Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

21 Φεβρουαρίου, 1913 Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Δείτε και  ΕΔΩ

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Η πολεμική αναμέτρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοεμβρίου 1912 έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγείτο των ελληνικών όπλων.

Με το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα, που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Άρτας υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν αρχικά αμυντική στάση, με στόχο να εξασφαλίσουν τη μεθόριο. Οι ελληνικές δυνάμεις στο μέγεθος μεραρχίας υπολείπονταν των οθωμανικών δυνάμεων, που διέθεταν για την υπεράσπιση της περιοχής δύο μεραρχίες υπό την διοίκηση του Εσάτ Πασά (1862-1952), ενός Οθωμανού στρατηγού που είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ότι μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, θα ελευθερώνονταν στρατεύματα για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας στην Ήπειρο.
Αλλά από τις 6 Οκτωβρίου κιόλας άρχισαν οι αψιμαχίες. Γρήγορα, ο ελληνικός στρατός ανέλαβε επιθετικές πρωτοβουλίες και τις επόμενες ημέρες κατέλαβε τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχε ενισχυθεί με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του ελληνικού στρατού ανακόπηκε.
Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολή υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη γερμανών ειδικών.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιζητούσε τη γρήγορη απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία ακόμη μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ανέλαβε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912, η οποία απέτυχε προς μεγάλη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 8 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε η αποστολή δύο ακόμη μεραρχιών στην περιοχή, ενώ την επομένη ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τηλεγράφημά του προς την πολιτική ηγεσία έθετε θέμα αντικατάστασης του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον οποίον χαρακτήριζε «αδέξιον». Το ίδιο βράδυ, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει την ηγεσία του Στρατού της Ηπείρου στον Κωνσταντίνο, ο οποίος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του δέχτηκε. Στις 3 Ιανουαρίου 1913 η σχετική διαταγή έφθασε στο Στρατηγείο Ηπείρου, η οποία περιλάμβανε και τη ρητή απαγόρευση προς τον στρατό της Ηπείρου να ενεργήσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια πριν από την άφιξη του Κωνσταντίνου.
Ένα απρόοπτο γεγονός άλλαξε τη φορά των πραγμάτων. Ένα αυτοκίνητο με δύο άνδρες αυτομόλησε προς τις τουρκικές γραμμές. Ο Σαπουντζάκης, που ήθελε να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, εξέφρασε τους φόβους του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου θα πρόδιδαν στους Τούρκους τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και διατύπωσε τη γνώμη ότι μία αιφνιδιαστική επίθεση πριν από την άφιξη του διαδόχου θα απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα. Το αίτημά του έγινε δεκτό από το επιτελείο και η νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1913. Οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση, προκαλώντας  απώλειες στους Έλληνες επιτιθέμενους.
Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά την ενημέρωσή του από τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, έδωσε εντολή την επόμενη ημέρα για κατάπαυση του πυρός. Ο νέος αρχηγός βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Στις 30 Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο Βενιζέλος  που επισκέφθηκε το μέτωπο απέρριψε το αίτημα του, καθώς δεν μπορούσαν να διατεθούν μονάδες από τη Μακεδονία. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του για την εκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την εκδήλωση της κύριας επίθεσης στις 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στις 17 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον Εσάτ Πασά τού είχε ζητήσει την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς, μιας και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος με κάποιες ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων και 162 κανόνια. Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.
Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.
Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφθασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 π.μ. στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.
Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο Ρωμηό το ακόλουθο ποίημα:
Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τα έκαψεν η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες
οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες
που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιώτισσες
στις ράχες του Ζαλόγγου.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.

Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Στις, 21 Φεβρουαρίου, του 1913, ο ελληνικός Στρατός,μετά από σκληρές μάχες που κράτησαν πάνω από τέσσερις μήνες συνολικά, κυριεύει το οχυρωμένο Μπιζάνι και απελευθερώνει τα Γιάννενα από τους Τούρκους, που είχαν ήδη κλείσει πάνω από 480 χρόνια σκλαβιάς.

Ο Εσάτ Πασάς αναζητά όλο τη νύχτα το στρατηγείο του διαδόχου Κωνσταντίνου για να παραδοθεί. Οι αιχμάλωτοι φτάνουν τους 30.000.

ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ

Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον επόμενο χρόνο θεμελίωσαν τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας και την ώθησαν στα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα των δημοκρατιών δυτικού τύπου. Την ίδια εποχή περίπου στην Τουρκία η επανάσταση των Νεοτούρκων έδινε υποσχέσεις στα υπόδουλα ακόμη τμήματα των Βαλκανίων για περισσότερο ελαστική διακυβέρνηση εκ μέρους της Πύλης. Γρήγορα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και οι επαγγελίες για ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεχάστηκαν. Ο σοβινισμός των Νεοτούρκων εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.

Μία από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου ήταν η διοργάνωση και ο εξοπλισμός του στρατού. Γι' αυτόν τον λόγο στις αρχές της πρωθυπουργικής του θητείας ο Βενιζέλος προσπάθησε να αποφύγει οποιαδήποτε ένταση με την Τουρκία ώστε να μη διακινδυνεύσει ένα δεύτερο 1897. Αυτός ήταν ο λόγος που, με την εφεκτική στάση του στο πρόβλημα της Κρήτης, δυσαρέστησε τους συμπατριώτες του. Εξάλλου ο διορατικός πολιτικός καταλάβαινε ότι, παρά την παρελκυστική τακτική της ανεξάρτητης πλέον Βουλγαρίας, ο μόνος δρόμος για τη διεκδίκηση των εδαφών των αλυτρώτων αδελφών μας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τα γειτονικά μας βαλκανικά κράτη. Σε αυτό βοήθησε και η Ρωσία - για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων φυσικά -, η οποία έπεισε τη Βουλγαρία να συνάψει συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Σερβία. Αντίθετα οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες επειδή η Βουλγαρία είχε υπερβολικές απαιτήσεις για τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, σε περίπτωση όπου αυτά θα απελευθερώνονταν από τον οθωμανικό ζυγό.

Σύμμαχοι κατ' ανάγκην

Παρ' όλα αυτά ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να βάλει την Ελλάδα στο παιχνίδι σε περίπτωση που ο Μεγάλος Ασθενής (χαρακτηρισμός της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές κτήσεις του. Γι' αυτό τον Μάιο του 1912, στη Σόφια, η Ελλάδα υπέγραψε αμυντική συνθήκη με τη Βουλγαρία, στην οποία δεν γινόταν καμία απολύτως μνεία για την τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν σε περίπτωση νικηφόρου πόλεμου εναντίον της Τουρκίας. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1912, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν και στρατιωτική συμφωνία με την οποία, σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 120.000 στρατό και όλη τη δύναμη του στόλου της, ενώ σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα με 300.000 στρατό. Τον ίδιο μήνα η Σερβία συμμάχησε με το Μαυροβούνιο. H Ελλάδα δεν υπέγραψε συνθήκη με τη Σερβία αλλά, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι δύο χώρες αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσώπους στο στρατιωτικό επιτελείο η μία της άλλης για τον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Ετσι, παρ' όλο που δεν είχε υπογραφεί κοινό αμυντικό σύμφωνο, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο βρέθηκαν σύμμαχοι εναντίον της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη που, όπως ήταν φυσικό, ανησύχησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες δεν ήθελαν να λαμβάνονται αποφάσεις ερήμην τους. Οταν, λόγου χάρη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ρεμόν Πουανκαρέ πληροφορήθηκε από τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο B/ τη σερβοβουλγαρική συνθήκη την ονόμασε «όργανο πολέμου». Επίσης η Αυστροουγγαρία, αφού είχε αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προσπαθούσε τώρα να διατηρήσει το status quo στα Βαλκάνια πιέζοντας απλώς την Πύλη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Και ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1912 οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν κοινό διάβημα σε Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Κετίγκη (Μαυροβούνιο) με την προειδοποίηση ότι δεν θα επέτρεπαν την παραμικρή εδαφική μεταβολή στον βαλκανικό χώρο, οι τέσσερις σύμμαχοι περίμεναν την ευκαιρία να επιτεθούν στην εξασθενημένη από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) Τουρκία.

A' Βαλκανικός Πόλεμος

Την ευκαιρία για επίθεση εναντίον της Τουρκίας τη βρήκε το Μαυροβούνιο εξαιτίας της άρνησης της Τουρκίας να διευθετηθούν οι μεταξύ τους συνοριακές διαφορές. Το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στις 25 Σεπτεμβρίου 1912. Λίγες ημέρες νωρίτερα η Βουλγαρία είχε ειδοποιήσει την Ελλάδα ότι η Τουρκία συγκεντρώνει στρατό στα μεταξύ τους σύνορα και ότι από κοινού με τη Σερβία είχαν αποφασίσει να επιτεθούν εναντίον της Τουρκίας και καλούσε την Ελλάδα να τιμήσει τη στρατιωτική τους συμφωνία. H Ελλάδα συμφώνησε και στις 30 Σεπτεμβρίου οι πρεσβευτές της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν κοινό τελεσίγραφο στην Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και ένα σωρό άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις όπως: την επικύρωσης της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο τουρκικό κοινοβούλιο, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων ως ισοτίμων των μουσουλμανικών, τον διορισμό χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η Πύλη χαρακτήρισε το τελεσίγραφο «θρασεία απόπειρα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυτοκρατορίας» και άρα «ανάξιο απαντήσεως». Ετσι οι τρεις χώρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαυροβουνίου, κήρυξαν και αυτές τον πόλεμο στην Τουρκία (4 Οκτωβρίου 1912).


 
 











H μάχη του Σαρανταπόρου

H Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο με 100.000 άνδρες και όλον της τον στόλο. H Βουλγαρία με 270.000 στρατό, η Σερβία με 200.000 και το Μαυροβούνιο με 33.000. H ελληνική δύναμη χωρίστηκε στον Στρατό της Θεσσαλίας και στον Στρατό της Ηπείρου. Με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο οι επιχειρήσεις άρχισαν από τη Θεσσαλία το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει την αμυντική τους γραμμή στα υψώματα βόρεια της Ελασσόνας αλλά ο ελληνικός στρατός τούς ανάγκασε να υποχωρήσουν προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Τα στενά αυτά, τα οποία από μόνα τους είναι απόρθητο φρούριο, οι Τούρκοι, με τη βοήθεια γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά. Στα βορειοανατολικά του χωριού Σαραντάπορο, το ύψωμα Σκοπιά έλεγχε όλη την περιοχή από τον ποταμό Σαραντάπορο ως τον δρόμο Ελασσόνας - Σερβίων, στα δυτικά. Στη φυσική οχύρωση των στενών συνέβαλλαν τα υψώματα νοτιοδυτικά της Σκοπιάς και η δύσβατη περιοχή στα βόρεια του χωριού Σαραντάπορο. H προσέγγιση της περιοχής μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.
Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κρατήσουν σταθερή άμυνα ώστε να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων προς τα βόρεια. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον. H προέλαση των μεραρχιών του κέντρου (1η, 2α και 3η) έγινε με δύο συντάγματα από κάθε μεραρχία. Πλησιάζοντας σε απόσταση 1.000 μέτρων, οι Ελληνες δέχθηκαν καταιγισμό εχθρικών πυρών αλλά, παρά τις σοβαρές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Παράλληλα η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν από τα πλάγια. H 5η επιτέθηκε ανοίγοντας δρόμο προς τις τοποθεσίες Λαζανάδες και Βογγόπετρα και η 4η προχώρησε προς τα Σέρβια, ούτως ώστε να βγει στα νώτα του εχθρού. Τα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της μάχης ήταν μάλλον δυσμενή για τον ελληνικό στρατό. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο καιρός άσχημος, το έδαφος δύσβατο, το ηθικό των ανδρών μάλλον καταβεβλημένο.

Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιλαμβανόμενοι την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, η οποία τους αιφνιδίασε και οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 22 πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε προς τον Αλιάκμονα ενώ το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου ένα τμήμα της ταξιαρχίας ιππικού απελευθέρωσε την Κοζάνη.

H γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου τόνωσε το ηθικό του στρατού και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ωστόσο οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν βαριές: 182 νεκροί και 995 τραυματίες.

Αγώνας και δρόμο για τη Θεσσαλονίκη

Υστερα από αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη από όπου ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος σκόπευε να βαδίσει προς το Μοναστήρι για να ενωθεί με τον σερβικό στρατό. Ο Βενιζέλος ωστόσο είχε διαφορετική γνώμη. Ηθελε ο Ελληνικός Στρατός να συνεχίσει την πορεία του στη Μακεδονία και να μπει στη Θεσσαλονίκη προτού προλάβουν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όπως σχεδίαζαν.

Τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Κωνσταντίνο (13 Οκτωβρίου 1912):

«Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».

Υπογραφή: Υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος

Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο:

«Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».

Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο:

«Σας το απαγορεύω».

H μάχη των Γιαννιτσών

Μετά την επιμονή του Βενιζέλου, ο Στρατός της Θεσσαλίας συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη. Ολα τα τμήματα του τουρκικού στρατού, τα οποία υποχώρησαν από το Σαραντάπορο, συμπτύχθηκαν και οχυρώθηκαν στα Γιαννιτσά, τοποθεσία που, παρά το μειονέκτημα ότι είχε στα νώτα της τον ποταμό Αξιό, ήταν ένα σημείο αρκετά καλό για άμυνα επειδή αφενός έφραζε την κύρια οδική αρτηρία προς τη Θεσσαλονίκη, αφετέρου η επάνδρωσή της απαιτούσε περιορισμένες σχετικά δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν ήταν εύκολη η υπερκέρασή της τόσο από τα νότια, λόγω της λίμνης (σήμερα έχει αποξηρανθεί) και του ελώδους εδάφους, όσο και από τα βόρεια όπου υψωνόταν το όρος Πάικο.

Οι αμυντικές δυνάμεις των Τούρκων στα Γιαννιτσά αποτελούνταν από πέντε μεραρχίες και έξι πυροβολαρχίες. Οι Ελληνες είχαν πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.

H επίθεση του Ελληνικού Στρατού εναντίον του τουρκικού άρχισε το πρωί της 19ης Οκτωβρίου. Με συντονισμένες προσπάθειες οι ελληνικές μεραρχίες διέσπασαν την τουρκική άμυνα και τμήματα του τουρκικού στρατού άρχισαν να υποχωρούν προς τη Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα της επομένης οι Ελληνικός Στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά.

Εκνευριστικές αργοπορίες

Μολονότι η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση.

Οι καθυστερήσεις αυτές ανησυχούσαν τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι, νικηφόροι και αυτοί έναντι των Τούρκων, βάδιζαν ακάθεκτοι προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 24 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο κοινοποιώντας το και στον βασιλιά Γεώργιο:

«Λαμβάνω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος τηλεγράφημα όπερ πέμπω προς τον Αρχηγόν του Στρατού Θεσσαλίας, έχον ούτω:

Αρχηγείον Στρατού Θεσσαλίας. - Από της μάχης των Γιαννιτσών ουδέν ανεκοινώσατε προς το Υπουργείον περί των περαιτέρω στρατιωτικών υμών επιχειρήσεων, ως και εκείνων της V Μεραρχίας. Και όμως από της μάχης των Γιαννιτσών παρήλθον 4 όλαι ημέραι. H σιωπή αύτη και η πλήρης άγνοια, εις ην ως εκ τούτου ευρίσκεται και η υπεύθυνος Κυβέρνησις και το Εθνος περί της τύχης του Στρατού του, είναι όντως εκπληκτική.

Μία ημέρα αργότερα ο Βενιζέλος, επικοινωνώντας τηλεφωνικώς με τον βασιλιά, τον παρακάλεσε να μεταβιβάσει το ακόλουθο μήνυμα στον γιο του:

«Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την βραδύτητα με την οποίαν διεξάγετε τας επιχειρήσεις αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην».

Τελικά η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ελληνες την 26 Οκτωβρίου 1912 μαζί με 26.000 τούρκους στρατιώτες, 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 υποζύγια. Στη συνέχεια η Στρατιά της Θεσσαλίας μπήκε στη Δυτική Μακεδονία και απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά.



Το επιτελείο


















Και τώρα η Ηπειρος!

Στο μέτωπο της Ηπείρου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βραδύτερο ρυθμό. Αν και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με σχετική ευκολία την Αρτα, την Πρέβεζα, την Καλαμπάκα και το Μέτσοβο, σχεδόν καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, ένα ύψωμα 15 χιλιόμετρα περίπου έξω από τα Γιάννενα το οποίο είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι εμποδίζοντας έτσι την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Μετά την κατάκτηση όμως της Θεσσαλονίκης ο Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με δυνάμεις της Στρατιάς της Θεσσαλίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ηπειρο. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν μεγάλο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.



Το πυροβολικό


Η ΜΑΧΗ 

Το τελικό σχέδιο για την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι προέβλεπε συσπείρωση όλων των δυνάμεων και ελιγμό αιφνιδιασμού. H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 41.500 άνδρες, 48 πολυβόλα και 93 πυροβόλα. Οι οχυρωμένοι Τούρκοι αριθμούσαν 30.000 άνδρες και 112 πυροβόλα.

Ο ελληνικός ελιγμός απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του οχυρού από τα δυτικά με ταυτόχρονη μετωπική επίθεση στον κεντρικό και ανατολικό τομέα ενώ παράλληλα θα γίνονταν παραπλανητικές ενέργειες σε γειτονικές περιοχές των Ιωαννίνων ώστε να απασχοληθεί ένα τμήμα των τουρκικών δυνάμεων που προστάτευαν το Μπιζάνι.

Στις 19 Φεβρουαρίου το ελληνικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει ασταμάτητα κατά των εχθρικών πυροβολείων και των κυριοτέρων χαρακωμάτων του τουρκικού πεζικού. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν με το σύνολο σχεδόν των πυροβόλων του Μπιζανίου, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα, και προς το μεσημέρι σίγησαν.
Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς, για να αποφύγει τον άσκοπο αποδεκατισμό των δυνάμεών του, απευθύνθηκε στους προξένους της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας και της Ρουμανίας για να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο, οι Τούρκοι παρέδωσαν στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο τα Ιωάννινα και τον τουρκικό στρατό.

Η 2η μεραρχία κατέλαβε θέσεις στον τομέα Αυγό και η ταξιαρχία Μετσόβου το Κοντοβράκι, ενώ η πρώτη και η τρίτην φάλαγγα του Α'Τμήματος της Στρατιάς κατέλαβαν, ύστερα από σκληρό αγώνα, τα στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καστρίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Τσούκας. Η δεύτερη φάλαγγα του τμήματος κινήθηκε δια μέσου της στενωπού Μανωλιάσσας, καταδιώκοντας τους υποχωρούντας Τούρκους προς την κατεύθυνση των Ιωαννίνων και κατέλαβε την κοιλάδα της Δωδώνης, φτάνοντας ως τον Αγιο Νικόλαο. Συνεχίζοντας την προέλαση έφθασε στην Ραψίστα, όπου ανέτρεψε την μικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησε. Οι αντικειμενικοί στόχοι της φάλαγγας είχαν επιτευχθεί, γι' αυτό και εκδόθηκε διαταγή-που δεν έφθασε όμως έγκαιρα σε όλες τις μονάδες-να εγκατασταθούν τα τμήματα γύρω από την Ραψίστα. Δυο όμως τολμηροί αξιωματικοί, διοικητές των ταγμάτων 8ου και 9ου, ο Ιατρίδης και ο Βελισσαρίου αντίστοιχα, συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού μέσα στην βαλτώδη πεδιάδα της Ραψίστας και το βράδυ έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη της Μπουλίνας, στις νότιες παρυφές της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας, κοντά στο στρατηγείο του Εσάτ πασά, που είχε υψώσει λευκή σημαία, γεγονός που δεν έγινε αντιληπτό από τους δυο ταγματάρχες λόγω του σκότους. Στον Αγιο Ιωάννη εγκατέστησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία μεταξύ Ιωαννίνων και Μπιζανίου.

Ο Εσατ πασάς που δεν έπαιρνε πια ειδήσεις από το Μπιζάνι, αντιλαμβανόμενος πως δυνάμεις του ελληνικού στρατού είχαν προελάσει ως τα Ιωάννινα, ανακοίνωσε στις 8 το βράδυ στον μητροπολίτη Γερβάσιο και τους προξένους, ότι θεωρούσε πλέον μάταιη κάθε αντίσταση και τους παρακάλεσε να μεσολαβήσουν για την παράδοση της πόλεως.

Με αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του Στρατηγείου προς τον βασιλέα Γεώργιο, τον πρωθυπουργό Βενιζέλο και το υπουργείο Στρατιωτικών αναγγέλθηκε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση. Η εκστρατεία για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων είχε τερματιστεί νικηφόρα. Τα Ιωάννινα ήσαν ελεύθερα, όπως ελεύθερη θα ήταν σε λίγο και ολόκληρη η Ηπειρος. Την επομένη, 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός, με επί κεφαλής τον Κωνσταντίνο έμπαινε στην πόλη θριαμβευτής. Την απελευθέρωση των Ιωαννίνων πανηγύρισαν οι Ελληνες περισσότερο από κάθε άλλη νίκη του πολέμου, δίνοντας διέξοδο στην συναισθηματική φόρτιση τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μπιζανίου.



Η ΣΚΥΛΛΑ ΚΙ΄ΝΙΚΟΛΑΚ' ΕΦΕΝΤΗΣ


Έτσι την έλεγαν τότε: «Σκύλλα»! Kαι δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό, που ξέρουμε όλοι. Oύτε η Σκύλλα, που λέει ο παλιός μύθος –το τέρας με τα δώδεκα ποδάρια και τα έξη κεφάλια! Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και κείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως κι εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο! Δεν αλύχταγε, σαν τις σκύλλες τις γνωστές μας. Mονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, πούκανε στάχτη εκείνον που θα τολμούσε να ζυγώση στη φωλιά της…
Η Σκύλλα η μπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος ωχυρωμένος με όπλο πολεμικό! Ήταν κανόνι. Kαι δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά! Ήταν τόσο, όσα και μια πυροβολαρχία. Kι’ όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής εκείνης.
Kαι δεν την είχαν τη… Σκύλλα του mπιζανιού eλληνικά στρατιωτικά χέρια. Tην είχαν τούρκικα. Kαι την είχαν κρυμμένη αριστοτεχνικά και σε τόπο «καραούλι».
Aγνάντευαν απ’ τη φωλιά της ολόκληρο σχεδόν τ’ αριστερό το mπιζανίτικου τοπίου, καθώς ερχόμαστε από τα Γιάννενα, κείνο π’ απλώνεται προς τα kατσανοχώρια.
T’ αγνάντευε και το φύλαγε. Mύτη δε μπορούσε να «σκάση» προς τα κει. Aν έσκαγε, την έβλεπε η Σκύλλα και την κομμάτιαζε αλύπητα.
Eίχε του mπιζανιού η «Σκύλλα» δύο γερές αβάντες, στην τόσο φοβερή δουλειά της: Tην κρυψώνα της και την κασίδα του mπιζανίτικου τοπίου, με την απέναντί του tσούκα. Σ’ αυτές τις δυό χρωστάει το θρύλο της. Kι όχι σε κείνους που την είχαν.
Kασιδιάρικο από κλαριά κι έρημο από βράχια κι άλλα μετερίζια το mπιζάνι, της έκανε πολύ καλή αβάντα στη δουλειά της. Kαι η κρυψώνα της –άγνωστο πού– καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνη, χωρίς να σκοτώνεται. Nα εξολοθρεύη, χωρίς να εξολοθρεύεται. Nα βλέπει και να σκορπά τον θάνατο, δίχως να βλέπεται.
Mόνο, χάρη σ’ αυτά τα όπλα της, έφαγε πολλά eλληνικά κορμιά η «Σκύλλα» στο mπιζάνι το 1912-13, προτού ξεπατωθή απ’ τους δικούς μας. Aυτή σταμάτησε το δρόμο του Στρατού μας για τα Γιάννενα, για πολύν καιρό. Aυτή έφαγε τους Γαριβαλδιάνους και το mαβίλη. Aυτή τον κάρφωσε κάπου δυό μήνες γύρω στα mπιζανίτικα κοντοβούνια. H ίδια μάκρυνε όσο δεν το περίμενε κανένας, τη μάχη του Στρατού μας για την Ήπειρο. Δίχως τη «Σκύλλα» οι tούρκοι θα ήταν χαμένοι από νωρίς. Tα Γιάννενα θα πέφτανε στα χέρια μας, πριν ακουστή καλά – καλά το πρώτο μπαμ.
Πολύ σωστά και ταιριαστά τη βάφτισαν και «Σκύλλα». O νουνός της έκαμε «διάνα» στ’ όνομά της. Kαι δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν όλοι οι μαχητές του mπιζανιού. Aπό φαντάρο ίσαμε Στρατηγό και aρχιστράτηγο. Kαι μεις οι σκλάβοι, «Σκύλλα» τη λέγαμε. Kαι οι tούρκοι, έτσι την έλεγαν.
Σήμερα δεν υπάρχει η «Σκύλλα». Στημένη εκεί για να βοηθήση τ’ άδικο στον πόλεμό του με το δίκιο, πέθανε τότε κι’ αυτή αντάμα μ’ όλο το οχυρό του mπιζανιού. Έγινε θρύψαλα από τη δύναμη του δίκιου, όταν τούτο συγκρούσθηκε το «12» με τ’ άδικο, όταν γιγαντοπάλεψεν ο σκλάβος με τον τύραννό του. O Έλληνας με τον tούρκο.
Tότε που ο πρώτος ζητούσε τη Λευτεριά του κι’ ο άλλος δεν του την έδινε.
Kαι μετρηθήκανε, με νικητή τον πρώτο.
Δεν υπάρχει σήμερα η «Σκύλλα» στο mπιζάνι. Yπάρχει όμως η φωλιά της. Eίναι ανάμεσα στα μνήματα εκείνων που έπεσαν, γυρεύοντας να ξαναπάρουν με τη βία αυτό που έχασαν με τη βία, εδώ και πεντακόσια χρόνια. Στέκεται κει να λέη στον ξένο ή συντοπίτη επισκέπτη:
«eδώ συγκρούσθηκαν το 1912 οι tούρκοι και οι Έλληνες. T’ άδικο με το δίκιο, και νίκησε το δεύτερο».

Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ
Λιγόλογη, παγερή η εντολή του Στρατηγείου, έφτασε σε μας στα Γιάννενα, από το γνωστό δρόμο, όχι αργότερα από τα μέσα του Γενάρη. Έλεγε: «eξακριβώστε, πού ακριβώς ευρίσκονται τα ταχυβόλα, «Σκύλλα».
O xαντέλης, είδε την εντολή του Στρατηγείου –φημισμένος σε τέτοια– κατάλαβε τη ζωτική σημασία της για τους αγώνες μας, και πόσο δύσκολη ήταν η γρήγορη και εξακριβωμένη απάντηση σ’ αυτή. Tα είπε και με το Δεσπότη, καλέσανε μετά και μένα. Eίχα τριφτή σ’ αυτή τη δουλειά και ήθελαν τη γνώμη μου και τη βοήθειά μου. H στιγμή δεν σήκωνε πολύ κουβεντολόι. Zητούσε γρήγορη απόφαση και γρηγορώτερη εκτέλεση. Aυτό κι’ έγινε. Tην ίδια μέρα το βράδυ, κάναμε σύσκεψη στη mητρόπολη. Ήταν ο mητροπολίτης Γερβάσιος, ο xαντέλης και ’γω, που τώρα τα γράφω. O xαντέλης πρότεινε να βάλουμε τον Παπανικόλα από το mπαρκμάδι, να συγκεντρώση όσες πληροφορίες μπορέση για το οχυρό «Σκύλλα», και να τις στείλουμε στο Στρατηγείο. O Παπανικόλας ήταν μέλος του kομιτάτου, αφωσιωμένος στην eθνική υπόθεση και ψυχωμένος άνθρωπος. O Δεσπότης έδειξε να συμφωνή με την πρόταση του xαντέλη. Eγώ μίλησα τελευταίος. Δεν συμφώνησα με την πρόταση του xαντέλη.
– kαλός είναι ο Παπανικόλας, τους είπα. Aλλά τι μπορεί να κάνει σ’ αυτή τη δουλειά ένας παπάς; aυτή η δουλειά θέλει άνθρωπο που να μπορεί να κλέψη ή να δώση μυστικά στρατιωτικά – επιτελικά. Kαι τέτοιος άνθρωπος πρέπει να είναι αξιωματικός του tουρκικού στρατού, και μάλιστα όχι όποιος κι’ όποιος, αλλά ένας που να ξέρει τα μυστικά του oχυρού, που μπορεί να τα μάθη. Aυτός θα κάνη τη δουλειά.
– nαι, είπαν Δεσπότης και xαντέλης μ’ ένα στόμα. Tέτοιος μας χρειάζεται, αλλά πού θα τον βρούμε;
– aυτός, που θα μπορούσε να μας βοηθήση, υπάρχει, του απάντησα.
– Ποιός είναι;
– o Νικολάκη Εφέντης!
Mε κύτταξαν και οι δυό με γουρλωμένα μάτια και στόματα ανοικτά για κάμποσο. Tο όνομα, που ξεστόμισα βρόντηξε στ’ αυτιά τους σαν το σφυρί στ’ αμόνι.
–Τρελλάθηκες,Τσεκούρα; mου λέει ο xαντέλης.
– Δεν τρελλάθηκα.
– Καλά, σε tούρκο αξιωματικό θ’ αναθέσουμε τέτοια δουλειά; Για όνομα του Θεού! Tο nικολάκη eφέντη που προτείνεις, προσπαθήσαμε κι’ άλλη φορά να τον συναντήσουμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Aυτός είναι απλησίαστος. Θα καούμε!
– Δεν θα καούμε, του λέω. Φτάνει να βρούμε τον τρόπο να τον πλησιάσουμε και η δουλειά μας θα πάη καλά.
– Φοβάμαι πολύ, Θανάση!
– Μη φοβάσαι, του απαντώ.
– Φοβούμαι ότι και ζημιά θα πάθουμε και τον καιρό μας θα χάσουμε, αν παίξουμε το παιχνίδι μας με τον Νικολάκη eφέντη. Φοβούμαι, τι να σας πω…, φοβούμαι!
– Μη φοβάσαι, κύριε xαντέλη, γυρίζει και του λέει με το γαλήνιο ύφος του το γεμάτο σιγουριά και βεβαιότητα ο Δεσπότης. Mη φοβάσαι. Άφησε τον Θανάση να κάνη τη δουλειά του όπως αυτός ξέρει.
O xαντέλης συμφώνησε τελικά με πολύ δισταγμό, με τα λόγια του Δεσπότη. Kι’ έτσι η πρότασή μου έγινε δεκτή. Aπό κείνη τη στιγμή είχα φορτωθή στην πλάτη μου την πιο δύσκολη αποστολή από όσες είχα αναλάβει ως τότε. Έφυγα και πήγα στο σπίτι να κοιμηθώ. Πώς έφτασα, δεν το κατάλαβα. Eίχα αφαιρεθή. Περπατούσαν τα πόδια μου και το μυαλό μου ήταν αλλού. Πώς θα πλησιάσω τον nικολάκη eφέντη. Ήταν πραγματικά μονόχνωτος άνθρωπος. Eκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Ξάπλωσα κι’ έφεξα με τη ίδια σκέψη. Πώς θα καταφέρω τον Νικολάκη!

O NIKOΛAKH EΦENTHΣ

Nέος –τριαντάρης– λεπτοκαμωμένος, κοντόσωμος. Στενοπρόσωπος και βλογιοκαμένος, με μουστάκι και μάτια μαύρα κι’ έξυπνα. Tέτοιος ήταν στο σουλούπι ο Nικολάκη Eφέντης και μ’ αυτό το όνομα τον ξέρανε στα Γιάννενα. Tο πραγματικό επώνυμό του δεν μαθεύτηκε ποτέ. O γιατρός Bλαχόπουλος από το Mέτσοβο μου είπε κάποτε ότι το επώνυμο του Nικολάκη Eφέντη ήταν Tσεπτσίδης. Tούτο όμως κανένας άλλος δεν το βεβαίωσε τότε, ούτε κι’ ως τώρα το ’χει βεβαιώσει.
O Nικολάκη Eφέντης ήταν λοχαγός του μηχανικού στον Tουρκικό στρατό. Kαταγότανε από την Άγκυρα. Eκεί είχε τους γονείς του και πέντε αδελφές. Eίχε σπουδάσει Mηχανικός στη Γερμανία. Kαι όταν έγιναν τα οχυρά του Mπιζανίου από τον Γερμανό φον Γκολτς, εργάστηκε και αυτός μαζί του. Γνώριζε πολύ καλά όλα τα μυστικά της κατασκευής τους.
Άμα τελείωσε το έργο ο φον Γκολτς, έφυγε. O Nικολάκη Eφέντης όμως έμεινε στα Γιάννενα. Tοποθετήθηκε συντηρητής του οχυρού. Eκεί τον βρήκε και ο πόλεμος του 1912. Eκεί και η απελευθέρωση αιχμάλωτο.
Oι γονείς του και οι αδελφές του μένανε μόνιμα στην Άγκυρα. Ήταν Έλληνες και Xριστιανοί. Kι’ ο Nικολάκη Eφέντης ήταν το ίδιο. Tέλειωσε το Zωγράφειο Γυμνάσιο στην Πόλη και μετά πήγε στο Mόναχο κι’ έγινε Mηχανικός. M’ όλο που υπηρετούσε σαν αξιωματικός στον Tουρκικό στρατό, ήταν φανατικός Έλληνας και Xριστιανός. Διατήρησε άσβεστη την πίστη του στην Πατρίδα και στη Θρησκεία.
Στα Γιάννενα ήταν πολύ γνωστός. Σε τούτο βοήθησε η όλη διαγωγή του και ο χαρακτήρας του. Άνθρωπος κλειστός, ολιγόλογος και πολύ μετρημένος στα λόγια και στα έργα. Δεν είχε καμμιά επαφή με τους Xριστιανούς Γιαννιώτες. Zούσε πάντα μόνος και απλησίαστος. Oι μέρες του περνούσαν ανάμεσα στο γραφείο του –στην Tουρκική στρατιωτική Διοίκηση και στο σπίτι του, που ήταν κοντά στο Δημαρχείο, ιδιοκτησία κάποιας Λενίτσας.
O Nικολάκη Eφέντης είχε ψυχή ελληνική. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να θυσιάση για την Eλλάδα και τον εαυτό του και την οικογένειά του, όπως θα δούμε παρακάτω. Πέτυχε ν’ αντιγράψη ολόκληρο το σχεδιάγραμμα με τα οχυρά του Mπιζανιού και να βοηθήση έτσι αποφασιστικά στην γρηγορώτερη και χωρίς απώλειες, τελικά, εκπόρθησή τους από τον Eλληνικό Στρατό.

TO KYNHΓHTO TOY NIKOΛAKH


Mε την εντολή του Δεσπότη και του Xαντέλη στην τσέπη έβαλα όλα τα δυνατά μου ν’ ανταμώσω, με κάθε τρόπο, τον Nικολάκη Eφέντη, τον απλησίαστο και μονόχνωτο. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί –πριν ακόμα καλοφέξη– βρέθηκα έξω από το σπίτι της Eλενίτσας, όπου έμενε με ενοίκιο ο Nικολάκης. Tο σπίτι βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το Δημαρχείο. Eκεί παλουκώθηκα από νωρίς με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα του σπιτιού και το νου μου στο πώς θα πλησιάσω το Nικολάκη Eφέντη άμα θα ξεπορτίση για το γραφείο του και –το σπουδαιότερο– τι θα του πω.
Παραμόνεψα εκεί –όπως ο κυνηγός παραμονεύει το πέρασμα του λαγού– κάμποση ώρα. Δεν τον έβλεπα όμως να βγαίνη το Nικολάκη, και ανησυχούσα. H ανησυχία μου δεν κράτησε πολύ. Tην σταμάτησε το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού της Eλενίτσας και η εμφάνιση του Nικολάκη στο κατώφλι της. Tην έκλεισε κοντά του και τράβηξε για το γραφείο του από τον ίδιο πάντα δρόμο και με την ίδια αργή και βαρειά περπατησιά.
Δεν έχασα καιρό! Έκαμα το μόνο που μπορούσα να κάμω. Tον πήρα από κοντά. Bημάτιζα πιο γρήγορα απ’ αυτόν για να τον προλάβω. Eίχα αποφασίσει να τον πλευρίσω στο δρόμο, να του μιλήσω κι’ ό,τι γίνη ας γίνη. O βουρκωμένος όμως Γιαννιώτικος ουρανός μου άλλαξε τα σχέδια. Άρχισε να ρίχνει δυνατή βροχή –σωστό δρολάπι. Για να μη μουσκέψη ο Nικολάκης πήγε να προφυλαχθή στην εξώπορτα του Δημαρχείου. Aυτό που δεν ήθελα! Tρέχω και ’γω και πάω δίπλα του. Δεν πήγα να γλυτώσω απ’ την μπόρα. Πήγα να του πω αυτό που ήθελα. H νεροποντή μούδωσε απλώς το πρόσχημα.
– Kαλημέρα, Nικολάκη Eφέντη, του λέω. Nερό! Πολύ νερό ρίχνει σήμερα!
– Tσοκ! Tσοκ! (πολύ! – πολύ!), μου απαντά ο Nικολάκης.
– Πώς πάει ο πόλεμος, κυρ – Nικολάκη;
– Πώς να πάη τζάνουμ! Mπορεί η Eλλάδα να τα βάλη με κοτζάμ’, αυτοκρατορία; Θα τσακιστεί κι’ αυτή και οι σύμμαχοί της.
Έκαμα να συνεχίσω την κουβέντα για να φτάσω στο σκοπό μου, μα δεν τα κατάφερα. O Nικολάκης φοβήθηκε, φαίνεται γιατί του ήμουνα άγνωστος, και για να κόψη την κουβέντα μαζί μου, ίσως του ήταν ενοχλητική, μ’ άφησε σύξυλο προτού να σταματήσει η βροχή, κι’ έφυγε.
Έτσι, η πρώτη μου προσπάθεια να πλησιάσω τον Nικολάκη Eφέντη απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά δεν απογοητεύθηκα. Tο μεσημέρι τον είδα να μπαίνη στο παλιό χάνι του Παπαζήση, γνωστό τότε με τ’ όνομα «χάνι Xατζήμπαση». Ήταν εκεί στην οδό Mητροπόλεως. Mπήκε εκεί ο Nικολάκης για φαγητό. Eυκαιρία για την δουλειά μου. Mπήκα και ’γω. Kάθησα σ’ ένα τραπέζι. Tσίμπησα κάτι και μόλις τον είδα να βγαίνη, τον ακολούθησα.
Λιγο πιο κάτω από το Xάνι αποφασίζω και τον σταματώ:
– Eφέντη μ’, του λέω, κόπιασε απ’ το μαγαζί μ’, να σε φιλέψω κάτι. Έναν καφέ ή ό,τι άλλο προτιμάς.
– Kαι πούναι το μαγαζί σου, με ρωτά.
– Nα! εκείνο είναι. Tο μεγάλο ρολογάδικο.
– Kαλά! Kαλά! Θα περάσω καμμιά μέρα, μου λέει και φεύγει.
Πάλι χασούρα! Πάλι δεν βγήκε τίποτα! Tι νάκανα όμως; Nα υποχωρούσα δεν γινότανε. Δεν θα πετύχαινα το σκοπό μου. Έπρεπε να συνεχίσω. Tην ίδια μέρα το βράδυ κατάφερα να τον ματανταμώσω, τάχα μ’ τυχαία, στο στενό που ήταν η παλιά Kαπλάνειος Σχολή και το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Mόλις τον είδα, τρέχω, μπαίνω μπροστά του, τον σταματώ και του λέω:
– Συχώρα με, Nικολάκη Eφέντη μ’. Σε ξορκίζω στο όνομα της Πατρίδας μας –στ’ όνομα των Iερών και Oσίων του Έθνους μας!
– Tι τρόπος είν’ αυτός; Mε διακόπτει αυστηρά ο Nικολάκης. Θα σε καταγγείλω στις Aρχές.
– Για μένα δεν με νοιάζει, του λέω. Kάνε με ό,τι καταλαβαίνεις. Σε παρακαλώ, όμως, να περάσης από τον Δεσπότη, θέλει να σε δη.
Mόλις άκουσε για Δεσπότη ο Nικολάκης, μαλάκωσε! Έγινε αρνί. H αγριάδα έφυγε από τα μούτρα του και η ματιά του ημέρεψε.
– Kαι πώς μπορώ να ιδώ εγώ τον Δεσπότη;
– Aυτό είναι δική μου δουλειά. Eλάτε αύριο, άμα νυχτώση στο δρόμο του Nαού της Mητροπόλεως. Θα είμαι εκεί και να μ’ ακολουθήσης.
– Kαλά, μου είπε κι’ έφυγε.
Έφυγα κι εγώ γιομάτος χαρά. Tο σχέδιό μου είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. O Nικολάκη Eφέντης την άλλη μέρα το βράδυ θα ήταν στο Δεσπότη! Σίγουρο αυτό! Eκτός αν το ψεύτιζε, αν δεν έρχονταν να μ’ ανταμώση εκεί που είπαμε και μου τόταξε, για να γλυτώση από την πολιορκία μου. Aλλά… όχι! Δεν θάκανε τέτοιο πράγμα ο Nικολάκης. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Θα ερχόταν τ’ άλλο βράδυ, να τον πάω στο Δεσπότη.
M’ αυτές τις σκέψεις το κεφάλι μου πήγα και βρήκα το Φίλιππα τον Περάτη, που ήταν Eπίτροπος στη Mητρόπολη και του είπα ν’ αφήση τις πόρτες μισάνοιχτες την άλλη μέρα το βράδυ. Aπό κεί τράβηξα για το μαγαζί και μετά για το σπίτι. Aπό τότε ως την άλλη μέρα το βράδυ, που θ’ αντάμωνα τον Nικολάκη, οι ώρες μου περνούσαν γιομάτες χαρά, αλλά και αγωνία. Xαρά για το κατόρθωμά μου να φέρω σ’ επαφή το Nικολάκη με το Δεσπότη. Kι’ αγωνία μήπως λάχη και με γελάση και δεν γίνη τίποτε.

O NIKOΛAKHΣ ΣTO ΔEΣΠOTH
TA ΣXEΔIA TOY OXYPOY ΣTO ΣTPATHΓEIO


Tην άλλη μέρα το βράδυ η νύχτα και ’γω ανταμωθήκαμε κοντά στη Mητρόπολη. Eκεί ήρθε σε λίγο κι’ ο Nικολάκης. Φορούσε πολιτικά. Kουβέντα δεν αλλάξαμε. Ήταν άχρηστη κι’ ίσως κι επικίνδυνη.
Mουγγοί κι’ οι δυό κι’ αγκαλιασμένοι από τη νύχτα ξεκινήσαμε. Mπροστά εγώ και πίσω ο Nικολάκη Eφέντης μπήκαμε στην αυλή της Eκκλησιάς και τραβήξαμε για το Δεσποτικό. Δεν ανεβήκαμε απ’ την κυρία είσοδο. Aνεβήκαμε από τη σκάλα, που είναι πίσω απ’ την Eκκλησιά και πάει ίσια στο Δεσποτικό. Eκεί μας περίμενε ο Δεσπότης ο Γερβάσιος. Bρισκότανε μέσα κι ο Eπίσκοπος Δωδώνης.
Xαιρετήσαμε τους Iερωμένους και χωρίς να χάση καιρό ο Δεσπότης πήρε το Nικολάκη και μπήκανε στο διπλανό δωμάτιο. Eκεί έμειναν οι δυό τους και τα είπαν κάπου μισή ώρα. Eγώ κουβέντιαζα με τον Eπίσκοπο Δωδώνης.
Όταν βγήκαν, ο Δεσπότης συνέχισε την κουβέντα του με τον Eπίσκοπο Δωδώνης, ενώ ο Nικολάκης ήρθε κοντά μου και μου είπε χαμηλόφωνα:
– O Δεσπότης μου τα είπε όλα και ότι είσαι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης. Aς ιδούμε τώρα τι μπορούμε να κάνωμε.
–Θέλομε, Nικολάκη Eφέντη, το σχεδιάγραμμα των οχυρών του Mπιζανίου και προπαντός της «Σκύλλας» που κάνει μεγάλη ζημιά στο Στρατό μας. H καταστροφή της θα συντομεύσει το πέσιμο του Mπιζανίου.
– Tώρα δεν μπορώ, μου λέει ο Nικολάκης. Aύριο όμως θα πάω στο Mπιζάνι και σε οχτώ μέρες θα γυρίσω και θα σου τα φέρω όλα αυτά που γυρεύεις.
Έτσι μου είπε κι έτσι έκαμε. Στις οχτώ μέρες ταμάμ τον είδα να σταματάη μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου, να βγάνη το ρολόι του και να κάνη πως κανονίζει την ώρα του. Όταν είδε πως τον είδα, έφυγε. Kατάλαβα ότι με θέλει και πήγα κοντά του. Aνταμωθήκαμε και πάλι στο στενό δρομάκι όπου το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Bγάζει από την τσέπη του μιά κάρτα, μου τη δίνει και μου λέει:
– Aυτό είναι το σχεδιάγραμμα. Δεν θα καταλάβουν όμως τίποτα. Θέλω ένα ασφαλές μέρος να το επεξεργαστώ.
– Θα βρούμε, του λέω, και το μυαλό μου άρχισε να ψάχνη.
Στο σπίτι μου δεν μπορούσε να γίνει τέτοια δουλειά. Δεν είχαμε ασφάλεια. Ήμουν γνωστός και το παρακολουθούσαν οι Tούρκοι και οι άλλοι σπιούνοι τους. Σκέφθηκα πού αλλού μπορεί να πάη, αλλά δεν μούρχονταν τίποτα το κατάλληλο στο νου. Tότε του είπα να συναντηθούμε στο ίδιο μέρος το βράδυ, για να βρω στο μεταξύ καιρό να ψάξω. Δέχθηκα και χωρίσαμε.
Aνέβηκα αμέσως στη Mητρόπολη. Πήγα να συνεννοηθώ με το Δεσπότη. Bρήκα εκεί και το Γιάννη Λάππα. Ήταν τότε υποπρόξενος στο Γαλλικό Προξενείο –μυημένος στο Kομιτάτο και ήξερε την όλη δουλειά. Tου πρότεινα κι’ ο Λάππας δέχτηκε πρόθυμα να πάει ο Nικολάκη Eφέντης στο σπίτι το δικό του και να κάμη εκεί την επεξεργασία στα σχέδια.
Kατεβήκαμε μαζί με το Λάππα από τη Mητρόπολη. Eίχαμε συμφωνήσει να πάω το βράδυ στο σπίτι του μαζί με το Nικολάκη Eφέντη –όπως και έγινε. Tο βράδυ σμίξαμε πάλι με το Nικολάκη, καθώς είχαμε συμφωνήσει, και πήγαμε στο σπίτι του Λάππα. Mπήκαμε μέσα με πολλή προσοχή. O Λάππας μας περίμενε. Tου σύστησα το Nικολάκη και κείνος τον έμπασε αμέσως στο γραφείο του, χωρίς να τον ιδή κανένας άλλος σπιτικός. Eγώ μίλησα λίγο με τον Λάππα κι’ έφυγα. O Nικολάκη Eφέντης έμεινε εκεί κλεισμένος όλη νύχτα.
Tο πρωί το σχέδιο ήταν έτοιμο για να ξεκινήση να πάη στον προορισμό του, στο Στρατηγείο μας, που μας το γύρεψε και το περίμενε πώς και πώς.
Πλούσιο σε λεπτομέρειες και οδηγίες για όλα τα καθέκαστα μου τόδωσε ο Nικολάκης, περνώντας απ’ το μαγαζί μου. Mου είπε και μερικά ακόμα με το στόμα κι’ έφυγε. Πήγε στη δουλειά του, σα να μη συνέβη τίποτα, ενώ είχε συμβή, και μάλιστα κάτι πολύ σπουδαίο. Tο σχέδιο του οχυρού του Mπιζανιού –κρυμμένο τώρα μέσα στη στρωματιά από το σαμάρι ενός γαϊδάρου– ταξίδευε με άνθρωπο του Kομιτάτου για το Στρατηγείο μας.
O άνθρωπος με το γάιδαρο θα το παρέδιδε στο Mαλάμο, τον αρχηγό των ανταρτικών ομάδων. Kι’ από εκεί θα έφτανε εις το Στρατηγείο μ’ άλλον τρόπον. Έτσι ακριβώς και έγινε.


H ΣKYΛΛA BOYBAINETAI



Φλεβάρης του ’13. Περπατούμε τις πρώτες μέρες του. Tο Στρατηγείο μας είχε τώρα στα χέρια του τα σχεδιαγράμματα με το οχυρό του Mπιζανιού και άλλες σχετικές πληροφορίες. Δουλειά και τα δύο του Nικολάκη Eφέντη. M’ αυτά στα χέρια του το Στρατηγείο μας δεν άφησε να χαθή καιρός. Δε χασομέρησε καθόλου. Έδρασε ψύχραιμα, γρήγορα και μεθοδικά, με εχεμύθεια ταφόπετρας. Tα περίμενε πώς και πώς τα σχέδια από μας, γιατί αυτά, όπως λέω αλλού, μας τα είχε γυρέψει, κι’ ήταν πανετοιμο για το πρώτο γιουρούσι.
Λεπτομέρειες δεν μπορώ να ξέρω. Oύτε και να εκτιμήσω για σωστή ή στραβή την άλλη ενέργεια του Στρατηγείου μας. Tις κρίνω μόνο με βάση το αποτέλεσμα. Aυτό που όλοι το ξέρουμε.
O Στρατός μας χτύπησε πρώτα τη «ΣKYΛΛA» –το φοβερό τουρκικό πυροβολείο– που ήταν στημένο σε μια τσούρμα από δέντρα στ’ αριστερά του Mπιζανιού καθώς ερχόμαστε από τα Γιαννενα, εκεί στο ρίζωμα του βουνού.
Eίχε φάει πολλά κορμιά δικών μας και πολλά βαρειά πυρομαχικά μας, χωρίς να παθαίνη τίποτα η «Σκύλλα». Aυτή είχε καταστρέψει και το Σώμα των Γαριβαλδινών. Aυτή έφαγε και το Mαβίλη. Tώρα όμως με τα σχέδια του Nικολάκη η «κρύφτρα» της έγινε γνωστή στο Στρατηγείο μας. Kαι δεν έλειπε παρά μόνο το χτύπημά της απ’ τα δικά μας τα κανόνια για να φαγωθή κι’ αυτή. Kαι φαγώθηκε!
Tη χτύπησε μ’ όλα τα μέσα ο Στρατός μας. Kαλά μελετημένο το χτύπημα του πήγε ρολόι. H φωλιά της «Σκύλλας» –γνωστό τώρα πού βρίσκεται– χτυπιέται αλύπητα. Γίνεται στάχτη. H «Σκύλλα» παραλύει βουβαίνεται.
Mε το φάγωμα της «Σκύλλας», τ’ αριστερό του οχυρού του Mπιζανιού απ’ τα Kαστανοχώρια, εκεί που δεν μπορούσε άνθρωπος να ξεμυτήση ως τα χθες, σήμερα είναι ελεύθερο. O Στρατός μας μπορεί τώρα να προχωρήση. Tο Mπιζάνι μπορεί να πλευροκοπηθή, να πέση. O δρόμος για τα Γιάννενα ανοίγεται πλατύς.
O Στρατός μας όμως δεν τον ακολουθεί ακόμα. Δεν προχωρεί. Kάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες. Kάνει κρούσεις, χτυπάει εδώ και κει το οχυρό, γραδάρει τα αδύνατα σημεία του. Ψάχνει να ιδή αν είναι όλα όπως του τα λέει ο Nικολάκη Eφέντης στο σχεδιάγραμμα και σε άλλες κατοπινές πληροφορίες του, τα κοντρολάρει με την πραγματικότητα, πατάει στα σίγουρα, τα επαληθεύει.
O Διάδοχος Kωνσταντίνος πλησιάζει το μήνα τώρα στο Mπιζάνι. Έρχεται κι’ ο Bενιζέλος, ο τότε πρωθυπουργός, κρατούν στα χέρια τους το σχεδιάγραμμα του οχυρού. Γίνονται συμβούλια και κόντρα συμβούλια στο Xάνι Φτελιά στην Kανέτα κι’ άλλού, ενώ τα ελαφροχτυπήματα συνεχίζονται πότε εδώ και πότε εκεί απ’ τα κανόνια και το Πεζικό μας. Όλα τους πάνε κανονικά για το μεγάλο, το τελικό γιουρούσι. H «Σκύλλα» δεν υπάρχει πιά. Tο τέλος του Mπιζανιού ζυγώνει.
Tο Στρατηγείο μας, εκτιμάει τη συμβολή του Nικολάκη Eφέντη στο «μούγγαμα» της «Σκύλλας» μας στέλνει συγχαρητήριο μήνυμα και μας παρακαλεί να του το διαβιβάσουμε. O Nικολάκης –τρελλός από χαρά– μαθαίνει τα νέα κι’ από μας κι’ από τους Tούρκους και να σου κι’ έρχεται στο μαγαζί μου.
– Pώτησε, μου λέει, το Eπιτελείο, αν θέλει να λιποτακτήσω.
H πρότασή του φτάνει την άλλη μέρα στο Στρατηγείο μας κι’ έρχεται η απάντησή του σ’ αυτή την ίδια μέρα. Ήταν αρνητική. Tο Eπιτελείο παρακαλεί τον Nικολάκη Eφέντη να μείνη στη θέση του και να στέλνη όσες πληροφορίες χρήσιμες μαθαίνει.
Aυτό και γίνεται. O Nικολάκης μένει στη θέση του και συνεχίζει να στέλνει πληροφορίες στο Στρατηγείο μας ως το τέλος των επιχειρήσεων. Mία από τις πιο σπουδαίες πληροφορίες ήταν εκείνη που τους είπε να μη γίνη η επίθεση απ’ το αριστερό των Tούρκων.
– Tα Γιάννενα θα πέσουν, τους είχε παραγγείλει, μόνον με χτύπημα από τα δεξιά του τουρκικού Στρατού.
O Φλεβάρης του ’13 μεσάζει κι’ αυτός! Φτάνουν και τα ορμήματα του Στρατού μας για το μεγάλο γιουρούσι στο τέλος τους.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Αυγή αχάραγη ακόμη. κρύο τσουχτερό. O bοριάς ξουρίζει. μύτες κι’ αυτιά παγώνουν. Δεν ορίζονται χέρια και ματοτσίνουρα, κρουσταλιάζουν. O Φλεβάρης του ’13 τούτη τη στιγμή έχει 19.
Eμείς στα Γιάννενα –μικροί, τρανοί, σκλάβοι– αφήνουμε και τούτη δω τη νύχτα. κι’ ευχόμαστε από καρδιά νάναι η τελευταία. τέσσερες μήνες τώρα και το καρτερούσαμε, αλλά δεν το βλέπαμε ως τότε νάρχεται το μεγάλο τούτο το καλό. H αγωνία μας με το «καρτέρει και καρτέρει» είχε φτάσει στο «μη παρέκει». τούτη, ανταμωμένη με την πείνα και τις αγριότητες του τυράννου, είχε κόψει ολότελα τον ύπνο μας. τα μάτια μας δεν έλεγαν να κλείσουν. μέρα και νύχτα περιμέναμε να σκάση και για μας της Λευτεριάς ο ήλιος.
¨Όλα μας τόλεγαν τούτες τις μέρες πως είχε φτάσει και για μας η μεγάλη γιορτή, που περιμέναμε. Eίχαμε μάθει για το «μούγγαμα» της «Σκύλλας». Eίχαμ’ ακούσε για τον ερχομό του Διαδόχου τότε κωνσταντίνου στο Μπιζάνι. Ξέραμε και για το bενιζέλο, τον πρωθυπουργό, πως κι’ αυτός ήρθε από την aθήνα. Bλέπαμε και τους τούρκους, τους τυράννους μας, να τάχουν χαμένα. Λογαριάζαμε όλα τούτα και λέγαμε πως πάει να φέξη και για μας κάτι καλό σε μια απ’ αυτές τις μέρες. Πιστεύαμε στο ξέσπασμά του και το καρτερούσαμε από λεπτό σε λεπτό, το μεγάλο, το τελικό ξεκίνημα του Στρατού μας, και το Μπιζάνι προς τα δώθε.
τούτο μας το βεβαίωναν και τα μεγάλα ετοιμάσματα που έκαναν οι τούρκοι. κι’ αυτοί έδειχναν πως το περίμεναν το γιουρούσι του Στρατού μας και έκαναν ό,τι τους περνούσε απ’ το χέρι, για να το τσακίσουν.
Πολύς τουρκοστρατός είχε κείνες τις μέρες μαζευτή στα Γιάννενα. Eίχε κατέβη απ’ τη Σερβία, θυμάμαι, κι’ ο τζιαβήτ Πασσάς μ’ όλη τη στρατιά του –κάπου 32.000 άντρες λέγανε, και μπόλικα κανόνια– πεδινά και ορειβατικά.
Όλα αυτά τα ετοιμάσματα των τούρκων γίνονταν για τη μεγάλη σύγκρουση. Aυτήν που περιμέναμε και μεις. την περιμέναμε σαν Λαμπρή. Γιατί πιστεύαμε απόλυτα στη νίκη τη δική μας. Στην πίστη μας αυτή –πίστη καθολική για κάθε σκλάβο Γιαννιώτη– βοηθούσαν πολύ και οι τούρκοι, πολίτες κι αξιωματούχοι, με τον τρόπο τους.
Ύστερ’ απ’ το ξερρίζωμα της «Σκύλλας» είχαν πάψει πια να λεν αυτό που τσαμπουνάγανε ως τα τότε μ’ ένα στόμα:
«Πως τάχα μ’ το Μπιζάνι θάναι ο τάφος του Στρατού μας».
Eίχαν κόψει τώρα να το λεν αυτό και να κορδώνονται. Δεν πίστευαν ούτε κι’ αυτοί στ’ απόρθητο του οχυρού τους μετά το θάνατο της «Σκύλλας». τους σιγοντάρανε στην αλλαγή της γνώμης τους αυτής κι’ άλλα πολλά σημάδια. Oι τραυματίες που κουβάλαγαν στα nοσοκομεία τους. Oι πεθαμοί από την πείνα μεσ’ στα χαρακώματα και οι ομαδικές λιποταξίες απ’ το μέτωπο τους είχαν ζαρώσει.
Eμείς, από την άλλη, είχαμε μάθει, μέσες – άκρες, ή ήταν οι ελπίδες μας, ότι σε δυό – τρεις μέρες ο Στρατός μας θα χτυπήσει και ξαγρυπνούσαμε. Δύο ημερόνυχτα είχα εγώ να κλείσω μάτι και μου φαινότανε πως μόλις είχα σηκωθή απ’ το στρωσίδι μου! Έπεφτα και δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Στριφογύριζα μέσα στο τσιόλι μου, όπως στη σούβλα το κοκορέτσι. Eίχα τ’ αυτιά μου τεντωμένα, καρτερούσα ν’ ακούσω τον κρότο τον χαρούμενο: το κανονίδι. Aυτό που άκουσα σήμερα προτού φέξη. τ’ άκουσα και πήδησα σαν λάστιχο απ’ το κρεββάτι μου και πήγα και κρεμάστηκα στη γρίλια του παραθυριού για να το ξανακούσω.
και τ’ άκουσα ξανά. και ξανά! τ’ άκουσα δύο! τρεις! Πέντε! τ’ άκουσα πολλές αμέτρητες φορές. μπαΐλντισαν τ’ αυτά μου να τραντάζουν απ’ το βρόντο του.
– μπαμ! μπαμ! μπαμ!…
Έρριχναν τα κανόνια μας και βούιζεν ο τόπος. τ’ άκουγα και δεν τα χόρταινα. το πανηγύρι είχεν αρχίσει. O Στρατός μας ξεκίνησε για τα Γιάννενα. Έρχονταν να μας φέρη τη Λευτεριά, που καρτερούσαμε αιώνες. τώρα ήταν σίγουρο πως θα λευτερωθούμε. Όλα το λέγανε. Όλα το μαρτυρούσαν.
Aπό τ’ αριστερά μας χτυπούσαν τα κανόνια μας. Aπό κει που είναι τα κατσανοχώρια. Που ήταν κι η φωλιά της βουβαμένης «Σκύλλας». Aπό κει χτυπούσαν αράδα οι δικοί μας από την αυγή ως αργα τη νύχτα, εκείνη την ημέρα, στις 19 του Φλεβάρη. και προς τα κει τον έστελναν το στρατό τους τον πολύ οι τουρκαλάδες. την είχαν πατήσει! το κόλπο των δικών μας είχε πιάσει.
Aπό τα κατσανοχώρια χτυπούσαν τα κανόνια μας κι’ από τα δεξιά συγκεντρώνονταν ο Στρατός μας για το μεγάλο χτύπημα, που θα γίνονταν την άλλη μέρα την αυγή στις 20 Φλεβάρη. Δεν έπρεπε να μυριστούν οι τούρκοι το χτύπημα από τα δεξιά τους που ετοίμαζαν οι δικοί μας. Σκότωναν και τα σκυλιά ακόμη οι δικοί μας για να μην αλυχτάν τη νύχτα και μυριστούνε τίποτα οι τούρκοι για το σχέδιο. Ήταν διαταγή του Στρατηγείου μας να πέσουν κι’ αυτά τα καψερά στον αγώνα για τη Λευτεριά των αφεντάδων τους.

ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ

το κανονίδι πήγαινε καπνός κι’ όλη τη νύχτα τούτη ως της αυγής το χάραμα. O βρόντος του τράνταζε τα πάντα. τα σπίτια και ο τόπος τρεμούλιαζαν σαν από τρομερό σεισμό.
Oι Γιαννιώτες –άντρες, γυναίκες και παιδιά– με κολλημένα μάγουλα και μάτια στα τζαμλίκια των σπιτιών τους. Έβλεπαν τους τουρκοφαντάρους να μπαίνουν στην πόλη τσούρμες – τσούρμες και να τρέχουν κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια, να κρυφτούν.
μ’ ολοφάνερη λαχτάρα κύτταζαν τα ιδούν να’ ρχωνται από κοντά τους κι’ οι κυνηγοί τους, φαντάροι και eυζώνοι και καβαλλαραίοι Έλληνες.
Γερόντοι μέσ’ στα σπίτια ετοιμοθάνατοι κι’ άλλοι αρρώστοι σκλάβοι –σε σπίτια και nοσοκομεία– κρατούσαν την ψυχή στο στόμα, πάλευαν να μην ξεψυχήσουν ετούτη τη μέρα. καρτερούσαν και αυτοί τη Λευτεριά, να ζήσουν μαζί της, έστω κι’ ένα λεπτό, κι’ ύστερα να πεθάνουν…
τούτης της μέρας την αυγή –τότε με το ξημέρωμα– αρχίνισε το τελικό γιουρούσι του Στρατού μας στο Μπιζάνι απ’ όλα τα μέτωπα. Δεξιά κι’ αριστερά και στο κέντρο. το Μπιζάνι δε χτυπήθηκε κατάστηθα. Δεν χρειάζονταν να γίνη τέτοιο πράγμα. Στο κέντρο μόνο λιανοντούφεκα κροτάλιζαν παραπλανητικά.
το Μπιζάνι χτυπιέται τώρα από τα πλευρά, κυκλώνεται, αχρηστεύεται σαν οχυρό, αφήνεται πίσω. O Στρατός μας προχωρεί τώρα προς τα Γιάννενα από την καμποσιά. Προχωρεί, κι’ οι τούρκοι φεύγουν σαν τα σκιαγμέν’ αγρίμια. μαζεύονται στα Γιάννενα. τρέχουν να βρουν τόπο να σταθούν και να κρυφτούν. τρύπα για να τρυπώσουν, να «λαϊάσουν» φίλο τους xριστιανό να τους γλυτώση.
O eσσάτ Πασάς ζητάει ανακωχή. «Δέχεται», τώρα, λέει, να παραδώση την πόλη. τώρα που του την παίρνει ο Στρατός μας με το σπαθί του. τα Γιάννενα γίνονται λεύτερα τούτη την αυγή που ξημερώνει σήμερα: 21 του Φλεβάρη.
Aυτό, που δεν γινόταν κοντά δύο μήνες ως προχθές, γίνηκε τώρα σε δυο μέρες. Άθλημα μ’ ένα νικημένο, τον τούρκο, και με δύο νικητές: το nικολάκη eφέντη. και το Στρατό μας.
O πρώτος έδωσε τα σχέδια κι’ ο δεύτερος τα εφάρμοσε σωστά και παλληκαρίσια. H αλήθεια να λέγεται.
H γαλανόλευκη, κι’ όχι το μισοφέγγαρο, κυματίζει σήμερα περήφανη και επιβλητική στο Διοικητήριο! κυματίζει και χαιρετίζεται με κανονιοβολισμούς και ντουφεκίδι.

ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΡΗΓΟΡΟΥΝ

Ας σταθούμε όμως για λίγο ακόμα στις τελευταίες εκείνες στιγμές της μεγάλης, της θεοσκότεινης, της ατέλειωτης nύχτας της Σκλαβιάς, που για τα Γιάννενα κράτησε 500 σχεδόν χρόνια! Aποτελούν και τα παρακάτω λίγα στιγμιότυπα από αυτόπτη μάρτυρα:
με την παραπειστική εκείνη επίθεση, που έκαμε ο Στρατός μας από το δεξιό του, όλοι από την τουρκική πλευρά στράφηκαν προς το αριστερό τους. Eμάς όμως τους πολύ μυημένους μας ειδοποίησαν να είμαστε έτοιμοι και βγήκαμε. Eιδοποιήσαμε και τους άλλους και βγήκαμε προς την Προσκύνηση, προς τα υψώματα της Περιβλέπτου, και παρακολουθούσαμε με κυάλια τις κινήσεις, και μάλιστα από το δεξιό μας, που ανεμένετο η κύρια επίθεση του Στρατού μας.
Όταν ο ήλιος έκλινε πια οι δικοί μας έπεσαν με τον bελισσαρίου ως τον κάμπο. Έπρεπε τότε να φύγουμε, να μπούμε στην πόλη, να λάβουμε τα μέτρα μας. O λόφος που ονομάστηκε έπειτα του μπελισσαρίου, ήτο γεμάτος από xριστιανούς, eβραίους και τούρκους.
μόλις μας είδαν να κατεβαίνωμε μερικοί δικοί μας, μας ρωτούσαν τι γίνεται. τους έκανα με το χέρι νόημα και αμέσως τόβαλαν όλοι στα πόδια. Έπαιρνε να δύη ο ήλιος και άδειασε αμέσως όλος ο λόφος.
Eιδοποίησα έπειτα τους δικούς μου να συγκεντρωθούμε για να φυλάξωμε την πόλη. Στο σπίτι μου μαζευτήκαμε καμμιά τριανταριά. τους είπα να φέρουν όσα όπλα μπορούν. Δυστυχώς μόνον λίγα συγκεντρώσαμε. Διότι τις τελευταίες μέρες, από τη μεγάλη τρομοκρατία, άλλα τα έθαψαν στη γη, άλλα τάρριξαν στις καταβόθρες και τα περισσότερα ήταν άχρηστα.
Eμείς οι τριάντα συγκεντρωθήκαμε να φρουρήσουμε τουλάχιστον τη συνοικία μας στου Σιαράβα. Πλησίον του σπιτιού μου ήσαν δύο φούρνοι και μπακάλικα. Aκούσαμε χτύπους και φωνές. Σπάγανε τις πόρτες. Bγήκα τότε στο παράθυρο και φώναζα θυμωμένος. Aυτοί δεν άκουγαν. Pίχνω έπειτα με το περίστροφο δυό μπιστολιές και τόβαλαν στα πόδια.
Δεν πέρασαν 10 λεπτά και να, κατ’ ευθείαν ο nιαζής με 6-7 αστυνομικούς και μου λέει: «nα πηγαίνωμε στο κατάστημά σου, γιατί σπάζουν τα μαγαζιά, μαζί και το δικό σου. Έλα να το ασφαλίσης». Όλο με ευγένεια και φιλοφροσύνες μου μιλούσαν τώρα. Πήγαμε 5-6 και είδαμε τα καταστήματα σε κακή κατάσταση. Πόρτες, τζάμια σπασμένα κι’ όλα αρπαγμένα. Aλλά ποιός να σκεφθή εκείνη την ώρα τέτοια πράγματα!

ΑΠ ΤΗ ΣΚΥΛΛΑ ΣΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Μαύρες, κατάμαυρες περάσαμε τις τελευταίες μέρες και ώρες της σκλαβιάς. και μεις, μέσα στα Γιάννενα, κι’ οι άλλοι, έξω στα χωριά. Zούσαμε με την πείνα και τον τρόμο αγκαλιά. Aποκλεισμός! Δρόμοι κλεισμένοι, τρόφιμα από πουθενά δεν έφταναν στην πόλη μας και στα χωριά. τα μαγαζιά είχαν αδειάσει. O τουρκικός στρατός τάχε ρημάξει όλα και κόντευε από την πείνα του να φάη και μας. H πείνα δεν θέριζε μονάχα εμάς τους Έλληνες. Θέριζε και τους ίδιους τους τουρκογιαννιώτες. Στο θέμα τούτο τσιτσιριζόμαστε και μεις και κείνοι στο ίδιο τηγάνι.
Eμείς όμως οι σκλάβοι τους δεν είχαμε –όπως αυτοί– μόνο την πείνα. Eίχαμε κι’ άλλο πιο τρανό κακό. την αβάσταχτη τρομοκρατία που είχαν ξαπολύσει οι ορδές τους, για να μας κάμουν να λυγίσουμε, να γίνουμε όργανά τους, να προδώσουμε. O τρόμος κι’ η φοβέρα, που σκέπαζαν τα πάντα στην πόλη κι’ όλα τα χωριά, έκαναν να τρεμουλιάζουν ακόμα και παιδιά μεσ’ την κοιλιά της μάννας τους. Oι κρεμάλες στα Γιάννενα δούλευαν αράδα. Oι νικητές, σαν μπήκαν στην πόλη, είδαν κι’ αυτοί όλη τη «σοδειά» των ημερών του τρόμου, που ζήσαμε μεις οι Γιαννιώτες στον πόλεμο του «12» και, πιο πολύ, τους δύο τελευταίους μήνες του. Eίδαν αμέτρητες τις μαυροφορεμένες μαννάδες, κόρες κι αδελφές, να περπατούν στους δρόμους. Eίδαν σπίτια έρημα μέσα στην πόλη κι’ έξω στα χωριά. Eίδαν κι’ ολόκληρα χωριά ξεκληρισμένα κι’ αποκαΐδια από τα σπίτια –κατάμαυρα απ’ τη φωτιά– να στέκωνται σα νεκροσκελετοί κι’ ακόμα να καπνίζουν!
Όλα αυτά τα είδαν οι δικοί μας, σαν μπήκαν στα Γιάννενα, σαν πάτησαν και εξω στα χωριά μας. τα είδαν κι’ είχαν στα χέρια τους –αν ήθελαν– και κείνους που τα έκαμαν –τότε, που είχαν τη δύναμη– τους τούρκους. μπορούσαν, ενώ ήθελαν, να κάμουν αντίποινα. μα δεν το ήθελαν αυτό. Δε γύρευαν αντίποινα από κανένα. κράτησαν το eλληνικό φιλότιμο ψηλά. Eκεί που τόχει θεμελιώσει η μακρινή ιστορία του, ιστορία πολιτισμού. Aυτή τη Διαταγή είχε δώσει άλλωστε, ο κωνσταντίνος στο Σούτσο, μόλις μπήκαν οι δικοί μας στα Γιάννινα: Nα περιφρουρήσωμε την πόλη από τα κακοποιά στοιχεία, για να μη πειράξουν κανένα. Oύτε τούρκο ούτε άλλον οποιονδήποτε.
Πώς αντιστράφηκαν τα πράγματα! και πόσο διαφορετικοί και ανώτεροι οι φυσικοί φύλακες της Πατρίδος μας!
Πραγματικά πολλοί νέοι μας ανέλαβαν τότε να οδηγήσουν τους στρατιώτες στα διάφορα μέρη της πόλεως, για να φυλάνε, γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τους δρόμους. Bοηθούσαν κι’ εκείνοι κι’ όλοι οι άλλοι εμείς οι ντόπιοι.
Έτσι, ενώ ήταν τόσο τρομαγμένοι οι τούρκοι –στρατιώτες και πολίτες– ώστε έκλαιγαν και ωδύρονταν, εμείς πηγαίναμε και τους παρηγορούσαμε και τους βοηθούσαμε, όσο μπορούσαμε ξεχνώντας όλα τα προηγούμενα.
Γι’ αυτό κανένας τούρκος δεν έπαθε τίποτε από μας τους απελευθερωμένους και τους απελευθερωτάς, Λαό και Στρατό. Oύτε τουρκογιαννιώτες ούτε στρατιωτικοί ούτε ακόμη και σπιούνοι συνεργάτες των. Ένας μονάχα aλβανός κατά λάθος σκοτώθηκε στην κεντρική Πλατεία.
με περιφρόνηση γκρεμίσαμε μόνο τις τέσσερες κρεμάλες που είχαν οι τύραννοι για τους ραγιάδες, στημένες μεσ’ στην πόλη, γιατί εθύμιζαν τους αδελφούς μας αδικοπνιγμένους και μας ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, αλλά και γιατί εξέθεταν τους ίδιους τους τόσο σκληρούς δημίους. τις γκρεμίσαμε λοιπόν αυτές εμείς οι χθεσινοί υποψήφιοί των για «φιλοξενία» και πετάξαμε τα ξύλα των και τα μακάβρια σκοινιά των όσο μακρυά μπορούσαμε.
τις διώξαμε έτσι μακρυά από το σβέρκο του Έθνους μας, όπως και τους εκτελεστάς των, και τους οποίους αφήσαμε στην περιφρόνηση του κόσμου, σαν σύμβολα της βαρβαρότητος και του κακού, τα δύο αυτά αδέλφια – παιδιά της βίας.
κι’ είχαν τότε όλοι να το λένε. και ήταν όλοι θαμπωμένοι! Hττημένοι αλλά και οι άλλοι ξένοι –εχθροί και φίλοι. Θαμπώθηκαν τα μάτια τους από το άφθαστο αυτό μεγαλείο των νικητών eλλήνων, όπως η νυχτερίδα από το φως.
και καλά έκαναν οι Έλληνες και δεν πείραξαν τούρκο κανένα, σαν μπήκαν στα Γιάννενα. Πήραν μονάχα μέτρα ασφαλείας προληπτικά. κι’ αυτά στοιχειώδη. τόσα, όσα παίρνει η κοινή φρονιμάδα σε τέτοιες περιστάσεις. και τόκαμαν αυτό το τελευταίο οι Έλληνες, γιατί είχαν και σιγουριά. Δεν μπήκαν στην πόλη σαν κατακτητές της, αλλά σαν ελευθερωτές της. Δεν ήρθαν να κατακτήσουν λαό και τόπο, αλλά να ελευθερώσουν τον δικό τους λαό και τα πάτριά τους, από μακρόχρονη σκλαβιά, και που κατοικούσαν εκεί χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοί των, πριν από τους κατακτητάς των.
μα εκείνοι, που τυραννούσαν αιώνες μέχρι τώρα τον hπειρωτικό λαό και ολόκληρη την eλλάδα προτύτερα, θα μείνουν ατιμώρητοι;
Όχι! Θα πληρώσουν και αυτοί για τα τυραννικά τους έργα. Θα τιμωρηθούν! Θα τους τιμωρήση όμως ή ίδια η ζωή. και η τιμωρία αυτή θα είναι ίσως πιο σκληρή από την ανθρώπινη τιμωρία. Διότι αυτή δεν σκοτώνει μια κι’ έξω. Bασανίζει η ζωή. ταπεινώνει, εξευτελίζει, περιγελάει, αμαυρώνει τον άνθρωπο, που αδικεί τον συνάνθρωπό του. τιμωρεί η ζωή τους αδίκους και είναι ανεξέλεγκτη στο πόσο, στο πώς και στο πότε, όταν φυσικά, ο Θεός το θελήση, ο μεγάλος κριτής.

Και λίγα ακόμη από την τελευταια νύχτα της Σκλαβιάς

Επί τέλους! Σώθηκαν τα ψέματα. τα καρτερήματα πάνε. H τελευταία νύχτα έφτασε. Nυχτώσαμε σκλάβοι και ξημερώσαμε ελεύθεροι. Δεν λέω «κοιμηθήκαμε σκλάβοι και ξημερωθήκαμε ελεύθεροι». Aν τόλεγα, θάλεγα ψέματα. κανένας Γιαννώτης δεν έγυρε κεφάλι σε προσκέφαλο τούτη τη νύχτα. Όλοι μας ξημερωθήκαμε ξύπνιοι.
Ξαγρυπνήσαμε, κλειδωμανταλωμένοι στα σπίτια μας όλος ο κόσμος, όσοι δεν είχαμε κάποια άλλη υπηρεσία. O καθένας μας χαίρονταν και καρδιοχτυπούσε. Xαίρονταν, που ξημέρωνε ελεύθερος –και καρδιοχτυπούσε, μην πάη σαν το «σκυλί στ’ αμπέλι» τούτη την τελευταία ώρα. μην πεθάνη σκλάβος.
Φρόνιμη η στάση του. Δεν ήταν δειλία. Ήταν φρονιμάδα. Παραμέρισε… κλειδώθηκε στα σπιτάκια του ο λαός και περίμενε να περάση η κακή ώρα. κακή ώρα για τη ζωή του, για την τιμή του, για το σπιτικό του, για το μαγαζί του και ό,τι τέλος πάντων είχε πολύτιμο σε αξία, υλική και ηθική.
«o λύκος στην αντάρα χαίρεται», λέει μια παροιμία. κι’ απόψε δεν αλωνίζει μέσα στην πόλη μας μονάχα ένας λύκος. Aλωνίζουν πολλοί. Λύκοι ήταν οι τουρκοφαντάροι, που έμπαιναν τούτη τη νύχτα στην πόλη μας και έφευγαν πολλοί για το aργυρόκαστρο, κυνηγημένοι από στο Στρατό μας. Λύκοι και μάλιστα τρις χειρότεροι. Nηστικοί, θηριακωμένοι και αδέσποτοι. τίποτε δεν μπορούσε να τους σκιάξη, για να μη ρημάξουν το μαντρί, που έμπαιναν εκείνο το βράδυ κοπάδια – κοπάδια. και τα Γιάννενα ήταν πλούσιο μαντρί για πεινασμένους λύκους.
τσούρμες – τσούρμες, όπως έμπαιναν, ρήμαζαν ό,τι εύρισκαν μπροστά τους. Έτρεχαν εδώ κι’ εκεί μέσα στους δρόμους οι τουρκοφαντάροι –σα λύκοι νηστικοί το μεσοχείμωνο– και έψαχναν να βρουν να φαν και να τσεπώσουν. Έσπαγαν τις πόρτες από μαγαζιά, χυμούσαν μέσα και τα ρήμαζαν. Άρπαζαν, έτρωγαν, κατέστρεφαν!
Πρώτα την πλήρωσαν τα μαγαζιά με τρόφιμα και τα κρασοπουλιά και οι ταβέρνες. Δεν ήξεραν πως χόρευσαν σ’ αυτά ποντικια τώρα. τα νόμιζαν. τα νόμιζαν πως ήταν όπως τάξεραν, όταν περνούσαν για το μέτωπο. και, σαν δεν εύρισκαν μέσα τώρα τίποτα φαγώσιμο, άρπαζαν ό,τι έπαιρνε το χέρι τους και έφευγαν γι’ αλλού.
μετά ρίχτηκαν στα μαγαζιά με ρούχα και τιμαλφή. τα δεύτερα τους τραβούσαν περισσότερο. τσεπώνανε ασημικά, χρυσαφικά, ρολόγια κι’ άλλα κοσμήματα και μπιχλιμπίδια και άφηναν τριχιές και κανάβια, σπάγγους και σαπούνια πούχαν αρπαγμένα απ’ τα μπακαλομάγαζα. Δε γλύτωσε και το δικό μου ρολογάδικο. Έπαθε κι’ αυτό τα ίδια και χειρότερα. τίποτε δεν άφηκαν μέσα. Λίγο πριν με είχε ειδοποιήσει και προσφέρθηκε να με βοηθήση και ο nιαζής με 6-7 τζαντερμάδες.
Aλλ’ ήταν αργά, όταν φθάσαμε.
H ρεμούλα κράτησε ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Oι τούρκοι αστυνομικοί ήταν υπεύθυνοι κείνη τη νύχτα για την τάξη. Έτσι το ώριζε η συμφωνία του κωνσταντίνου με τον eσσάτ Πασά για την παράδοση της πόλεως.
και τους καθιστούσε υπεύθυνους για την αποφυγή κάθε καταστροφής στην πόλη, ώσπου να αναλάβη ο Στρατός μας την ευθύνη. Aλλά, τι να έκαναν κι αυτοί; Δεν είχαν οι «δόλιοι» τη δύναμη να επιβληθούν. Ψόφια φίδια ήσαν! Ποιός τους λογάριαζε κείνο το βράδυ; τα τουρκοφανταρόσκυλα ήταν και μπολικώτερα απ’ αυτούς και πιο αρματωμένα. Παρ’ ολα αυτά δούλεψαν πολύ κείνο το βράδυ τα ρόπαλα των αστυνομικών και τα οπλοκοντάρια. το κακό είχε γίνει. Περνούσαν τα πενήντα τα μαγαζιά που ρημάχτηκαν απ’ τους τουρκοφαντάρους κείνη τη νύχτα.
μια τσούρμα από δαύτους ρίχτηκε στο χάνι του Γκάβα. Έσπασε την πόρτα του. μπήκε μέσα. Ξεκοκκάλισε ό,τι βρήκε από φαΐ και από ψωμί. Pούφηξε όσο μπόρεσε κρασί και τσίπουρο Γιαννιώτικο απ’ τα βαρέλια. Έβαλε στο τέλος και φωτιά –έτσι να σπάση κέφι– και τράβηξε για πάρα πέρα. Παλιό το κτίριο, παλιά και τ’ άλλα γύρω του. Φούντωσε σ’ αυτό η φωτιά, απλώθηκε και στ’ άλλα και απειλούσε ν’ απλωθή σ’ όλον το γύρο μαχαλά κι’ ακόμα παραπέρα. τα Γιάννενα κινδύνευαν να γίνουν στάχτη. Δεν έγινε όμως τούτο το πολύ κακό.
Bοήθησαν, βέβαια, και οι τούρκοι αστυνομικοί όσο μπόρεσαν. Δεν ήταν όμως λιγώτερη προ πάντων και η δική μας συμβολή. και με τις δικές μας λοιπόν πρωτοβουλίες εμείς οι οργανωμένοι και άλλοι τολμηροί και αποφασιστικοί ακόμη και με την αναπόφευκτη σε τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις –συνεργασία των αστυνομικών τούρκων, αφού μας τη ζήτησαν και οι ίδιοι– σώθηκεν ό,τι ήτο δυνατόν στα Γιάννενα και σώθηκαν πράγματι πολλά –για τέτοιες κρίσιμες στιγμές– για όλους τους κατοίκους. Έλληνες και τούρκους, Λαό και Στρατό.
Έτσι προλάβαμε εμείς οι λιγοστοί Γιαννιώτες, που βρεθήκαμε κείνη την ώρα έξω από τα σπίτια μας. τρέξαμε προς τα κεί. Φωνάξαμε με τη σειρά μας και άλλους τουρκαστυνόμους και καταφέραμε να εντοπίσουμε τη φωτιά. Έγινε όμως αρκετή ζημιά. Aπ’ τους Γιαννιώτες, που βοήθησαν στο σβήσιμο εκείνης της φωτιάς θυμάμαι τώρα που τα γράφω μόνο ένα: το bακάλη το bασίλη. τους άλλους δεν τους κράτησε ο νους μου. τους έσβησαν τα χρόνια, που πέρασαν από τότε ως τα τώρα. Aς με συγχωρέσουν όσοι είναι ζωντανοί ακόμα απ’ αυτούς –λησμονημένοι από μένα.
κατά τις δύο η φασαρία έπαιρνε να κοπάση. τα μπουλούκια τουρκοφαντάρων, που έμπαιναν στην πόλη από το Μπιζάνι αραιώνανε –σπανίσανε– σταμάτισαν σιγά – σιγά ολότελα. Eίχαν περάσει όλα. Δεν είχαν μείνει άλλα πίσω.
Hσυχία απλώθηκε τώρα στην πόλη!
Oι Τούρκοι είχαν αποσυρθή, οι δικοί μας δεν ήλθαν ακόμα.
μελιστάλλακτοι και ξεσκονιστές μας τώρα οι τούρκοι αστυνομικοί. Γεμάτοι «καλωσύνη», «ευγένεια» και… «φιλορωμιωσύνη». Δεν παραξένευε η στάση τους. «καιρός φέρνει τα μάραθα, καιρός τα παραπούλια». H περίσταση τους ανάγκαζε να δείχνουν απόψε τα τέτοια τους χαρίσματα και να μας έχουν πώς και πώς. Έκαναν ό,τι τους λέγαμε. Eίχαμε όμως και το νου μας για καμμιά στερνομπαμπεσιά τους. μας είχαν συνηθίσει από τέτοια. H ησυχία όμως αυτή μας ανησυχούσε. Eίπαμε να τη σπάσουμε, να κάνουμε κάτι για να την ξεμακρύνουμε από το νου μας. Nα μη την προσέχουμε ώσπου να σπάση. Δεν ήταν νύχτα για ησυχία αυτό το βράδυ. Φαινόμενο λοιπόν αφύσικο η ησυχία τούτη τη στιγμή. Aφού αποσύρθηκαν οι τούρκοι, έπρεπε νάρθουν αμέσως οι δικοί μας. Γιατί δεν έρχονταν;
Γι’ αυτό πήγαμε στο Δεσπότη εγώ και ο bακάλης. μάθαμε νεώτερα, κι’ από στόμα αλάθευτο ή τουλάχιστον από υπεύθυνο και αψευδές: «oι τούρκοι, μας επιβεβαίωσε, αποσύρθηκαν στους στρατώνες και στην κεντρική Πλατεία. Oι δικοί μας έρχονται». Aφήσαμε το Δεσπότη όλο χαρά και βγήκαμε πάλι στους δρόμους. καρέκλα δεν μας κράταγε εκείνη τη νύχτα. τόπος δεν μας χωρούσε!

Το εθνικό μας σύμβολο στη θεση που του ανήκει!

Αποφασίσαμε με το μπακάλη και τους άλλους να υψώσουμε την ελληνική σημαία στο pολόι στην κεντρική Πλατεία, που είχαν ανεγείρει οι τούρκοι σαν «τρόπαιο» για τη… «νίκη» τους το ’97. τα κλειδιά του pολογιού τα κρατούσα εγώ για συντήρηση και κούρτισμά του.
Aπόφαση και πράξη στα γρήγορα. Άνοιξα, σκαρφάλωσα, ανέβηκα ψηλά στη θέση του pολογιού, που είναι και το μπαλκόνι του και έστησα τη Γαλανόλευκη. Ήταν η πρώτη eλληνική Σημαία, που κυμάτιζε περήφανα στα Γιάννενα μετά την τελική ήττα των τούρκων και πριν ακόμη έρθουν οι δικοί μας. Σώζεται και μια φωτογραφία που την δείχνει.
H ησυχία κόπηκε απότομα: μαχαίρι! την διέκοψαν 5-6 κανονιές, που έπεσαν από τους τούρκους στο Μπιζάνι. κανέναν όμως από μας δεν τρόμαξαν. Θύμιζαν σπαρταρίσματα θηρίου, που ψοφούσε. μόνον οι τούρκοι αστυνομικοί θορυβήθηκαν και μάλιστα τους έβρισε κάποιος γνωστός από την κόνιτσα τούρκος, ονόματι pακί μπέης, αστυνομικός.
– Μπα, τα σκυλιά, θα μας καταστρέψουν! Φοβούνταν, φυσικά, αντίποινα!
Όταν άρχισε να φωτίζη η μέρα, ήρθε ο Διακαντώνης από την καλούτσιανη με 10-12 παιδιά και με μια μικρή Σημαία μας. Ήμασταν οι μόνοι xριστιανοί εκείνη την ώρα στην Πλατεία. Aνέβηκαν στο Στρατηγείο να υψώσουν και εκεί eλληνική Σημαία, αλλά αυτή που έφεραν ήταν τόσο μικρή, όσο ένα μικρό μαντήλι. Γι’ αυτο φέραμε τη Σημαία του Ωρολογιού της Πλατείας, όπου είχαμε υψώσει τα μεσάνυχτα και την υψώσαμε στο Στρατηγείο, προτού ακόμη έρθη η επίσημη.
Aλλά και κάτω στο κάστρο το Γιαννιώτικο, εκεί στη μεγάλη του πόρτα από πάνω και κατακόρυφα, στέκονταν για αρκετά χρόνια στημένος ένας μεγάλος Σταυρός. τον έβλεπαν όλα τα Γιάννενα. Ήταν απάνω στο pολόγι του κάστρου, που κρατούσα εγώ και εδώ τα κλειδιά.
Ήταν λοιπόν εκεί ψηλά ένας μεγάλος Σταυρός, που είχε η μητρόπολη. τον είχα πάρει και τον έστησα εκεί με τη Σημαία μας. το είχα τάξει στους eβραίους και τόκανα το τάμα μου. Για να τους δείξω μια μεγάλη αλήθεια, που πιστεύω απόλυτα: Πως το δίκιο κι’ η πίστη νικούν πάντα στη ζωή.




Διμοιρία πεζικού



Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ

Εν τω μεταξύ κάτι παράξενοι, υπόκωφοι στην αρχή, θόρυβοι ποδοβολητών από το δρόμο της καλούτσιανης, κι’ ολο και σίμωναν. τεντώσαμε τ’ αυτιά μας προς τα κει. Γίνονταν λίγο – λίγο δυνατώτεροι και δυνατώτεροι. Φτάνουν πιο κοντά. τώρα δεν τους ακούγαμε αόριστα. τους ακούμε καλά. Aκούμε και τον χτύπο τους και τον ρυθμό τους. τ’ αυτιά μας δεν μας γελούν. το ξέρουμε: Eίναι τ’ αλογοπατήματα από το ιππικό μας!
Ποιο άλλο μπορεί να έρχεται αυτή την ώρα και τέτοια ώρα από το Μπιζάνι; oι τούρκοι είχαν πάει στα τσακίδια τους και κείνοι και το ιππικό τους. Λοιπόν, δεν είναι άλλο από το δικό μας ιππικό, αυτό που έρχεται και σιμώνει και όλο σιμώνει. Bιάζεται, για να μπη στην πόλη μας, να πρωτοθεμελιώση τη Λευτεριά της! Aμφιβολία πια δεν χωράει. το ιππικό μας είναι. και πρέπει να το διαλαλήσωμε. Nα το μάθη ο κόσμος όλος ότι έρχεται. Nα βγη από τα σπίτια του στις στράτες. Nα καλωσορίση τους απελευθερωτάς αδελφούς μας:
– Γιαννιώτες, οι τούρκοι φύγανε! και όσοι είναι και όπου είναι, δεν είναι άξιοι πια να βλάψουν!…
Έρχονται οι δικοί μας! Bγάτε να τους προϋπαντήσουμε!… τελάληδες γενήκαμε σε δρόμους και σοκάκια και πλατείες. και βγήκε ο κόσμος όλος για το μεγάλο και πολυπόθητο καλωσόρισμα. Ποτάμι ήταν και χύμηξε από τα σπίτια του. Πλημμύρισε την πόλη, για να σφίξη, να φιλήση, να χαϊδέψη καβαλλαραίους και άλογα και να γλυκασπασθή τη Λευτεριά την ίδια, ζωντανεμένη και χειροπιαστή. Nτυμένη στου φαντάρου μας το χακί.
το ιππικό μας μπαίνει τώρα στην πόλη. μπροστά του προχωρεί ο Σούτσος, ο Διοικητής του με το eπιτελείο του, και πίσω έρχονται οι άλλοι. το ιππικό μας πάει και στέκεται μέσ’ στη καρδιά της πόλης μας, την κεντρική Πλατεία. την ίδια τούτη τη στιγμή κι’ αυγή γλυκοχαράζει καταξάστερη, καταγάλανη. και σμίγουν στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, aυγή και iππικό. Eκείνο φέρνει και θρονιάζει τη Λευτεριά μας. και εκείνη διώχνει το στερνοσκόταδο της τελευταίας νύχτας, της Σκλαβιάς. το στέλνει κοντά στη σκλαβιά, την μόνιμη παρέα του!
– Το σκοτάδι έφυγε!
– Η μέρα ξημέρωσε!
– Η σκλαβιά πέθανε!
– zήτω η Λευτεριά!
και το πρωτάκουστο αυτό πανηγύρι συνεχίζεται: Όσο κι αν το περιέγραψαν πολλοί από τότε μέχρι σήμερα, όμως είναι απερίγραπτο! μελίσσι ο κόσμος, όσο κι’ αν το περίμενε αιώνες, του φαίνεται πάλι απίστευτο, κι’ ας το βλέπη, κι’ ας το ζη! Σαν ποτάμι ξεχύθηκε με χαρά και κλάματα, με φιλιά κι’ αγκαλιάσματα, μεταξύ τους και με τους ελευθερωτάς!
με το σύνθημα του Σούτσου:
– Ακόμα φοράτε φέσια;
Αμέσως κοκκίνησε η Πλατεία και οι δρόμοι απ’ αυτά, που περιφρονημένα μαζί με τη σκλαβιά, πετιούνται και πατιούνται, ως σύμβολα της πεντακοσιόχρονης τυραννίας. Aν όμως ο Έλληνας μισή την τυραννία και τον τύραννο, εν τούτοις, τον ίδιο τον άνθρωπο, έστω και ηττημένο του, τον πονά, τον συμπαθεί, τον παρηγορεί, τον προστατεύει.
O Σούτσος, πριν πάη στην eκκλησιά, για το κοινό μεγάλο eyxapiΣτΩ, για τη Σωτηρία στον μεγάλο Σωτήρα Θεό, μεταβιβάζει Διαταγή του aρχιστράτηγου Διαδόχου κωνσταντίνου:
– nα γίνη ειρηνική μεταβίβαση των εξουσιών από τους τούρκους στους Έλληνας και να περιφρουρηθούν όλοι απολύτως με όλη την περιουσία των, αλλά και η πόλη, γενικώτερα, από κάθε κακοποιό στοιχείο.
και εφαρμόσθηκε αυτή η διαταγή με ευλάβεια, από όλους μας, όπως ξανατονίσαμε. H παλιά παροιμία «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται», δεν εφαρμόσθηκε εδώ. Eίναι εκπληκτικό για τους άλλους λαούς, αλλά συνηθισμένο για τους Έλληνες: Oι νικημένοι (τούρκοι) βρίσκουν αμέριστη την προστασία τους από τους νικητάς και πρώην θύματά τους (Έλληνες). Aλήθεια τι μεγάλη αρετή για τον Λαό μας!… iδιαίτερα για τέτοιες στιγμές! μακάρι να την κρατήσουν οι Έλληνες για πάντα!…

Η ακριβοπληρωμένη ελευθερία H πρώτη λεύτερη μέρα μας

Φέγγει καλά. H μέρα προχωρεί. O ήλιος σκάει στο σύρραχο κι’ αρχίζει ν’ ανεβαίνη, να περπατή για να μεσουρανίση. Έχουν τώρα φτάσει μεσ’ στη πόλη κι’ άλλα τμήματα απ’ το Στρατό μας –φαντάροι και ευζωνικό κι’ άλλοι πεζικαραίοι. μπήκαν μέσα και πολλά απ’ τα κανόνια μας. H πόλη όλη γιόμισε από eλληνικό χακί, αρβύλλα και τσαρούχι. Έφτασε και το Στρατηγείο μας με επικεφαλής τον aρχιστράτηγο –Διάδοχο τότε– κωνσταντίνο.
Πανδαιμόνιο! Oι καμπάνες χτυπούν. τα κανόνια τραντάζουν την πόλη! τα βρονταρίδια τους δεν τα σκιάζεται τώρα σαν πρώτα. τα χαίρεται. τα καμαρώνει! Σήμερα δεν σκοτώνουν σαν χθες. Σκορπάν τη χαρά και το κέφι. Θεμελιώνουν το eθνικό πανηγύρι. Aυτό, που τώρα αρχινάει. το πανηγύρι του λυτρωμού. Δοξολογίες στη μητρόπολη, λόγοι και παραλόγοι. κλάματα κι’ ασπασμοί, χοροί ολούθε και τραγούδια. Πανζουρλισμός, εξαλλοσύνη καθολική –ως το βράδυ– που κόπασε η πρώτη ελεύθερη νύχτα.
Θάναι πολύ λίγο και πολύ φτωχό ό,τι και να τολμήσω να πω ακόμα για την υποδοχή που κάμαμε οι Γιαννιώτες στο Στρατό μας και στους αρχηγούς του, σαν μπήκε μεσ’ στα Γιάννενα –21 του Φλεβάρη–. Ψυχή δεν έμεινε μέσα σε σπίτι ούτε και σε χωριό λευτερωμένο εκείνη την ημέρα, από το φέξιμό της ως το βράδυ. Ποδάρι δεν περπάτησε να πάη αλλού απο τα Γιάννενα. Oύτε καρδιά ελληνική και ξένη, φιλική, ρίγησε τότε γι’ άλλο τίποτα.
Aκόμα κι’ ο καιρός είχε γλυκάνει. καλμάρησε το κρύο του. Έπαψε και το παγερό του φύσημα, το ξεροβόρι. H πρώτη λεύτερη ημέρα για την πόλη μας, έμοιαζε μέρα καλοκαιρινή, κι’ ας ήταν Φλεβαριάτικη. Λες και χαίρονταν και κείνη τη χαρά μας. Λες και συντρόφευε και κείνη με τη γλύκα της και την ηλιολουσμένη ξαστεριά της και ζεστάδα της, τη λευτεριά μας στον ερχομό της.
Όλα τα Γιαννιώτικα σπίτια από σήμερα το πρωί είχαν αφήσει ολάνοιχτες τις πόρτες τους τις είχαν για το Στρατό μας αφημένες ανοιχτές. Ήθελαν να τους φιλοξενήσουν όλους, φαντάρους κι’ αρχηγούς. Nα τους χαρίσουνε λίγη σπιτική ζεστασιά και ραχατιλίκι. Nα φαν ζεστό φαΐ. Nα πιούν κρασί Γιαννιώτικο. Nα ζεσταθούν σε παραγώνι. Nα πλυθούν, να αλλάξουν, να ξεψειριασθούν. Γιαννιώτισσες νοικοκυράδες στέκονταν στις πόρτες των σπιτιών τους και προσκαλούσαν μέσα στρατιώτες που περνούσαν στο δρόμο: φανταράκια, ευζωνάκια, κι’ άλλες κατηγορίες. τόχε μεγάλο ντέρτι και μαράζι η νοικοκυρά κι’ ο νοικοκύρης, που δεν φιλοξένησαν στο σπίτι τους στρατιώτη ή βαθμούχο εκείνη την ημέρα.
το κάθε σπίτι είχε τους στρατιώτες κάτω απ’ τη σκεπή του τους φιλοξενουμένους του. τους τάιζε, τους πότιζε, τους ξεψείριαζε. το ξεψείριασμα ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, που βασάνιζε τότε το στρατό μας. Aξιωματικοί, υπαξιωματικοί, φαντάροι τόσο καιρό στο μέτωπο, ήταν γιομάτοι ψείρα. Πού να πλυθούν και πότε, κει μεσ’ στα χιόνια στο Μπιζάνι και αλλού; Πώς να γλυτώσουν από την ψείρα; Ήταν το πρώτο πρόβλημα που ήθελαν να λύσουν τώρα, που μπήκαν μεσ’ στα Γιάννενα.
Το έλυσαν κι’ αυτό σωστά και γρήγορα οι Γιαννιώτισσες νοικοκυρές. καζάνια χουχουλιάζανε σε όλες τις αυλές. Έβραζαν το θερμό, που ξεθερμίζανε το ψειριασμένο το χακί. Xιτώνια, κιλόττες, βρακιά, κορμοφανέλλες, χλαίνες, καπέλλα και φέσια ακόμα ευζωνικά, περνούσαν όλα από το θερμό. Έβραζαν, όσο έπρεπε, ρίχνονταν και στις σκάφες για το ξέπλυμα κι’ απλώνονταν για να στεγνώσουν στις απλώστρες. Eίχαν γεμίσει από στρατιωτικές στολές και βρακοφανέλλες όλες οι Γιαννιώτικες απλώστρες. Άλλο σκουτί δεν έβλεπες σ’ απλώστρα μεσ’ στα Γιάννενα τις δυό – τρεις πρώτες μέρες. Έτσι η μάχη της ψείρας κερδήθηκε με την μπουγάδα, το κούρεμα και το λούσιμο με αλυσίβα. Oι Γιαννιώτισσες κι’ οι μπαρμπέρηδες πήραν άριστα!
Σε σπίτια Γιαννιώτικα φιλοξενήθηκαν ο aρχιστράτηγος και τα μέλη του Στρατηγείου. O Διάδοχος κωνσταντίνος έμεινε στο αρχοντικό του Σακελλαρίου, κοντά στη zωσιμαία Σχολή. τα άλλα μέλη του Στρατηγείου μας έμεινα σ’ άλλα αρχοντικά Γιαννιώτικα.
το Στρατηγείο ως υπηρεσία εγκαταστάθηκε στο ίδιο κτήριο, που ήταν εγκατεστημένο ως χθες το τουρκικό Στρατηγείο. H πρώτη διαταγή του Στρατηγείου μας έκανε μεγάλη εντύπωση για το ανώτερο ανθρωπιστικό περιεχόμενό της. «nα μην ενοχληθεί κανένας τούρκος πολίτης ή στρατιωτικός»… Πολιτισμένοι μεταχείριση βρήκαν απ’ τον eλληνικό Στρατό οι τούρκοι αξιωματικοί – αιχμάλωτοι. Oι ντόπιοι πήγαν στα σπίτια τους. Oι ξενοτοπίτες έμειναν όλοι μαζί σε πολύ καλά σπίτια και με κάθε δυνατή πολιτισμένη περιποίηση. Σε λίγες μέρες τους μετέφεραν στην aθήνα μαζί με τον eσσάτ Πασά και τους εγκατέστησαν στο «aκταίον» στο Φάληρο.
Oι Τούρκοι στρατιώτες και αστυνομικοί αιχμάλωτοι είχαν κι’ αυτοί καλή περιποίηση απ’ το Στρατό μας. την πείνα, που ειχαν ως χθες, τη διαδέχθηκε η χορτασιά. Xόρτασαν ψωμάκι και φαγάκι, που είχαν καιρό να ιδούν. και χόρτασαν από κείνους που τους το αφαιρούσαν επί 500 σχεδόν χρόνια!
με τον ερχομό της Λευτεριάς μας ήρθαν στην πόλη μας και όλα τα τα καλά πούχαμε χάσει, προ πάντων το τελευταίο δίμηνο του πολέμου. Oι δρόμοι άνοιξαν. Oι επικοινωνίες μας με τον άλλο κόσμο ξανάρχισαν. τρόφιμα κι’ άλλα ψώνια έφθασαν απ’ ολούθε. τα μαγαζιά μας ξαναγιόμισαν. Oι φούρνοι τώρα βγάζουν στην αράδα καρβέλια, οι ταβέρνες μαγειρεύουν, η μυρουδιά απ’ το ζεστό ψωμί κι’ απ’ τα φαγιά στις ταβέρνες μπουκώνουν τις μύτες μας σαν και πρώτα. τα Γιάννενα ζούνε τώρα χορτάτα. τίποτα δεν τους λείπει. και πάνω απ’ όλα, δεν τους λείπει η Λευτεριά τους!


ΤΑ ΟΧΥΡΑ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ
Πρόκειται για απόρθητα φρούρια των Τούρκων που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου του Μπιζανίου.
Κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του Γερμανού στρατάρχη Γκόλτς (VON DER GOLTZ) κατά τα έτη 1909-1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προφανώς οι Τούρκοι ανέμεναν τον πόλεμο αυτό και είχαν λάβει τα μέτρα τους.
Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα τα οχυρά είναι το μπετόν –αρμέ. Είναι σε ημικυκλική τροχιά. Είναι δε αθέατα από την πλευρά που πρόκειται να δεχθούν επίθεση, εκτός από το στόμιο των πυροβόλων που ήταν ορατό. Ο πυροβολητής είναι καλυμμένος και μόνο όταν πρόκειται να σκοπεύσει βγάζει το κεφάλι του. Τα οχυρά βλέπουν και έχουν τα στραμμένα τα κανόνια προς τη νότια πλευρά, γιατί από εκεί περιμένουν επίθεση αλλά και μερικά προς ανατολάς.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλά οχυρά υφίσταντο ζημιές από το δικό μας πυροβολικό αλλά επιδιορθώνονταν στη διάρκεια της νύχτας ή σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου.
Γενικά τα οχυρά του Μπιζανίου ήταν πανίσχυρα, κατασκευασμένα σε μια πανίσχυρη οχυρή τοποθεσία που δεσπόζει του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και όλων των γύρω περιοχών και καλώς την επέλεξαν οι Τούρκοι. Υπάρχουν ακόμη σ’ αυτή τη θέση σε μικρή απόσταση από τα οχυρά ερειπωμένα κτίρια που χρησίμευαν σαν αποθήκες πυρομαχικών και άλλων εφοδίων και σαν καταλύματα, καθώς και δεξαμενές για νερό.
Δίκαια λοιπόν, και προπάντων λόγω της τέτοιας οχύρωσής του, το Μπιζάνι ονομάστηκε από όσους έλαβαν μέρος στα γεγονότα, φοβερό, τρομερό, απόρθητο, ανδροφόνο άπαρτο κάστρο κ.τ.λ.
Πληροφορίες για τη θέση και τα σχέδια των οχυρών έδωσαν πολλοί Έλληνες πατριώτες και προπάντων ο υπολοχαγός του τουρκικού στρατού ομογενής μας ο Νικολάκης Μιζαντζιόγλου ο αλλιώς γνωστός Νικολάκης Εφέντης, πράγμα που του στοίχισε το μαρτυρικό του θάνατο, όταν αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μετά το τέλος του πολέμου.



Ιωάννινα 
























AΘANAΣIOY TΣEKOYPA
ANAMNHΣEIΣ
απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του
σε επιμέλεια: Aπόστ. Π. Παπαθεοδώρου

ΤΟ ΒΗΜΑ,Ζενάκος, Αυγουστίνος
ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ - ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ - ΜΠΙΖΑΝΙ 1912-1913

Δήμος Μπιζανίου
Άπειρος Γαία
Ο πόλεμος του 1912-13,Μανωλιάσσα
 
ΠΗΓΗ thehistoryofgreece

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου