Στις 4 Φεβρουαρίου 1843 πέρασε στην Αθανασία ο Γέρος του Μοριά. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια απ' τις τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο, όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβέρνησης του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε μήνες φυλακισμένος.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα από φυσικό θάνατο σε ηλικία 73 ετών.
Τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στο φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία.
Στο ένα του πλευρό έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή των οστών του.
Το «Λιοντάρι του Μοριά» υπήρξε η θρυλικότερη μορφή που έδρασε κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας το 1770. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών. Από πολύ μικρός, μόλις 15 ετών, προσχώρησε στην ομοσπονδία Ζαχαριά ξεκινώντας μία πορεία που έμελλε να τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους, πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης.
Τις πρώτες μεγάλες μάχες του τις έδωσε με τον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, βοηθώντας τον να περάσει στη Στερεά Ελλάδα. Ήδη από τις μάχες αυτές ξεχώρισε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων.
Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797 εντάθηκε η απελευθερωτική κίνηση και αυτός βρισκόταν στις πρώτες γραμμές. Ξέφυγε από τον κλοιό των Τούρκων στην Ξεροκερπινή και κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1805. Επέστρεψε όμως στη Μάνη, όπου αντιμετώπισε το άσβεστο μίσος των Τούρκων αλλά και των προεστών και αφορίστηκε από τον Πατριάρχη.
Το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειας του εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής Αιμυαλών, όπου είχαν βρει καταφύγιο. Ο ίδιος σώθηκε επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή.
Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, αλλά και τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.
Από το 1810 έως το 1816 υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο και παράλληλα μελέτησε την ιστορία της Ελλάδας. Το 1816 αποτάχθηκε και για επιβιώσει έγινε ζωέμπορος. Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Το 1821 έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο. Ανέλαβε στρατιωτική δράση και πραγματοποίησε τις πρώτες του στρατιωτικές νίκες, όπως την κατάληψη της Καλαμάτας το Μάρτιο του 1821, την κατάληψη του Βαλτετσίου στις 12-13 Μαρτίου 1821, την άλωση της Τριπολιτσάς στις 26 Σεπτεμβρίου 1821. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε Αρχιστράτηγο όλων των
δυνάμεων της Πελοποννήσου.
Το 1823-1825 ξέσπασαν οι εμφύλιες διενέξεις μεταξύ των πολιτικών -προεστών από τη μια πλευρά και των οπλαρχηγών από την άλλη. Τότε σκοτώθηκε ο γιος του Πάνος και ο ίδιος περιορίστηκε στη μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος για να αντιμετωπίσει τον
Ιμπραήμ που είχε κατέβει στο Μοριά, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την Επανάσταση ζωντανή.
Μετά την απελευθέρωση ήταν στο πλευρό του Καποδίστρια, αργότερα όμως, κατά την Αντιβασιλεία, αποκλείστηκε από τον τακτικό στρατό που συγκροτήθηκε και έμεινε άνεργος, όπως και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί που πολέμησαν και πρόσφεραν στον Αγώνα. Κατηγορήθηκε τότε για εσχάτη προδοσία και ανατρεπτικές τάσεις, συνελήφθη επί Αντιβασιλείας και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Πλαπούτα.
Στις 3 Απριλίου 1834 άρχισε η δίκη με τον Άγγλο εισαγγελέα Μασόν. Απέναντι στις κατηγορίες που του προσάπτουν, ο Κολοκοτρώνης θα απαντήσει:
«Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα!».
Καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο στις 26 Μαρτίου, χωρίς όμως να υπογραφεί η απόφαση από
τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αθανάσιο Πολυζωίδη και τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Η λαϊκή αγανάκτηση εμπόδισε την εκτέλεση τους και παρέμειναν στη φυλακή, στο Παλαμήδι, έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο οποίος τους έδωσε χάρη και τους αποφυλάκισε στις 27 Μαΐου 1835.
Ο Όθωνας απένειμε τιμές και αξιώματα στο «Γέρο του Μοριά». Από το 1835 ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1843.
Παρακινούμενος από τον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης του υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του και καταγράφηκαν με τον τίτλο: «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής - από το 1770 έως το 1836».
Έργο σημαντικό, περιεκτικό και αυθεντικό, αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία του Αγώνα.
ΠΗΓΗ e8nikistikienwsisellados
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα από φυσικό θάνατο σε ηλικία 73 ετών.
Τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στο φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία.
Στο ένα του πλευρό έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή των οστών του.
Το «Λιοντάρι του Μοριά» υπήρξε η θρυλικότερη μορφή που έδρασε κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας το 1770. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών. Από πολύ μικρός, μόλις 15 ετών, προσχώρησε στην ομοσπονδία Ζαχαριά ξεκινώντας μία πορεία που έμελλε να τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους, πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης.
Τις πρώτες μεγάλες μάχες του τις έδωσε με τον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, βοηθώντας τον να περάσει στη Στερεά Ελλάδα. Ήδη από τις μάχες αυτές ξεχώρισε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων.
Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797 εντάθηκε η απελευθερωτική κίνηση και αυτός βρισκόταν στις πρώτες γραμμές. Ξέφυγε από τον κλοιό των Τούρκων στην Ξεροκερπινή και κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1805. Επέστρεψε όμως στη Μάνη, όπου αντιμετώπισε το άσβεστο μίσος των Τούρκων αλλά και των προεστών και αφορίστηκε από τον Πατριάρχη.
Το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειας του εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής Αιμυαλών, όπου είχαν βρει καταφύγιο. Ο ίδιος σώθηκε επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή.
Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, αλλά και τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.
Από το 1810 έως το 1816 υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο και παράλληλα μελέτησε την ιστορία της Ελλάδας. Το 1816 αποτάχθηκε και για επιβιώσει έγινε ζωέμπορος. Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Το 1821 έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο. Ανέλαβε στρατιωτική δράση και πραγματοποίησε τις πρώτες του στρατιωτικές νίκες, όπως την κατάληψη της Καλαμάτας το Μάρτιο του 1821, την κατάληψη του Βαλτετσίου στις 12-13 Μαρτίου 1821, την άλωση της Τριπολιτσάς στις 26 Σεπτεμβρίου 1821. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε Αρχιστράτηγο όλων των
δυνάμεων της Πελοποννήσου.
Το 1823-1825 ξέσπασαν οι εμφύλιες διενέξεις μεταξύ των πολιτικών -προεστών από τη μια πλευρά και των οπλαρχηγών από την άλλη. Τότε σκοτώθηκε ο γιος του Πάνος και ο ίδιος περιορίστηκε στη μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος για να αντιμετωπίσει τον
Ιμπραήμ που είχε κατέβει στο Μοριά, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την Επανάσταση ζωντανή.
Μετά την απελευθέρωση ήταν στο πλευρό του Καποδίστρια, αργότερα όμως, κατά την Αντιβασιλεία, αποκλείστηκε από τον τακτικό στρατό που συγκροτήθηκε και έμεινε άνεργος, όπως και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί που πολέμησαν και πρόσφεραν στον Αγώνα. Κατηγορήθηκε τότε για εσχάτη προδοσία και ανατρεπτικές τάσεις, συνελήφθη επί Αντιβασιλείας και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Πλαπούτα.
Στις 3 Απριλίου 1834 άρχισε η δίκη με τον Άγγλο εισαγγελέα Μασόν. Απέναντι στις κατηγορίες που του προσάπτουν, ο Κολοκοτρώνης θα απαντήσει:
«Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα!».
Καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο στις 26 Μαρτίου, χωρίς όμως να υπογραφεί η απόφαση από
τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αθανάσιο Πολυζωίδη και τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Η λαϊκή αγανάκτηση εμπόδισε την εκτέλεση τους και παρέμειναν στη φυλακή, στο Παλαμήδι, έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο οποίος τους έδωσε χάρη και τους αποφυλάκισε στις 27 Μαΐου 1835.
Ο Όθωνας απένειμε τιμές και αξιώματα στο «Γέρο του Μοριά». Από το 1835 ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1843.
Παρακινούμενος από τον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης του υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του και καταγράφηκαν με τον τίτλο: «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής - από το 1770 έως το 1836».
Έργο σημαντικό, περιεκτικό και αυθεντικό, αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία του Αγώνα.
ΠΗΓΗ e8nikistikienwsisellados
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου