Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Στάζουν τα δάκρυά μας και αίμα από το παρελθόν μας

 ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ

Τα καταπράσινα χόρτα κιτρίνισαν, μαράθηκαν, τα ξηρά αγκάθια μύρισαν σαν κοπριά. Ήρθε καλοκαίρι. Ήρθε με τα αφρισμένα κύματα που γλείφουν την άμμο στην ακτή. Κάποιοι μοιράστηκαν παλιές έγχρωμες καρτ ποστάλ των παραλιών του ωραίου Βαρωσιού. Μια παραλία γεμάτη ζωντάνια. Αχ, πώς δεν νοσταλγεί εκείνες τις μέρες ο άνθρωπος. Είμαστε Κύπριοι. Η καρδιά μας καίγεται με δύο πράγματα. Το παρελθόν μας και το μέλλον μας. Το ένα είναι χρόνος που βιώθηκε, το δε άλλο που δεν βιώθηκε ακόμα. Η δε στιγμή που ζούμε στριμώχτηκε ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Από το παρελθόν μας στάζει δάκρυ στις μέρες μας. Στάζει αίμα. Το δε μέλλον μας είναι ανησυχητικό. Είμαστε σαν χαμένοι σε ένα σκοτεινό τούνελ. Παίζει ένα ρεμπέτικο. Τραγουδάει η Μαρίκα. Υγραίνονται τα μάτια μας. Ένα μαράζι που έσμιξε με τον καημό.

«Μήπως έμεινε ήλιος στο μέρος που κιτρίνισαν τα χόρτα, διάθεση στο δέρμα που άγγιξε η σφαίρα;». Ήταν το 1971 η τελευταία φορά που μπήκα σε εκείνη τη θάλασσα. Μέσα σε εκείνες τις καρτ ποστάλ του Βαρωσιού. Πού να ξέρω ότι αυτό ήταν το τελευταίο κεφάλαιο. Εκείνη τη μέρα, δεν κοίταξα εκείνη την πόλη σαν να την κοίταζα για τελευταία φορά. Δεν πέρασα σαν να περνούσα για τελευταία φορά από εκείνο το καλντερίμι που μύριζε καλοκαίρι. Δεν αποχαιρετίστηκα. Δεν είπα γεια σου Βαρώσι. Έφαγα ένα σάντουιτς με μπέικον. Πήγα σινεμά το βράδυ. Είδα την ταινία «In the heat of the night» του Sidney Poiter. Δεν αποχαιρετίστηκα με το σινεμά, ούτε και με τον χωρατατζή πωλητή που μου έφτιαξε το σάντουιτς. Δεν κοίταξα τα ξενοδοχεία που βρίσκονταν στην παραλία σαν να επρόκειτο να βομβαρδίζονταν και να καταστρέφονταν. Δεν είχε περάσει καθόλου από το μυαλό μου ότι εκείνοι οι άνθρωποι θα σκοτώνονταν και θα ρίχνονταν σε εκείνη τη δεξαμενή. Δεν σκέφτηκα καθόλου ότι η στέγη εκείνου του σπιτιού θα τρυπιότανε και απ’ εκεί θα αναδυόταν ένα δέντρο. Έφυγα, έφυγα πολύ μακριά ύστερα. Με τις ζεστές αναμνήσεις στην καρδιά μου, χώθηκα σε χιόνια μέχρι το γόνατο. Τις διηγήθηκα στους Βιετναμέζους φίλους μου, που από τα μάτια τους έτρεχαν τα νερά του ποταμού Μεκόνγκ. Στους Αλγερινούς φίλους μου, που προτιμούσαν να μιλούν αραβικά παρά γαλλικά. Στους Κολομβιανούς, που δεν είχαν ακόμη γνωρίσει τον Εσκομπάρ. Έφυγα, έφυγα πολύ μακριά. Πού να ήξερα ότι δεν θα την ξανάβρισκα όταν επέστρεφα; Τα βράδια περπατώ ανάμεσα στα λευκά χαλίκια, τα καλοκαίρια που τα όπλα στράφηκαν προς την πλάτη μας. Κλέβω τους φωσφορισμούς από τη θάλασσα. Και ένα λαμπερό ανοιξιάτικο πρωί περνώ από μέρη που σκέφτομαι αν εδώ υπάρχει ομαδικός τάφος. Ίσως και να υπήρχαν τα οστά χίλιων ατόμων στο χώμα στην πλατιά περιοχή δίπλα στη θάλασσα, που στη μέση της τοποθετήθηκε μια επιγραφή «Προσοχή Νάρκες!» και περιφράχτηκε με τέλια. Έσκαψαν. Βγήκαν μόνο 17 άτομα. Όχι, πλέον δεν συζητώ με κανέναν ποιος είναι αθώος και ποιος είναι ένοχος. Όμως, θέλω να ξέρω. Ποιος τους σκότωσε, πώς τους σκότωσε; Ποιος έσκαψε αυτούς τους ομαδικούς τάφους; Αυτή η θηριωδία μοιάζει με εκείνη των αιμοβόρων τζιχαντιστών σε εκείνο το πλίνθινο σπίτι στον Σύσκληπο; Γιατί με αγγίζουν πιο πολύ από αυτά που μας έκαναν οι ξένοι στρατιώτες, αυτά που έκαναν Κύπριοι σε Κύπριους; Ο ουσιαστικός λόγος αυτής της απελπισίας μήπως είναι το γεγονός ότι είμαστε περικυκλωμένοι από τέσσερις πλευρές ή μήπως ο ενδοτισμός μας; Τρελές ερωτήσεις στοιβάζω μέσα στο κεφάλι μου. Μήπως μια μέρα θα πεταχτούν όλοι από τα σπίτια τους χωρίς να τους καλέσει κανείς και θα κάνουν επανάσταση; Μήπως μια μέρα οι καλοί άνθρωποι και των δύο πλευρών θα γίνουν ένα και θα γκρεμίσουν αυτά τα οδοφράγματα; Είμαστε Κύπριοι. Πολύ υπομονετικοί. Σαστίζω πώς ανεχτήκαμε τόσο ρεζιλίκι, τόσα βάσανα. Όμως, πόσο θαυμάζουμε εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για εμάς, για αυτήν την πατρίδα; Πάνω από τους τάφους τους λέμε δεν θα σωπάσουμε. Σωπαίνουμε. Φωνάζουμε ότι «θα κερδίσουμε με αντίσταση». Δεν αντιστεκόμαστε. Δεν κουραστήκαμε να καταστέλλουμε με βρισιές τον ξεσηκωμό μας.

Ήρθε το καλοκαίρι. Μας καλεί το γαλάζιο. Μείναμε στριμωγμένοι ανάμεσα σε δύο χρόνους. Το παρελθόν και το μέλλον. Στάζει αίμα από το παρελθόν μας. Φωτογραφίες που δεν θα μπορέσουμε να κοιτάξουμε χωρίς να δεθεί κόμπο η καρδιά μας. Ακόμα και η μυρωδιά της λεβάντας δεν καταστέλλει αυτόν τον καημό και το ντέρτι. Μήπως πάντα κοιτάζουν πίσω όσοι πέθαναν σε αυτό το νησί;

ΠΗΓΗ politis.com.cy

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου