Oι πρόωρες εκλογές στη Γερμανία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση που λειτουργεί με αυτοματισμούς. Ακόμη κι αν προκηρυχθούν άμεσα ή το ταχύτερο δυνατόν εκλογές, χρειάζεται ένα εύλογο διάστημα προετοιμασίας δύο περίπου μηνών, αν λάβει κανείς υπόψιν του το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων.
Σε συνέντευξή του το βράδυ της Κυριακής στο πρώτο πρόγραμμα της δημόσιας τηλεόρασης ο Όλαφ Σολτς δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο επίσπευσης της ψήφου εμπιστοσύνης ακόμη και εντός Δεκεμβρίου, εάν η αρμόδια εκλογική επιτροπή το κρίνει εφικτό και εάν συμφωνήσει η αξιωματική αντιπολίτευση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση διά του επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς πιέζει για ψήφο εμπιστοσύνης ακόμη και μεθαύριο, Τετάρτη, κάτι όμως που ίσως φαίνεται βεβιασμένο. Πιο πιθανό σενάριο θεωρείται μια ενδιάμεση λύση από την αρχική πρόταση του καγκελαρίου για ψήφο εμπιστοσύνης μέσα Ιανουαρίου και πρόωρες εκλογές στα μέσα Μαρτίου και την πρόταση των Χριστιανοδημοκρατών.
Σπανίως πρόωρες εκλογές μεταπολεμικά
Μια από τις μεταπολεμικές σταθερές της Γερμανίας είναι η προσφυγή στις κάλπες στο τέλος κάθε τετραετίας, προσφέροντας ασφάλεια και σταθερότητα στο πολιτικό σύστημα. Μόλις πέντε φορές συνολικά στη μεταπολεμική γερμανική ιστορία καγκελάριοι έχουν ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Μπούντεσταγκ.
Σε τρεις περιπτώσεις το έκαναν για να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές βάσει όσων ορίζει το γερμανικό Σύνταγμα: το 1972 ο Βίλι Μπραντ, το 1982 ο Χέλμουτ Κολ και το 2005 ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Στις άλλες δύο περιπτώσεις στόχος ήταν απλώς η επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικές στήριξης: το 1982 ο Χέλμουτ Σμιτ και το 2002 πάλι ο Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η Γερμανία βρίσκεται και πάλι σε μια τέτοια κατάσταση. Ανεξάρτητα από το αν οι πρόωρες εκλογές διενεργηθούν τον Μάρτιο ή νωρίτερα σε κάθε περίπτωση υπάρχουν οι αναγκαίες θεσμικές δικλίδες που εγγράφονται στο Γερμανικό Σύνταγμα. Γι αυτό άλλωστε ο (συνταγματολόγος) Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ-Bάλτερ ΣταΪνμάιερ έκανε λόγο απλώς για πολιτική και όχι συνταγματική κρίση, παραπέμποντας στις συνταγκατικές διαδικασίες. «Πρόωρες εκλογές δεν σημαίνουν το τέλος του κόσμου», είπε στο διάγγελμά του προ ημερών.
Τι προβλέπει το άρθρο 68 του Συντάγματος
Εξαιτίας της εμπειρίας των ασταθών κυβερνήσεων κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το μεταπολεμικό γερμανικό Σύνταγμα, ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης δεν προβλέπει αυτόματη διάλυση της βουλής. Βάσει του άρθρου 68 του γερμανικού Συντάγματος ο/ η καγκελάριος μπορεί μόνο να ζητήσει από τη βουλή ψήφο εμπιστοσύνης. Μπορεί μάλιστα να συνδέσει το αίτημα αυτό και με συγκεκριμένο νομοσχέδιο, όχι όμως απαραίτητα.
Στην πράξη τα συνταγματικά «εργαλεία» του άρθρου 68 ενεργοποιούνται όταν ο καγκελάριος θέλει να επιβεβαιώσει ότι έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας. Δεν ελέγχεται η σκοπιμότητα του καγκελαρίου, εάν δηλαδή θέλει πράγματι να προκαλέσει ή όχι πρόωρες εκλογές.
Εάν δεν καταφέρει να λάβει την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως αναμένεται στην περίπτωση του Όλαφ Σολτς, στο επόμενο βήμα ενεργοποιούνται οι αρμοδιότητες του Προέδρου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει τότε να προχωρήσει σε διάλυση της βουλής εντός 21 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 68.
Από τη διάλυση της βουλής μεσολαβούν 60 ημέρες για τις εκλογές (άρθρο 39). Ως προς τον ΠτΔ, διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει τη μη διάλυση της βουλής, κάτι βέβαια που απέκλεισε ήδη ο Πρόεδρος Φρανκ-Bάλτερ Σταϊνμάιερ, για την περίπτωση που ο Σολτς δεν λάβει την πλειοψηφία, όπως όλα δείχνουν.
Η «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας»
Μια άλλη συνταγματική δυνατότητα για ανάδειξη νέου καγκελάριου χωρίς εκλογές θα προέκυπτε από το άρθρο 69 του Γερμανικού Συντάγματος. Πρόκειται βέβαια για μια δυνατότητα, την οποία δεν φαίνεται διατεθειμένος να αξιοποιήσει ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς. Ο λόγος για την «εποικοδομητική ψήφος εμπιστοσύνης».
Το άρθρο 69 προβλέπει με απλά λόγια τη δυνατότητα κυβερνητικής αλλαγής και ανάδειξης νέου καγκελαρίου χωρίς τη μεσολάβηση εκλογών. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει ο νυν καγκελάριος να ανατραπεί μέσω πρότασης δυσπιστίας. Ταυτόχρονα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει να προτείνει και να ψηφίσει νέο καγκελάριο. Μια τέτοια πλειοψηφία δεν φαίνεται να υπάρχει τη δεδομένη στιγμή στη Μπούντεσταγκ, άρα το σενάριο ενεργοποίησης της δυνατότητας του άρθρο 69 φαντάζει ισχνό.
Πρόωρες εκλογές και σχηματισμός κυβέρνησης
Από τη στιγμή που αποφασιστεί η διάλυση της βουλής, μετά από την αποτυχία ενός καγκελαρίου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και εφόσον ο Γερμανός Πρόεδρος δώσει τη συγκατάθεσή του, οι πρόωρες εκλογές προκηρύσσονται εξήντα ημέρες μετά το προεδρικό «ναι».
Το κόμματα θα πρέπει στο μεταξύ να έχουν καταρτίσει λίστες υποψηφίων σε κάθε επιμέρους κρατίδιο και τα κρατίδια, οι περιφέρειες και οι δήμοι να οργανώσουν πρακτικά τη διεξαγωγή των εκλογών, από την εκτύπωση φακέλων και ψηφοδελτίων μέχρι την άρτια συγκρότηση των εκλογικών κέντρων και των εκλογικών αντιπροσώπων. Θα είναι οι πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές που θα διεξαχθούν βάσει του νέου εκλογικού νόμου, που ορίζει τον αριθμό των εκλεγμένων βουλευτών στους 630 στην ομοσπονδιακή βουλή.
Μετά τις εκλογές και το τελικό αποτέλεσμα, ξεκινά στη Γερμανία η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης, που μπορεί να διαρκέσει μήνες, σε αντίθεση με άλλες χώρες με παράδοση στις μονοκομματικές κυβερνήσεις, όπως η Ελλάδα. Το 2021 χρειάστηκαν 73 ημέρες για τον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης των «φαναριών» Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων (από τα κόμματα των τριών κομμάτων που συμμετείχαν σε αυτή).
Σύμφωνα με αναλυτές πιο πιθανό μετεκλογικό σενάριο συνεργασίας φαίνεται να είναι αυτό ενός «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών/ Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών. Όμως «χωρίς τον Όλαφ Σολτς», όπως διαμηνύουν κορυφαία στελέχη της Χριστιανικής Ένωσης, όπως ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου