Κωνσταντίνος Φίλης
Συρόμενη από τις νέες συνθήκες και ευρισκόμενη σε αδυναμία, η Τουρκία επιχειρεί μετά το σεισμό του Φεβρουαρίου να καλλιεργήσει κλίμα εξομάλυνσης στα ελληνοτουρκικά, με κινήσεις που μπορεί να δημιουργούν εντυπώσεις, όπως η επιστολή για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, ωστόσο δεν πρέπει να υπερτιμώνται.
Ασφαλώς και η Αθήνα έχει κάθε λόγο να είναι δεκτική σε τέτοιες πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν θυμίζουν την εποχή των απειλών Ερντογάν ότι θα χτυπήσει με πύραυλο την ελληνική πρωτεύουσα ή ότι θα έρθει «νύχτα στα ελληνικά νησιά», ωστόσο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κυρίως απέναντι στους εταίρους μας, ότι η μέχρι τώρα τουρκική συμπεριφορά δεν επαρκεί για να ξεκινήσει μια οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Δεν έχουν αλλάξει οι πάγιες θέσεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου παραμένει ζητούμενο και ουσιαστικά βήματα προόδου στις σχέσεις των δύο χωρών δεν έχουν γίνει.
Αν και είμαι από εκείνους που θεωρούν πως είναι προς το συμφέρον μας η εξομάλυνση, τα όσα διαδραματίζονται στην δημόσια σφαίρα τους τελευταίους μήνες είναι περισσότερο για το θεαθήναι και το πρώτο βήμα που αναμένουμε από την Άγκυρα είναι να αποδείξει πως εννοεί ότι η όποια «στροφή» θα έχει βάθος στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών.
Αφού πρώτα παγιωθεί η αποκλιμάκωση της έντασης και μπει ένα οριστικό τέλος σε υπερπτήσεις και παραβιάσεις, το δεύτερο βήμα πρέπει να είναι ενέργειες soft diplomacy και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης τα οποία επίσης πρέπει να έχουν διάρκεια. Τότε μόνο μπορούμε να περάσουμε στο τρίτο βήμα, αυτό της εξέτασης μέσω διερευνητικών επαφών κατά πόσο γίνεται να καθίσουμε στο τραπέζι για μια ουσιαστική συζήτηση. Αλλά επειδή στη δημόσια σφαίρα πολλοί σπεύδουν να θεωρήσουν τη διακοπή της έντασης στο Αιγαίο ως βασικό όρο για την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, πρέπει να ξέρουν ότι ένας τέτοιος διάλογος έχει πολλές προϋποθέσεις, οι οποίες αυτή την στιγμή δεν πληρούνται. Ποιες είναι αυτές ;
Πρώτον, να δεχθεί η Τουρκία ότι η ατζέντα των συζητήσεων δεν μπορεί να είναι εφ' όλης της ύλης.
Δεύτερον, ότι οι σοβαρές συζητήσεις δεν διεξάγονται υπό το καθεστώς casus belli.
Τρίτον, να δεχθεί η Άγκυρα να παγώσει το τουρκολυβικό σύμφωνο που είναι μια παράνομη συμφωνία, κάτι το οποίο γνωρίζουν και οι Τούρκοι.
Τέταρτον, ότι το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών που συνδέεται με την κυριαρχία τους δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να φθάσει στην Χάγη.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Αυτές δεν είναι προϋποθέσεις που θα γίνουν αποδεκτές από την Τουρκία, προτού ξεκινήσει η συζήτηση. Ούτε μπορούμε να περιμένουμε να αποκηρύξει πρώτα τη «Γαλάζια Πατρίδα», προκειμένου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα.
Εκείνο που μπορεί να γίνει όμως, είναι κάποια απ' όσα ανέφερα να προηγηθούν της διαπραγμάτευσης και κάποια άλλα να είναι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Να γιατί είναι αναγκαίες οι διερευνητικές επαφές, όχι όπως εκείνες που έγιναν το 2021-2022, αλλά αυτή τη φορά, ουσίας.
Διερευνητικές, οι οποίες θα διαπιστώσουν κατά πόσο μπορούμε να καταλήξουμε σε μια ατζέντα, όπου ακόμη και αν διαφωνούμε, εντούτοις θα συμφωνούμε ότι μπορούμε να πάμε με συνυποσχετικό στην Χάγη.
Κατά πόσο μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ένα χρονοδιάγραμμα ή θα συζητάμε επ ' αόριστον.
Με ποιο αντάλλαγμα θα υποχρεωθεί η Τουρκία να τα συζητήσει όλα αυτά. Δεν εννοώ προφανώς τις γκρίζες ζώνες, κάποια βραχονησίδα, δηλαδή κυριαρχία ή κυριαρχικό δικαίωμα. Αλλά για το αντάλλαγμα που θα έρθει κυρίως από την Ευρώπη, αλλά και από τις ΗΠΑ, εξαιτίας του σεισμού. Η Τουρκία χρειάζεται τεράστια κεφάλαια για να υλοποιήσει τα σχέδια της και να αποκαταστήσει τις ζημιές στην οικονομία της μετά το σεισμό. Το κόστος εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 104 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον ίδιο τον Ερντογαν.
Κάποιες από αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να τεθούν από την Αθήνα ως όροι προκειμένου να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση και κάποιες άλλες πρέπει να είναι η δική μας επιδίωξη για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Κυρίως όμως, πρέπει όλο αυτό να ενταχθεί σε ένα πακέτο ευρω-τουρκο-αμερικανικό. Ένα πακέτο το οποίο θα περιλαμβάνει από την τελωνειακή ένωση και την απελευθέρωση του καθεστώτος της βίζας μέχρι τα κεφάλαια που θα δοθούν στην Τουρκία για να αποκαταστήσει τις ζημιές της.
Το άλλο δέλεαρ που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα στην Τουρκία είναι η περιφερειακή διάσκεψη για την Αν.Μεσόγειο με ταυτόχρονη πρόσκληση υπό προϋποθέσεις για συμμετοχή της στο East Med Gas Forum.
Επί της ουσίας αναφέρομαι σε ένα δικό μας πλάνο, υπό μορφή Οδικού Χάρτη, ο οποίος θα περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω. Ένας Οδικός Χάρτης που θα καταρτίσει η Ελλάδα και ο οποίος θα δεσμεύει τόσο εμάς και τη Τουρκία, όσο και τα άλλα μέρη (Βερολίνο, Ουάσιγκτον), τα οποία η Αθήνα θα φροντίζει να κρατά ενήμερα ως προς το αν η Άγκυρα ικανοποίησε ή όχι το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις μιας συνάντησης, άρα και κατά πόσο αυτή έχει λόγο να πραγματοποιηθεί ή όχι.
Δεν αισιοδοξώ ότι η Τουρκία θα αλλάξει πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Τα σχέδιά της για το Αιγαίο είναι μακροχρόνια, δεν αλλάζουν λόγω ενός σεισμού. Αλλά πρέπει η Αθήνα να πιέσει την Άγκυρα, προκειμένου να διαπιστώσουμε σε ποιες από τις διεκδικήσεις της μπορεί να βάλει νερό στο κρασί της.
ΠΗΓΗ liberal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου