Του Ν.Λυγερού
Όσο είχε τα μάτια του κλειστά, ο Δάσκαλος μύριζε το άρωμα του ρόδου, το νυχτερινό της φόρεμα, αφού είχε παλέψει και κερδίσει την παράξενη πολιορκία. Ένιωθε πάνω του εκείνη τη γωνιά κρυμμένη στην άκρη του λαιμού και του ώμου σαν να ήταν κοντά του. Και αυτή η ιδέα τον ανακούφισε. Ήταν μια άλλη αίσθηση μετά από την μνήμη. Κι αυτή κυλούσε αργά πάνω στο σώμα του. Ήταν ένα αόρατο χάδι που το είχε τόσο ανάγκη. Άνοιξε τα μάτια του. Το πορτραίτο ήταν στη θέση του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει απλώς η νύχτα είχε πέσει πάνω στους ανθρώπους με όλο της το βάρος και μόνο μερικά κεριά αντιστέκονταν ακόμα. Έπρεπε να κρατήσει μέχρι την αυγή για να προλάβει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Με το άρωμά της άρχισε ένα ακίνητο ταξίδι μέσα στις μνήμες που δεν ήθελαν να γίνουν αναμνήσεις.
Ήταν τόσο ζωντανές. Δεν είχε ανάγκη τη φαντασία του. Απλώς την ακολουθούσε δίχως να κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες. Το άρωμα ήταν ένα φωτεινό μονοπάτι κι αυτό. Θυμήθηκε όταν έγραφε ένα άλλο σημαντικό κείμενο για την έρευνά του κι εκείνη είχε έρθει πάνω από τον ώμο του για να του αφήσει ένα τρυφερό φιλί στον σβέρκο. Τότε είχε μυρίσει το ίδιο άρωμα μόνο και μόνο που είχε σκύψει. Είχε το βάρος ενός τριαντάφυλλου με τα πέταλά του. Άνοιξε το τετράδιό του. Δεν έπρεπε να μην αφήσει ίχνος για εκείνη τη στιγμή. Ήταν η αλληλογραφία του μέσω του έργου. Μόνο έτσι μπορούσε να την αγγίξει και σε μεγάλη απόσταση πριν επιστρέψει από το αγαπημένο της νησί. Η ιπποσύνη είχε τα καθήκοντά της. Ο Δάσκαλος το ήξερε εδώ και αιώνες. Λες και κάποιος να το είχε γράψει με το σπαθί του στη μνήμη. Η γαλαζοαίματη βελανιδιά δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Κάθε στιγμή του παρελθόντος ήταν ο μοναδικός της πλούτος. Μόνο έτσι είχε αντέξει μέχρι να επιστρέψει και ο Δάσκαλος. Τουλάχιστον εκεί που ήταν ήξερε ότι δεν κινδύνευε από τις βάρβαρες επιθέσεις. Σημείωσε έναν κώδικα για να καρφώσει το γεγονός στη μνήμη του και άρχισε την αναφορά του. Αυτό περίμενε το τριαντάφυλλό του. Τίποτα άλλο. Το ήθελε ζωντανό ακόμα και ανάμεσα στους νεκρούς. Με αυτήν άντεξε τα πάντα ακόμα και τις γενοκτονίες που τον πλήγωναν τόσο πολύ. Εκείνη ήταν η ανθρωπιά του με την ομορφιά του ρόδου. Αυτό έλεγε το άρωμά της και αυτό άκουσε όταν το μύρισε και πάλι κοντά του.
Όσο είχε τα μάτια του κλειστά, ο Δάσκαλος μύριζε το άρωμα του ρόδου, το νυχτερινό της φόρεμα, αφού είχε παλέψει και κερδίσει την παράξενη πολιορκία. Ένιωθε πάνω του εκείνη τη γωνιά κρυμμένη στην άκρη του λαιμού και του ώμου σαν να ήταν κοντά του. Και αυτή η ιδέα τον ανακούφισε. Ήταν μια άλλη αίσθηση μετά από την μνήμη. Κι αυτή κυλούσε αργά πάνω στο σώμα του. Ήταν ένα αόρατο χάδι που το είχε τόσο ανάγκη. Άνοιξε τα μάτια του. Το πορτραίτο ήταν στη θέση του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει απλώς η νύχτα είχε πέσει πάνω στους ανθρώπους με όλο της το βάρος και μόνο μερικά κεριά αντιστέκονταν ακόμα. Έπρεπε να κρατήσει μέχρι την αυγή για να προλάβει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Με το άρωμά της άρχισε ένα ακίνητο ταξίδι μέσα στις μνήμες που δεν ήθελαν να γίνουν αναμνήσεις.
Ήταν τόσο ζωντανές. Δεν είχε ανάγκη τη φαντασία του. Απλώς την ακολουθούσε δίχως να κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες. Το άρωμα ήταν ένα φωτεινό μονοπάτι κι αυτό. Θυμήθηκε όταν έγραφε ένα άλλο σημαντικό κείμενο για την έρευνά του κι εκείνη είχε έρθει πάνω από τον ώμο του για να του αφήσει ένα τρυφερό φιλί στον σβέρκο. Τότε είχε μυρίσει το ίδιο άρωμα μόνο και μόνο που είχε σκύψει. Είχε το βάρος ενός τριαντάφυλλου με τα πέταλά του. Άνοιξε το τετράδιό του. Δεν έπρεπε να μην αφήσει ίχνος για εκείνη τη στιγμή. Ήταν η αλληλογραφία του μέσω του έργου. Μόνο έτσι μπορούσε να την αγγίξει και σε μεγάλη απόσταση πριν επιστρέψει από το αγαπημένο της νησί. Η ιπποσύνη είχε τα καθήκοντά της. Ο Δάσκαλος το ήξερε εδώ και αιώνες. Λες και κάποιος να το είχε γράψει με το σπαθί του στη μνήμη. Η γαλαζοαίματη βελανιδιά δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Κάθε στιγμή του παρελθόντος ήταν ο μοναδικός της πλούτος. Μόνο έτσι είχε αντέξει μέχρι να επιστρέψει και ο Δάσκαλος. Τουλάχιστον εκεί που ήταν ήξερε ότι δεν κινδύνευε από τις βάρβαρες επιθέσεις. Σημείωσε έναν κώδικα για να καρφώσει το γεγονός στη μνήμη του και άρχισε την αναφορά του. Αυτό περίμενε το τριαντάφυλλό του. Τίποτα άλλο. Το ήθελε ζωντανό ακόμα και ανάμεσα στους νεκρούς. Με αυτήν άντεξε τα πάντα ακόμα και τις γενοκτονίες που τον πλήγωναν τόσο πολύ. Εκείνη ήταν η ανθρωπιά του με την ομορφιά του ρόδου. Αυτό έλεγε το άρωμά της και αυτό άκουσε όταν το μύρισε και πάλι κοντά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου