Στο προσκήνιο φαίνεται πως επανέρχεται το ζήτημα της απόκτησης οπλικών συστημάτων, καινούργιων ή μεταχειρισμένων, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως προκύπτει από την καθημερινή ειδησεογραφία, αλλά και από δημοσιεύματα αποκαλούμενων ως «συστημικών» μέσων ενημέρωσης. Το πρόβλημα για μια ακόμη φορά, είναι ότι οι ανάγκες είναι πάρα πολλές μετά από μια 15ετία εξοπλιστικής απραξίας, όμως τα οικονομικά μέσα που διαθέτει η Ελλάδα είναι περιορισμένα. Η λύση ακούει στο όνομα «αυστηρή προτεραιοποίηση»…
Αποτελεί όμως μια έννοια που συχνά γίνεται… λάστιχο από τους ενδιαφερόμενους. Οι προτεραιότητες ανεβοκατεβαίνουν, εν πολλοίς αυθαίρετα, με κριτήρια που νοθεύουν το αυστηρώς επιχειρησιακό. Πλέον, στο προσκήνιο έρχεται η δυνατότητα χρηματοδότησης αγοράς οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως πανάκεια, ή μήπως είναι τρόπος που θα οδηγήσει το σύστημα άμυνας σε νέα αδιέξοδα με μη υποστηριζόμενα καταλλήλως οπλικά συστήματα και την ιστορία να επαναλαμβάνεται σαν φάρσα;
Ο δανεισμός προφανώς αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο εάν είναι πραγματικά χαμηλότοκος. Αυτό όμως και δεν διευκρινίζεται και η ιστορική εμπειρία δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Από τη στιγμή που τα προγράμματα με τις ΗΠΑ θα υλοποιηθούν με τη μέθοδο της διακρατικής συμφωνίας (FMS: Foreign Military Sales), είναι βασική προϋπόθεση να διευκρινιστεί το επιτόκιο δανεισμού. Ένα επιχείρημα που προβλήθηκε από αμερικανικής πλευράς για να δικαιο9λογηθεί η αδυναμία δωρεάν παραχώρησης υλικού ή «επιδότησης» της προμήθειας οπλικών συστημάτων, είναι οι «διπλωματικές περιπλοκές» λόγω της μετακίνησης της Ελλάδας από τις «αναπτυγμένες» στις «αναπτυσσόμενες» χώρες στη σχετική κατηγοριοποίηση του State Department!
Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα δεν στερείται ουσίας, υπάρχει σοβαρός αντίλογος, ενώ μάλλον χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να μην διαταραχθεί η άσκηση ισορροπίας που επιχειρείται από τους Αμερικανούς απέναντι στην Τουρκία. Το έχουμε ξαναγράψει: Αναπτυσσόμενη χώρα είναι το Ισραήλ που έχει υπογράψει δεκαετή διμερή αμυντική συμφωνία, με βάση την οποία λαμβάνει δωρεάν βοήθεια της τάξεως των 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως; Η γεωστρατηγική σημασία της χώρας στον αμερικανικό σχεδιασμό είναι αδιαμφισβήτητη κι εκεί στηρίζεται η πολιτική των ΗΠΑ.
Στην περίπτωση όμως της Ελλάδας, μοιάζει «σαν να μην πέρασε μια μέρα», παρά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Παρά την προβληματική φύση της σύγχρονης Τουρκίας, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να «απεξαρτηθούν» από το αφήγημα του «αναντικατάστατου» ρόλου της για το ΝΑΤΟ. Κι αυτό είναι κατανοητό εάν ρίξει κανείς μια ματιά στον παγκόσμιο χάρτη. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει κάποιο όριο από συμμαχικής, κυρίως αμερικανικής πλευράς σε αυτό.
Με την επένδυση στον ελληνικό χώρο η Ουάσιγκτον σαφέστατα κερδίζει, καθώς θωρακίζεται απέναντι στους τουρκικούς εκβιασμούς δεκαετιών. Υπενθυμίζεται, ότι για να εξυπηρετήσει τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους, η Άγκυρα διαπραγματευόταν πολύ σκληρά ή και εκβίαζε, αποσπώντας διαρκώς ανταλλάγματα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σήμερα, η Ελλάδα, μια χώρα που ουδέποτε εκβίασε οποιονδήποτε, καταλήγει χαμένη. Άρα, το επιχείρημα μη μας θεωρήσουν «αναπτυσσόμενους και όχι αναπτυγμένους», καταλήγει να είναι και προσβλητικό, όταν έχει ως πραγματικό σημείο αναφοράς την Τουρκία.
Βέβαια, όπως επίσης έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν από το DP, η ευθύνη βαρύνει και στην ελληνική πλευρά. Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι σε σχέση με το παρελθόν, το στρατιωτικό σκέλος της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ είναι πολύ πιο οργανωμένο και στοχευμένο. Τουλάχιστον, πλέον, δεν παραδίδονται λίστες με εκατοντάδες ή και περισσότερα συστήματα, υποσυστήματα κ.λπ. που θα επιθυμούσαμε να αποκτήσουμε από τα αμερικανικά αποθέματα. Το πρόβλημα όμως ήταν πάντα στη συνολική διαπραγματευτική λογική της ελληνικής πλευράς εν συνόλω.
Όταν αντί να ζητούν οι Αμερικανοί την εγκατάσταση στον ελληνικό χώρο προσφέροντας ανταλλάγματα, το ζητά η ελληνική πλευρά καθότι θεωρεί -όχι αστήριχτα- ότι αυτό ενισχύει την αποτρεπτική προσπάθεια, έχει διαπραχθεί κολοσσιαία διαπραγματευτική γκάφα! Οι Αμερικανοί προσφέρουν ως αντάλλαγμα αυτό ήταν εξ αρχής το ζητούμενο γι’ αυτούς, αντί η ελληνική πλευρά να εμφανίζεται ότι θα υπερασπίσει μόνη της κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα. Κι αυτό ώστε να καταλήξουμε σε μια λελογισμένη διαπραγμάτευση μεταξύ συμμάχων, όπου θα εξασφαλιστούν όχι θεωρητικά, αλλά χειροπιαστά και μετρήσιμα στρατιωτικά ανταλλάγματα. Συν τον αποτρεπτικό ρόλο της παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αφού οι ΗΠΑ το επεδίωκαν.
Άρα, το να εμφανιστούμε ότι το επιδιώκουμε εμείς, μετατρέψαμε την επιδίωξή τους σε πανάκριβο -αλλά μηδενικού κόστους γι’ αυτούς- διαπραγματευτικό αντάλλαγμα… Κατά συνέπεια, επανερχόμενοι στα εξοπλιστικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί το επιτόκιο του δανεισμού, με τρόπο που να δικαιολογεί το «χαμηλότοκος», καθότι στο παρελθόν ανερχόταν ή και ξεπερνούσε το 7-8%.
Καταρχάς, υπάρχει συναίσθηση ότι με βάση όσα έχουν γίνει επισήμως γνωστά, οι αναληφθείσες υποχρεώσεις της χώρας ξεπερνούν ήδη τα 15 δισ. ευρώ; Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι εάν αφαιρεθεί ένα 20-30% προκαταβολή, τα υπόλοιπα είναι ποσά που θα αποπληρωθούν εντός της προσεχούς δεκαετίας. Αυτό, χονδρικά, ισοδυναμεί με ετήσια επιβάρυνση της τάξεως του ενός δισ. ευρώ στον εξοπλιστικό μας προϋπολογισμό. Πόσα κονδύλια θα κατανείμει το υπουργείο Οικονομικών για τους εξοπλισμούς, στο πλαίσιο των αμυντικών δαπανών σε ετήσια βάση, ώστε να δούμε τι περιθώριο υπάρχει για επιπλέον εξοπλιστικές συμφωνίες;
Φαίνεται ότι με τους Αμερικανούς διεξάγονται συζητήσεις για σειρά καινούργιων και μεταχειρισμένων οπλικών συστημάτων. Από μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35A (περί τα 4 δισ. ευρώ) και μεταφορικά C-130J (πάνω από 100 εκατ. ευρώ ανά μονάδα), μέχρι ελικόπτερα Black Hawk, αμφίβια τεθωρακισμένα, ΤΟΜΑ Bradley και άλλα πολλά. Πώς έχουμε ιεραρχήσει τις ανάγκες και με βάση ποιον προϋπολογισμό; Πάμε όμως και στις λεπτομέρειες.
Αν πάρουμε π.χ. στο ζήτημα της κάλυψης των αναγκών στον μεταφορικό στόλο, είτε αφορά αεροσκάφη είτε ελικόπτερα, μήπως μια ακόμα απευθείας ανάθεση δεν θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα; Στο τραπέζι υπάρχουν προτάσεις από τη Βρετανία και την Ιταλία τουλάχιστον, οι οποίες θα πρέπει αν εξεταστούν προσεκτικά. Και για να προλάβουμε τη χρήση επιχειρήματος που έχει προβάλλει το ίδιο το DP για την ανάγκη όσο το δυνατόν ομοιοτυπίας, αυτό συνοδευόταν με τον συνυπολογισμό του συνόλου των αναγκών σε ελικόπτερα ή αεροσκάφη υπό την προϋπόθεση κυβερνητικής απόφασης μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και επένδυσης σε βάθος δυο-τριών δεκαετιών και προκήρυξης διαγωνισμού, ώστε οι υποψήφιοι προμηθευτές να εξαντλήσουν τα περιθώρια ανάληψης ενός τέτοιου συμβολαίου! Βλέπει κανείς να γίνεται κάτι τέτοιο;
Σημασία έχει επίσης να καλύπτονται και οι επιχειρησιακές ανάγκες των Κλάδων, τις οποίες θα ήταν καταχρηστικό να τις αποφασίσει με το «έτσι θέλω» το ΓΕΕΘΑ με πρόσχημα δήθεν οικονομίες κλίμακος. Διότι το όφελος από την ομοιοτυπία, θα μπορούσε να αντισταθμίζεται από τη χαμηλότερη τιμή και το σύστημα υποστήριξης κάθε υποψηφίου μέσου! Εξετάστηκαν αυτά για την κάθε υποψηφιότητα; Η ίδια ακριβώς λογική εάν εφαρμοστεί στα μεταφορικά αεροσκάφη, οδηγεί στην παρατήρηση, ότι πέραν των τετρακινητήριων C-130, η κάλυψη των αναγκών θα μπορούσε να επιτευχθεί με σημαντικά χαμηλότερο κόστος από δικινητήρια αεροσκάφη, όπως το βραζιλιάνικο C-390 και το ιταλικό C-27J που ήδη έχουμε! Πώς θα τα απορρίψουμε χωρίς καν να εξεταστούν;
Κι εδώ με το περιώνυμο «γεωπολιτικό κριτήριο» θα υλοποιήσουμε προμήθειες; Εάν δε συνυπολογιστεί ότι η Πολεμική Αεροπορία χρειάζεται το συντομότερο δυνατόν αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού, μήπως θα μπορούσε κι εδώ να προκύψει συνολικά και οικονομικότερα, στο πλαίσιο ενός προγράμματος για δικινητήριο αεροσκάφος; Με παράλληλα την ενδιάμεση κάλυψη των αναγκών μέσω απαίτησης άμεση παραχώρηση δύο αεροσκαφών από όποιον επιλεγεί; Ή οποιασδήποτε άλλης λύσης άμεσου αποτελέσματος;
Έτσι διαπραγματεύεσαι για να αποσπάσεις ανταλλάγματα. Διότι, πέραν των καινούργιων που θα ήταν ευχής έργον να μπορούσαμε να αποκτήσουμε, υπάρχει και μεταχειρισμένο υλικό. Εάν όμως δεν σταθμίσεις όλες τις οικονομικές παραμέτρους, πώς θα αποφασίσεις εάν η απόκτηση μεταχειρισμένων είναι η βέλτιστη λύση για την κάλυψη των αναγκών; Πώς θα εμπλέξεις την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, στην ανάπτυξη της οποίας όλοι ομνύουν ρητορικά;
Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για μεταχειρισμένα ή καινούργια UAV. Αν είναι να προμηθευτεί κανείς σταθμούς εδάφους σε διπλάσια τιμή από αυτή που τους προμηθεύεται η αμερικανική Αεροπορία για τα MQ-9 Reaper, μήπως αρχίζει να χάνει το νόημά της η έννοια του στρατηγικού συμμάχου; Στα δε μεταχειρισμένα UAV να συνυπολογιστεί ότι αποσύρονται διότι έχουν εξαντλήσει τις ώρες πτήσης, άρα εγείρεται ένα ζήτημα ποιο είναι το κόστος εργοστασιακής υποστήριξης για την πλήρη επαναφορά τους.
Η «χαμηλότοκη δανειοδότηση» λοιπόν μοιάζει με απόπειρα συγκάλυψης της φύσης μιας χώρας… καθ’ έξη πελάτη, που είτε δεν αντιλαμβάνεται είτε δεν σέβεται τα χρήματα των φορολογουμένων. Το να συγκαλύπτεις τη δυσάρεστη πραγματικότητα με γεωπολιτικά φληναφήματα δεν σε οδηγεί πουθενά πέραν της αναπαραγωγής πανομοιότυπων αδιεξόδων. Και η απλή αριθμητική υπαγορεύει στην ηγεσία, στο περίπου ένα δισ. ευρώ αναληφθείσες υποχρεώσεις σε ετήσια βάση, να προστεθούν όσες αυστηρά προτεραιοποιημένες υποχρεώσεις σκοπεύουμε να αναλάβουμε από εδώ και πέρα.
Ώστε «να απλώσουμε τα πόδια μας αναλόγως του μήκους του παπλώματός μας». Είτε αφορά μαχητικά, είτε μεταφορικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, αλλά και οποιοδήποτε άλλο οπλικό σύστημα προτεραιότητα ή μη, που βρίσκεται στο τραπέζι των ελληνοαμερικανικών συζητήσεων.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου