Ακόμη μια φορά, το Κ.Κ.Ε ανέβηκε στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως (διαδηλώνοντας για τον πόλεμο και τη φτώχεια), συμβάλλοντας βίαια στην εντεινόμενη πνευματική φτώχεια της πατρίδας μας. «Τσιμεντάροντας» – όπως και η Μενδώνη -με τον τρόπο του, την ανάγκη μετοχής του λαού στην ελληνική σκέψη και την ιστορική μας συνέχεια. Μια ζωτική ανάγκη που ωθεί τον Έλληνα να ενσωματώνει στον βίο και στο βιός του, τους ατέλειωτους διαλεκτικούς μετασχηματισμούς της ιστορίας μας, με αισθητικό ανάλογο και συμβολική σύνθεση τον Παρθενώνα!.
Ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας Le Corbusie, αποθεώνει το κλασικό κάλος του Παρθενώνα, που «λησμόνησε» το Κ.Κ.Ε : «Δεν υπάρχει τίποτα ισοδύναμο στην αρχιτεκτονική της οικουμένης και όλων των εποχών. Είναι η πιο κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος, διαπνεόμενος από τις ευγενέστερες σκέψεις, τις αποκρυσταλλώνει σε μια πλαστική φωτός και σκιάς. Η modenature του Παρθενώνα είναι αλάθητη, αμείλικτη. Η αυστηρότητά του ξεπερνά τις συνήθειές μας και τις φυσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου. Εδώ εδραιώνεται η καθαρότερη μαρτυρία της φυσιολογίας των αισθήσεων και της μαθηματικής θεώρησης που μπορεί να συνδέεται με αυτήν, καθηλώνεται κανείς στις αισθήσεις του, καθηλώνεται στο νου του, αγγίζει τον άξονα αρμονίας«.
Ε, και ; θα πει ο αναψοκοκκινισμένος κομισάριος. Γι αυτό το κάναμε, για να δυναμώσει η ιστορία τους αγώνες. Πως, άραγε; κρεμώντας τα πανό όπως τα οπαδικά σύμβολα στα αγαπημένα μου γήπεδα ή όπως τα ασπρόρουχα στον ήλιο; Η ψυχρή ιδεολογία του εισαγόμενου «μαρξισμού», γεννά την αντίστοιχη αισθητική.
«Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία, και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία..;
Κάποτε, στην ελληνική αριστερά, η αρχαία ελληνική γραμματεία αποτελούσε ουσιώδη παράμετρο σπουδής και προόδου. Οι Έλληνες κλασικοί, φιλόσοφοι και τραγωδοί, ήταν μορφωτικές παρακαταθήκες των αγωνιστών της αριστεράς. Διαμόρφωσαν γενιές διανοούμενων κομμουνιστών, αλλά αποτέλεσαν και λαϊκή επιμόρφωση σε κλασικές αξίες. Τότε, το ελληνικό πνεύμα και η κληρονομιά της παράδοσής μας, μπορούσε να είναι θαυμαστά χωρίς να ελλοχεύει ο κίνδυνος του «εθνικισμού» για τους αριστερούς, ενώ άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμαζε τους Αρχαίους Έλληνες. Επιπλέον, η αστικοδημοκρατική περίοδος του κομμουνιστικού κινήματος το προσανατόλιζε στην αποδοχή της Δημοκρατίας των αρχαίων Ελλήνων, σε αντιπαράθεση με τους διώκτες τους, οι οποίοι ήταν ξενόδουλοι και αυταρχικοί.
Μήπως, όμως η διαμαρτυρία του Κ.Κ.Ε, πηγάζει από την μηδενιστική «παράδοση» του ίδιου του Μαρξ; Μήπως, συμβολίζει τη «φιλοσοφία» του Μαρξ, για την «Μυθολογία» και την «προϊστορία» του πολιτισμού; και μάλιστα εκείνη την πλευρά της θεωρίας του η οποία «θεοποιούσε» τις υλικές παραγωγικές δυνάμεις της Ιστορίας, ως ουσίας του ανθρώπου; Θέλοντας να υπερβεί τη μεταφυσική του Χέγκελ, που αξίωνε ότι «μόνο το Πνεύμα έχει ιστορία», ο Μαρξ θεωρεί πραγματική Ιστορία την ανάπτυξη της παραγωγής και της τεχνικής. Η υλικές παραγωγικές σχέσεις ορίζουν κάθε φορά το προϊόν της ανθρώπινης σκέψης! Το υλικό «πνεύμα» της Ιστορίας, οι παραγωγικές δυνάμεις, αντικατέστησαν την Ιστορία του Πνεύματος!
Ως επακόλουθο, η «ουσιαστική δύναμη» του ανθρώπου βρίσκεται στο εργοστάσιο, στην ιστορία της βιομηχανίας, που καθρεπτίζουν την ανθρώπινη ψυχή! Οι αργαλειοί, η μηχανή, οι κατασκευές, το κεφάλαιο, ήταν το συγκεκριμένο και το πραγματικό. Η Μυθολογία, η ιδεολογία, οι θρησκείες και η «προϊστορική» συνείδηση του πολιτισμού, καταπίνονται από τον θαυμαστό κόσμο του ανθρώπου-κατασκευαστή.
Ο Μάρξ – παρόλο που ίσως δεν το αποδεχόταν – αναπόφευκτα απαξιώνει προγενέστερους πολιτισμούς ακόμα κι αν έχτισαν Παρθενώνες, ή έγραψαν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Η τεχνολογική ανάπτυξη της εποχής, ξεπερνιέται συνεχώς από την ιστορικότητα των κοινωνικών σχέσεων εγκαινιάζοντας έναν σχετικισμό που συχνά οδηγεί στον μηδενισμό της μνήμης.
Ο πνευματικός πολιτισμός είναι αντανάκλαση της υλικής παραγωγής και ο «Μύθος» (ουσία και ύλη όλων των αρχαίων τραγικών), θα εξαφανιστεί μόλις ο άνθρωπος υποτάξει όλη τη Φύση! Ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου, αναφέρει ότι : «ο Μαρξ στην «Γενική Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1857), θέτει το ερώτημα πως είναι δυνατό να εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε μια ορισμένη αξία στην ελληνική τέχνη, ενώ έχουμε εντελώς ξεπεράσει την μυθολογία που την βαστάζει. Η κοινωνία μες την οποία ζούμε, λέει ο Μαρξ, είναι μια κοινωνία που έχοντας βιομηχανοποιηθεί (…) αποκλείει κάθε μυθολογική σχέση με τη φύση» .
Δηλαδή, οι οικονομικές, κοινωνικές και τεχνικές συνθήκες του «κλασικού πολιτισμού» είναι η καλύτερη απόδειξη ότι ο τελευταίος, είναι μια παρωχημένη μυθολογική μεταφυσική. Ο Παρθενώνας είναι το αισθητικό ανάλογο μιας απαξιωμένης ανάπτυξης της ανθρώπινης παραγωγικής δύναμης. Και η Ύβρις, συνεχίζεται με λόγια ανήκουστα από το φιλόσοφο των θετικιστικών νόμων της βιομηχανίας και των υλικών θαυμάτων : «Η αντίληψη της φύσης που τρέφει την ελληνική φαντασία και συνεπώς και την ελληνική τέχνη, μπορεί να συμβιβαστεί με τις αυτόματες υφαντουργικές μηχανές, τους σιδηροδρόμους και τον ηλεκτρικό τηλέγραφο της εποχής μας; Τι είναι ο Ήφαιστος μπρος στους Roberts And Co; Τι είναι ο Ζεύς μπρος στο αλεξικέραυνο; τι είναι ο Ερμής μπρος στην Εθνική Τράπεζα;», ρωτάει ο Μαρξ!
Και ο Κ. Παπαϊωάννου, σχολιάζει: «Με μια τέτοια νοοτροπία, όλη η Ακρόπολη μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα δειλό και «αυταπατηλό» προμήνυμα του τοπίου του Μάντσεστερ!»
Ο θαυμασμός του Κάρολου Μαρξ για την αρχαία Ελλάδα και η μελέτη των αρχαίων κειμένων επηρέασαν το έργο του. Μετέφρασε στη μητρική του γλώσσα μέρος της «Ρητορικής» του Αριστοτέλη, ενώ μελετούσε Αισχύλο στο πρωτότυπο. Τα έργα του Ευριπίδη, «Εκάβη», «Μήδεια», και «Ηλέκτρα», αποτελούσαν κείμενα μελέτης και στοχασμού για το νεαρό Μαρξ. Ο Προμηθέας, ήταν η συμβολική μορφή της αντιστασιακής ελευθερίας του ανθρώπου. Πως συνταίριαξε την απαξίωση για το χαμηλό παραγωγικό απόθεμα της εποχής του Αισχύλου με το μεγαλείο της Ελληνικής σκέψης;
Διαβάζουμε την περιγραφή του Παπαϊωάννου και πάλι : «Για να «εξηγήσει» αυτήν την υπερ-ιστορική διάρκεια της αισθητικής αξίας της Ελληνικής τέχνης, ο Μαρξ αναγκάζεται να καταφύγει στο εξής απίθανο σχήμα : Οι Αρχαίοι Έλληνες, όπως και οι άλλοι αρχαίοι λαοί, παριστάνουν την «παιδική ηλικία» της κοινωνικής ιστορίας της ανθρωπότητας» (…) «Και αν αγαπάμε την ελληνική Αρχαιότητα, την αγαπάμε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον ένας ώριμος άνδρας νοσταλγεί την παιδική του ηλικία» (…) «Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αναπολούμε και να αγαπάμε εξίσου όλους τους λαούς του κοινωνικο-οικονομικού παιδόκηπου της Αρχαιότητας» (…) Υπάρχουν παιδιά κακοαναθρεμμένα, συνεχίζει ο Μαρξ, όπως υπάρχουν παιδιά με πρώιμη ανάπτυξη. Οι περισσότεροι από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σ’αυτήν την κατηγορία. Οι Έλληνες, όμως, ήταν παιδιά κανονικά(!!) (…) …το θέλγητρο της (σ.σ της κοινωνίας των αρχαίων Ελλήνων) οφείλεται στο ότι ξέρουμε ότι δεν πρόκειται πια ποτέ να ξαναζήσουμε κάτω από τις καθυστερημένες κοινωνικές συνθήκες που έκαναν δυνατή τη γέννηση της Ελληνικής Τέχνης». Ιδεαλιστική σταυροβελονιά του Μαρξ, για να χωρέσει και το δόγμα της θετικιστικής, παραγωγίστικης θεωρία και την αγάπη του για τους Έλληνες φιλοσόφους και την απαράμιλλη σκέψη τους.
Οι άνθρωποι που ανέβηκαν στον Ιερό βράχο, μάλλον δεν γνώριζαν συνειδητά την ιεροσυλία που διέπρατταν, την Ύβρη απέναντι στην αιώνια αρμονία και την αισθητική αναλογία ενός πνεύματος που ξεπερνούσε τον μηδενισμό της τεχνικής. Μάλλον, όμως ασυνείδητα, υλοποιούσαν επακριβώς τα λόγια του Μαρξ και η «ξεπερασμένη τεχνική του Παρθενώνα» τους προκαλούσε την εντελώς μεταφυσική σιγουριά, ότι διαδήλωναν σε κάποιο εργοστάσιο του ..Μάντσεστερ!!!
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου