρώθηκε και από την κυπριακή Βουλή. Οι εταίροι μας υποστηρίζουν ακόμη ότι οι ευθύνες για τον ΕLΑ ανήκουν στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, καθώς η παροχή έκτακτης ρευστότητας «είναι εθνική αρμοδιότητα».
Άλλωστε, τις ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ανέδειξε και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεων που υπέβαλε στην Ευρωβουλή και τις οποίες αποκάλυψε ο «Φ» την περασμένη Κυριακή. Ωστόσο, οι θέσεις των εταίρων της Κύπρου στην Ευρωζώνη δεν αποτελούν παρά μόνο τη μισή αλήθεια. Όπως επανειλημμένα έχουμε επισημάνει, οι ευθύνες εκτείνονται και στη Φρανκφούρτη, καθώς η ΕΚΤ θα μπορούσε, εάν επιθυμούσε, να είχε μπλοκάρει την παραχώρηση δισεκατομμυρίων ευρώ σε μια αφερέγγυα τράπεζα. Πόσο μάλλον, αφού από τις 2 Ιουλίου 2012, «το Διοικητικό Συμβούλιο (σ.σ. της ΕΚΤ) αποφάσισε να αναστείλει τη Λαϊκή Τράπεζα ως αντισυμβαλλόμενο μέρος για πράξεις νομισματικής πολιτικής, για προληπτικούς λόγους», κάτι που ομολογεί η ίδια η ΕΚΤ στις γραπτές της απαντήσεις προς την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής.
Επί του θέματος της ρευστότητας της Τράπεζας Κύπρου, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι οι υπουργοί της Ευρωζώνης είναι σύμφωνοι ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξυγίανσης της Τράπεζας Κύπρου και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την πιστή εφαρμογή της στρατηγικής για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως έχει συμφωνηθεί στο Μνημόνιο.
Από το philenews
Βρυξέλλες: «Πολιτικό στραπάτσο» με τη σφραγίδα του Eurogroup, εισέπραξε η κυπριακή Κυβέρνηση, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», δέχθηκε δριμεία κριτική στη συνεδρία των «17» στο Λουξεμβούργο, με επίκεντρο την πολυσυζητημένη επιστολή Αναστασιάδη, μέσω της οποίας δημιούργησε την εντύπωση ότι ζητά διαφοροποίηση ουσιωδών όρων του Μνημονίου.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης επιχείρησε να δώσει διευκρινίσεις επί των θέσεων που διατυπώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην επιστολή του, αλλά «πέρασε δύσκολες στιγμές» (he had some tough moments).
Για ακόμη μια φορά η κυπριακή Κυβέρνηση «έμεινε από συμμάχους», καθώς δεν είχε γίνει η απαραίτητη προεργασία πριν την αποστολή της επιστολής, προκειμένου να δημιουργηθούν πραγματικές δυνατότητες για τη διεκδίκηση ζωτικών συμφερόντων της Κύπρου. Σύμφωνα με τους ίδιους έγκυρους κοινοτικούς κύκλους, ο Κύπριος ΥΠΟΙΚ εισέπραξε τη δυσφορία της ευρωομάδας, κύκλοι της οποίας υπέδειξαν, ότι «δεν είναι δυνατόν να ζητούνται τροποποιήσεις επί του κυπριακού Μνημονίου, πριν καν περάσουν τρεις μήνες από την υπογραφή του και πριν αρχίσει η ουσιαστική υλοποίηση του προγράμματος».
Το κλίμα που αντιμετώπισε η Λευκωσία χαρακτηρίζεται ως «βαρύ», γίνεται λόγος για «απομόνωσή» της και για αδυναμία εξασφάλισης ουσιαστικής στήριξης. Όπως μας επισημάνθηκε, ακόμη και ο «σχεδόν μόνιμος υποστηρικτής των θέσεων της Κύπρου», ΥΠΟΙΚ του Λουξεμβούργου Λουκ Φρίντεν, φρόντισε πριν εισέλθει στην αίθουσα να διαμηνύσει ότι η Κύπρος δεν μπορεί να αναμένει αλλαγές στο πακέτο στήριξης που αποφασίστηκε τον Μάρτιο.
Σημαίνοντες κύκλοι του Eurogroup ανέφεραν χαρακτηριστικά στον «Φ»: «Αναγνωρίζουμε την αγωνία της νέας κυπριακής Κυβέρνησης και ότι επιθυμεί να επαναφέρει την οικονομία της Κύπρου σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αλλά» πρόσθεσαν, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νέα κυπριακή Κυβέρνηση συμφώνησε στις 25 Μαρτίου σε ένα πλήρες Μνημόνιο με το Eurogroup, το οποίο υιοθετήθηκε και από την κυπριακή Βουλή.
Θέμα τροποποιήσεων δεν μπορούμε να συζητήσουμε επί του παρόντος, αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και αφού διαπιστωθεί πρόοδος εκ μέρους της Κύπρου», ανέφεραν οι ίδιοι κύκλοι. «Έχουμε την εντύπωση» υπέδειξαν με αιχμηρό τρόπο, «ότι δεν είναι σοβαρό, πριν καν περάσουν τρεις μήνες, η ίδια Κυβέρνηση να αλλάζει γνώμη και να διαφωνεί με τα όσα η ίδια συμφώνησε και υπέγραψε. Το Eurogroup θα τιμήσει τη συμφωνία, η οποία αποτελεί τη μόνη ουσιαστική διέξοδο για επαναφορά της Κύπρου σε βιώσιμη ανάπτυξη και αναμένουμε ότι το ίδιο θα πράξει και η κυπριακή Κυβέρνηση», ανέφεραν χαρακτηριστικά στον «Φ», οι ίδιες πηγές.
Την ουσία των θέσεων αυτών αντανακλά, με πιο εύσχημο τρόπο, η δημόσια τοποθέτηση του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίας, ανέφερε τα εξής: «Συζητήσαμε την επιστολή που έλαβα από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και ομόφωνα είπαμε ότι η αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος είναι απαραίτητη». Ο Ολλανδός Πρόεδρος της Ευρωζώνης δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή του για εφαρμογή του Μνημονίου».
Ο πήχης των προσδοκιών γύρω από την επιστολή Αναστασιάδη είχε αγγίξει το δάπεδο, πριν καν αρχίσει η συνεδρία του Eurogroup. Οι «ανώνυμες» δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και επισήμων 24 ώρες πριν, έγιναν επώνυμες και βρήκαν ταυτότητα στα πρόσωπα του μέλους του Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γιοργκ Άσμουσεν, αλλά και του συνήθους υποστηρικτή της Κύπρου, Όλι Ρεν.
Ο Γερμανός αξιωματούχος της ΕΚΤ υπέδειξε ότι οι κυπριακές Αρχές θα πρέπει να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα. Δεν υπάρχει τώρα βιώσιμη εναλλακτική λύση πέρα από την εφαρμογή των προνοιών του Μνημονίου κατά 100%, δήλωσε ο κ. Άσμουσεν. Ο δε Φινλανδός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν επεσήμανε ότι «η Κύπρος πρέπει να εργαστεί στο πλαίσιο των όρων του προγράμματος διάσωσης», τονίζοντας ότι το Μνημόνιο συμφωνήθηκε πρόσφατα και ότι το Eurogroup θα εργαστεί με βάση αυτό το Μνημόνιο. Στην ίδια γραμμή και ο Πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος είχε υπογραμμίσει πριν από τη συνεδρία, ότι δεν θα λυθούν τα προβλήματα της Κύπρου με περισσότερα δάνεια, καθιστώντας ουσιαστικά σαφές ότι τα 10 δισ. ευρώ που «παραχωρήθηκαν» από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ (9+1 δισ. ευρώ) αποτελούν σκληρή οροφή.
Ποιο σημείο όμως της επιστολής Αναστασιάδη πυροδότησε τις έντονες αντιδράσεις και την επιχείρηση «γείωσης» των προσδοκιών της Λευκωσίας; Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν αναφέρει σε κανένα σημείο της επιστολής του, ημερομηνίας 6 Ιουνίου, ότι ζητά τροποποίηση των όρων του Μνημονίου. Ωστόσο, φωτογραφίζει ευκρινώς την ανάγκη τροποποιήσεων, συμπέρασμα το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετο, όπως ισχυρίστηκε εν πολλοίς η κυπριακή Κυβέρνηση, αλλά εξάγεται αβίαστα από το περιεχόμενο της επιστολής του Κυπρίου Προέδρου. Στην επιστολή του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρεται σε πέντε σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος: Το οικονομικό σοκ, συνεπεία των αποφάσεων του Eurogroup, και τη βαθιά ύφεση στην οποία εισήλθε η κυπριακή οικονομία.
Την επιβολή κουρέματος καταθέσεων χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία. Την εξαίρεση από το κούρεμα των καταθέσεων στα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα και το κόστος που επωμίστηκε η Κύπρος από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Τη μεταφορά του ELA ύψους 9,6 δισ. ευρώ από τη Λαϊκή Τράπεζα, στους ώμους της Τράπεζας Κύπρου. Και την ανάγκη η Τρόικα να παράσχει βιώσιμη λύση στα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η Τράπεζα Κύπρου.
Το σημείο της επιστολής Αναστασιάδη, που σε συνδυασμό με τα πέντε προβλήματα, πυροδότησε τις αντιδράσεις των εταίρων της Κύπρου στο Eurogroup, αναφέρει: «Σας καλώ να επανεξετάσετε (review) τις δυνατότητες, προκειμένου να καθορίσετε μια βιώσιμη προοπτική για την Κύπρο και τον λαό της», αναφέρει χαρακτηριστικά στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του ο Κύπριος Πρόεδρος. Αυτή η αναφορά σε «επανεξέταση» και «καθορισμό βιώσιμης προοπτικής για την Κύπρο», οδήγησε την πλειοψηφία του Eurogroup σε δύο συμπεράσματα:
1 Ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ζήτησε ουσιαστικά τροποποίηση των όρων του Μνημονίου
2 Ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν θεωρεί ότι το Μνημόνιο με την παρούσα του μορφή προσφέρει βιώσιμη προοπτική για τη νήσο.
Και συνεπώς οι αντιδράσεις ήταν κάθετα αρνητικές από τους εταίρους της Κύπρου, αφήνοντας για άλλη μια φορά εκτεθειμένη την κυπριακή Κυβέρνηση για τις επιλογές της, αλλά και για την απουσία στρατηγικής και επαρκούς προετοιμασίας στη διεκδίκηση ζωτικής σημασίας συμφερόντων για τον τόπο.
Ανώμαλη προσγείωση και για τον ELA
Σύμφωνα με έγκυρες κοινοτικές πηγές, η Λευκωσία φέρεται να εστιάζει την προσοχή της στη διαγραφή των 9,6 δισ. ευρώ που φορτώθηκε η Τράπεζα Κύπρου και κατά συνέπεια το κυπριακό κράτος λόγω της αλόγιστης παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τη Λαϊκή Τράπεζα, θέμα που αγγίζει στην επιστολή του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ως ένα από τα πέντε προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος.
Οι εταίροι της νήσου υποδεικνύουν πάντως ότι και επί του θέματος αυτού επιτεύχθηκε ομόφωνη απόφαση στο Eurogroup, με τη σύμφωνο γνώμη και της νέας κυπριακής Κυβέρνησης, στο πλαίσιο του Μνημονίου, το οποίο μάλιστα επικυρώθηκε και από την κυπριακή Βουλή. Οι εταίροι μας υποστηρίζουν ακόμη ότι οι ευθύνες για τον ΕLΑ ανήκουν στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, καθώς η παροχή έκτακτης ρευστότητας «είναι εθνική αρμοδιότητα».
Άλλωστε, τις ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ανέδειξε και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεων που υπέβαλε στην Ευρωβουλή και τις οποίες αποκάλυψε ο «Φ» την περασμένη Κυριακή. Ωστόσο, οι θέσεις των εταίρων της Κύπρου στην Ευρωζώνη δεν αποτελούν παρά μόνο τη μισή αλήθεια. Όπως επανειλημμένα έχουμε επισημάνει, οι ευθύνες εκτείνονται και στη Φρανκφούρτη, καθώς η ΕΚΤ θα μπορούσε, εάν επιθυμούσε, να είχε μπλοκάρει την παραχώρηση δισεκατομμυρίων ευρώ σε μια αφερέγγυα τράπεζα. Πόσο μάλλον, αφού από τις 2 Ιουλίου 2012, «το Διοικητικό Συμβούλιο (σ.σ. της ΕΚΤ) αποφάσισε να αναστείλει τη Λαϊκή Τράπεζα ως αντισυμβαλλόμενο μέρος για πράξεις νομισματικής πολιτικής, για προληπτικούς λόγους», κάτι που ομολογεί η ίδια η ΕΚΤ στις γραπτές της απαντήσεις προς την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής.
Επί του θέματος της ρευστότητας της Τράπεζας Κύπρου, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι οι υπουργοί της Ευρωζώνης είναι σύμφωνοι ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξυγίανσης της Τράπεζας Κύπρου και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την πιστή εφαρμογή της στρατηγικής για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως έχει συμφωνηθεί στο Μνημόνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου