Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Κεμάλ Ντερβίς: «Κανείς δεν συνειδητοποίησε εξαρχής τις διαστάσεις της ελληνικής κρίσης»

Από το ιστολόγιο http://tvxs.gr/

Ο Κεμάλ Ντερβίς (Kemal Dervis, KD) ως υπουργός οικονομίας της Τουρκίας, ήταν ο αρχιτέκτονας της εξόδου της χώρας από το τραπεζικό κραχ του 2001 και της μετέπειτα δυναμικής πορείας ανάπτυξης. Επιπλέον έχει πολύχρονη θητεία στην «παγκόσμια τράπεζα» και, πιο πρόσφατα, ως επικεφαλής στο «πρόγραμμα ανάπτυξης του ΟΗΕ» (UNDP). Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «Free Sunday» και τον Γιάννη Παλαιολόγο, μιλά για την Ελλάδα και τον κ. Παπανδρέου, του οποίου έχει διατελέσει άτυπος σύμβουλος, αλλά και για την τουρκική οικονομία, την κρίση στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη, τις διεθνείς μακροοικονομικές ισορροπίες και την κλιματική αλλαγή.


ΓΠ: Τι μαθήματα μπορεί να αντλήσει η Ελλάδα από την επιτυχία σας ως υπουργού οικονομίας της Τουρκίας να μετατρέψετε την κρίση του 2001 σε μια ευκαιρία για τη δημιουργία των συνθηκών που θα έφερναν τη μελλοντική ευημερία; Ο τουρκικός λαός υποστήριζε το δικό σας πρόγραμμα περισσότερο απ' ό,τι οι Έλληνες στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις του κ. Παπανδρέου;
«Ο φίλος μου πρώην υπουργός oικονομίας του Μεξικού, που είχε αντιμετωπίσει την κρίση του 1994, μου είχε πει: "ό,τι και να κάνεις, πέρνα τον μισό σου χρόνο εξηγώντας το στον κόσμο". Ήταν η καλύτερη συμβουλή που μου έδωσε κανείς»
KD: Η κρίση στην Τουρκία ήταν όντως πολύ βαθιά και δύσκολη, ένα μεγάλο σοκ. Αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Η φύση της ήταν διαφορετική, ήταν κυρίως τραπεζική κρίση. Ήταν εν μέρει και κρίση χρέους, αλλά το χρέος δεν είχε φτάσει στα επίπεδα της Ελλάδας. Επιπλέον, ήταν μία εθνική κρίση -υπήρχαν κι άλλες χώρες με προβλήματα, όπως η Αργεντινή, αλλά δεν ήταν μία παγκόσμια ή μία πανευρωπαϊκή κρίση. Ιδιαίτερα από το 2002 και ύστερα, το διεθνές κλίμα ήταν ευνοϊκό και η Τουρκία μπόρεσε να υποτιμήσει το νόμισμά της, κάτι που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της.
Κάθε κρίση όμως έχει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ώστε να ξεπεραστεί.
Η πρώτη είναι να αξιοποιηθεί η ευκαιρία που δημιουργεί η διάθεση του κόσμου να αποδεχτεί μεταρρυθμίσεις που δεν θα δεχόταν υπό κανονικές συνθήκες, αλλαγές που αναδιαρθρώνουν με δραστικό τρόπο το σύστημα. Νομίζω ότι η Ελλάδα προσπαθεί να το κάνει αυτό, ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου σίγουρα προσπαθεί να το κάνει, όπως προσπαθήσαμε κι εμείς στην Τουρκία. Η κινεζική ρήση «η κρίση αποτελεί ευκαιρία» είναι σωστή.
Το δεύτερο ζητούμενο είναι η εθνική συνοχή. Στην Τουρκία, η χώρα συσπειρώθηκε, υπήρξε μία πατριωτική αντίδραση. Αυτό βοήθησε πολύ. Βοήθησε επίσης ότι εγώ, που ήμουν υπεύθυνος για την οικονομία, ήμουν ένα νέο πρόσωπο, χωρίς βάρη από το παρελθόν, και με αυτή την έννοια ο κόσμος μπορούσε να συσπειρωθεί γύρω μου. Φρόντισα να εργαστώ με όλες τις κοινωνικές ομάδες -τα συνδικάτα, τους συνδέσμους εργοδοτών, τους συνδέσμους μικρομεσαίων επιχειρήσεων- και πέρασα πολύ χρόνο ταξιδεύοντας στη χώρα και εξηγώντας τι χρειαζόταν να γίνει. Αυτό ήταν κάτι που με είχε συμβουλέψει ο φίλος μου πρώην υπουργός oικονομίας του Μεξικού, που είχε αντιμετωπίσει την κρίση του 1994. Μου είχε πει: «'Ο,τι και να κάνεις, πέρνα τον μισό σου χρόνο εξηγώντας το στον κόσμο». Ήταν η καλύτερη συμβουλή που μου έδωσε κανείς.
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Πρέπει όμως να πω ότι αυτή η κρίση είναι μια κρίση ευρωπαϊκή -ακόμα και αμερικανική, καθώς και η οικονομία των ΗΠΑ τώρα επιβραδύνεται. Συνεπώς, ενώ η Ελλάδα πρέπει να κάνει αυτό που της αναλογεί, δεν μπορεί να το κάνει μόνη της. Τώρα είναι η ώρα να υπάρξει συστράτευση στην Ευρώπη, ώστε να ξεπεράσει τις τρέχουσες δυσκολίες, που δεν είναι μόνο ελληνικές.
«Όταν τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα, οι κομματικές αντιπαραθέσεις πρέπει να αφήνονται στην άκρη και -για ένα διάστημα τουλάχιστον- πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στην κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμα διάσωσης»
ΓΠ: Υπήρξε και στην Ελλάδα μία περίοδος ανοχής στις δραστικές μεταρρυθμίσεις, που παρατηρείται σε εποχές κρίσης, η οποία όμως τώρα δείχνει να έχει εξαντληθεί. Ποιος είναι ο λόγος; Ότι η κυβέρνηση δεν πιστεύει στο μεταρρυθμιστικό έργο που έχει κληθεί να εφαρμόσει; Ή ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζει δεν λύνει το πρόβλημα;
KD: Υπάρχουν δυο-τρία ζητήματα εδώ.
Κατ' αρχάς, στην αρχή της κρίσης κανείς δεν συνειδητοποίησε πλήρως τις διαστάσεις της -ούτε η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός, ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι, ούτε καν οι διεθνείς οργανισμοί. Σε αντίθεση με την τουρκική κρίση, που έσκασε με μια μεγάλη υποτίμηση κι ένα ισχυρό σοκ, η ελληνική κρίση, δυστυχώς, ήταν υφέρπουσα, εκδηλώθηκε σταδιακά και δεν ήταν φανερό εξαρχής το μέγεθός της. Εξαιτίας αυτού χάθηκε πολύτιμος χρόνος στην αρχή.
Δεύτερον, ο βαθμός του κομματισμού -φυσικά δεν είμαι Έλληνας και δεν θα έπρεπε σχολιάζω πολύ το τι συμβαίνει στην ελληνική πολιτική- μοιάζει να είναι υπερβολικός. Συχνά, σε εποχές κρίσης, η αντιπολίτευση συνεργάζεται με την κυβέρνηση. Αυτό δεν το βλέπω να συμβαίνει στην Ελλάδα και είναι ατυχές. Μόλις προ ολίγων ημερών είδαμε στην Ισπανία την αντιπολίτευση να ενώνει τις δυνάμεις της με την κυβέρνηση για να αλλάξει τη νομοθεσία σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική και τα ελλείμματα. Πιστεύω ότι όταν τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα, οι κομματικές αντιπαραθέσεις πρέπει να αφήνονται στην άκρη και ότι -για ένα διάστημα τουλάχιστον- πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στην κυβέρνηση να εφαρμόσει το πρόγραμμα.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο ήδη έχουμε αναφερθεί, αφορά την ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση της κρίσης. Δεν θέλω να ελαχιστοποιήσω τις ευθύνες συγκεκριμένα της Ελλάδας, αλλά σας θυμίζω ότι όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα δανεισμού της χώρας από τους Ευρωπαίους εταίρους, η ισοτιμία δολαρίου-ευρώ ήταν κοντά στο 1.2. Ήταν δηλαδή πολύ πιο ευνοϊκή για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας από τη σημερινή ισοτιμία, που είναι περίπου 1.4. Έτσι, λόγω αιτιών πέρα από τον έλεγχο της χώρας –τις αποφάσεις της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) και της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (FED)– το νόμισμά της ανατιμήθηκε κατά 15%-20%, ενώ συνήθως σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ανταγωνιστικότητας και προσπαθούν να αναδιαρθρώσουν τις οικονομίες τους το νόμισμα υποτιμάται.
ΓΠ: Η Τουρκία, δέκα χρόνια μετά τη διάσωση από το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ), βρίσκεται σε περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης. Τι έχει πάει σωστά την τελευταία δεκαετία; Τι σας ανησυχεί για το μέλλον της τουρκικής οικονομίας;
KD: Η Τουρκία έχει ακολουθήσει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική στην εποχή μετά την κρίση του 2001. Στην κυβέρνηση στην οποία συμμετείχα είχαμε πρωτογενή πλεονάσματα 5%-6% του ΑΕΠ, πλησιάζοντας μάλιστα και το 7%, και η κυβέρνηση του «κόμματος δικαιοσύνης και ανάπτυξης» (AKP) που μας διαδέχτηκε συνέχισε την πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων.
«Δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ανάκαμψη στις ΗΠΑ χωρίς θεαματική βελτίωση στην αγορά εργασίας, που θα επιφέρει ευρεία αύξηση εισοδημάτων στα μεσαία και πιο χαμηλά στρώματα»
Επίσης είχαμε εξυγιάνει το τραπεζικό σύστημα και ο μηχανισμός εποπτείας των τραπεζών που τέθηκε σε λειτουργία του 2001 και το 2002 συνέχισε να δουλεύει καλά, αποτρέποντας την εμπλοκή των τουρκικών τραπεζών στα σύνθετα προϊόντα που παρήγαγε η Ουολ Στριτ.
Επιπλέον, το καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών παρέχει ένα μηχανισμό προσαρμογής στη ροή κεφαλαίων. Μάλιστα πιστεύω ότι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας τους τελευταίους μήνες βοηθά ιδιαιτέρως, δεδομένης της διεύρυνσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, και δεν πρέπει να υπάρξει παρέμβαση για την ανακοπή της.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι το ΑΕΠ της Τουρκίας μειώθηκε κατά σχεδόν 5% το 2009. Απλά υπήρχε η δημοσιονομική δυνατότητα για να δοθεί μια ισχυρή απάντηση μέσω τόνωσης της οικονομίας. Με τη βοήθεια και της ισοτιμίας, η ανάκαμψη ήταν εντυπωσιακή. Αυτό που με ανησυχεί κυρίως είναι η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Αγγίζει σήμερα το 8% του ΑΕΠ και χρειάζεται προσοχή.

ΓΠ: Είναι λάθος εκ μέρους των ΗΠΑ να στραφούν στη λιτότητα όταν απειλούνται σαφώς με επιστροφή στην ύφεση; Τι περιμένετε να ακούσετε από τον πρόεδρο Ομπάμα (Obama) στη πολυαναμενόμενη ομιλία για την απασχόληση;

KD: Αυτό που βλέπουμε στις ΗΠΑ και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ότι η παραδοσιακή μακροοικονομική πολιτική έχει φτάσει στα όριά της. Δεν είναι υγιές να παραμένουν για τόσο καιρό κοντά στο μηδέν τα επιτόκια, μπορεί να οδηγήσει σε νέες φούσκες στις αγορές, αλλά επίσης αποθαρρύνει την αποταμίευση, που οι ΗΠΑ χρειάζονται.
Από την άλλη, θα ήταν λάθος να αγνοηθεί η πολύ υψηλή ανεργία. Είμαι πολύ ευτυχής που ο πρόεδρος Ομπάμα θα αντιμετωπίσει το θέμα αυτό ευθέως. Δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ανάκαμψη στις ΗΠΑ χωρίς θεαματική βελτίωση στην αγορά εργασίας, που θα επιφέρει αύξηση εισοδημάτων ευρέως στα μεσαία και πιο χαμηλά στρώματα. Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα, όμως, πολλά θα εξαρτηθούν όχι απλώς από την ποσότητα αλλά και από την ποιότητά τους. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναζητήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μειώνουν μακροπρόθεσμα το χρέος αλλά παράλληλα ενισχύουν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τη ζήτηση. Αυτό απαιτεί ανάλυση των διαφορετικών εισοδηματικών ομάδων, ώστε να διαπιστωθεί ποια φορολογικά μέτρα μπορούν πραγματικά να τονώσουν τη ζήτηση και ποια είναι αναποτελεσματικά. Απαιτεί επίσης μέτρα άμβλυνσης του άγχους. Ένα παράδειγμα: αν το «μεντικέιρ» μεταρρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο που κάνει τους πάντες να ανησυχούν για την κάλυψή τους όταν είναι ηλικιωμένοι, τότε η δημοσιονομική εικόνα φαινομενικά θα βελτιωθεί, αλλά στην πράξη η αύξηση του άγχους θα καταβαραθρώσει τη ζήτηση και την ανάπτυξη. Από την άλλη, αν η μεταρρύθμιση γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε οι περικοπές να αγγίξουν μόνο αυτούς με υψηλά εισοδήματα, τότε δεν θα υπάρξει αυξημένο άγχος για το μέλλον και θα είναι ένα καλύτερο μέτρο.
«Δεν είναι η ώρα για δραστικές περικοπές στις δαπάνες»
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι υποδομές: το κράτος μπορεί σήμερα να δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια, οπότε επενδύσεις σε έργα υποδομής δικαιολογούνται και μπορούν να χρηματοδοτηθούν χωρίς να δημιουργήσουν μελλοντικά προβλήματα χρέους. Συνεπώς η απάντησή μου είναι ότι η ανάκαμψη καρκινοβατεί, η αγορά εργασίας είναι πολύ αδύναμη και δεν είναι η ώρα για δραστικές περικοπές στις δαπάνες. Είναι η ώρα για στήριξη της ανάκαμψης, με την παράλληλη προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών, που όμως θα έχουν, πέρα από κριτήρια αποτελεσματικότητας, και κριτήρια εισοδηματικά.
ΓΠ: Τι δείχνει το ζήτημα που έχει προκύψει με τις εγγυήσεις για το νέο δάνειο προς την Ελλάδα για την κατάσταση στην ευρωζώνη;
KD: Η ευρωζώνη ως σύνολο έχει ένα δείκτη χρέους προς ΑΕΠ που είναι χαμηλότερος από αυτόν των ΗΠΑ. Παρά τη γενικευμένη οικονομική επιβράδυνση, κάποιες ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν δυνατές. Αυτές οι οικονομίες έχουν επωφεληθεί από τη δυνατότητα να εξάγουν εντός της ευρωζώνης χωρίς να ανατιμάται η ισοτιμία τους. Σήμερα οι Ευρωπαίοι βρίσκονται ενώπιον μιας μεγάλης απόφασης: είτε θα στηρίξουν την ευρωζώνη μέσω μιας πιο στενής ενοποίησης, με αλληλεγγύη και υπευθυνότητα απ' όλες τις πλευρές, είτε θα θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του κοινού νομίσματος. Τεχνικά, οι οικονομίες της Ευρωζώνης είναι αρκετά ισχυρές για να ξεπεράσουν την κρίση. Πολιτικά, ο βαθμός συνοχής, αλληλεγγύης και κοινού ελέγχου που χρειάζεται δείχνει πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Είναι ένα μεγάλο ερώτημα αν οι ηγέτες της Ευρώπης θα βρουν το πολιτικό θάρρος να προχωρήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.

ΓΠ: Πιστεύετε ότι το ευρωομόλογο θα μπορούσε να είναι η τεχνική μορφή που θα λάβει η λύση της κρίσης; Θα μπορούσε να εφαρμοστεί αρκετά γρήγορα;

KD: Είναι λύση, γιατί πιστεύω ότι τελικά θα κοστίσει λιγότερο στις δυνατές χώρες από άλλες μορφές μεταβίβασης δυνατοτήτων κρατικού δανεισμού. Υπάρχουν φυσικά σημαντικές νομικές δυσκολίες που αποτρέπουν την ταχεία έκδοσή του. Τα νομικά αυτά εμπόδια πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύονταν υπέρ του ευρωομολόγου, αυτό θα βοηθούσε πολύ.
ΓΠ: Γράψατε πρόσφατα για τις διεθνείς μακροοικονομικές ανισορροπίες ότι η συμφωνία να ταυτοποιηθούν μια σειρά δείκτες στους οποίους θα βασιστεί ο διάλογος είναι «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός», αλλά «το πραγματικό τεστ» θα είναι αν θα οδηγηθεί ο διάλογος στο επόμενο επίπεδο. Ποιο είναι το επόμενο επίπεδο και είστε καθόλου αισιόδοξος ότι μπορεί να υπάρξει ουσιώδης συντονισμός πολιτικών μεταξύ των μεγάλων οικονομιών;
«Τεχνικά, οι οικονομίες της Ευρωζώνης είναι αρκετά ισχυρές για να ξεπεράσουν την κρίση. Πολιτικά, ο βαθμός συνοχής, αλληλεγγύης και κοινού ελέγχου που χρειάζεται δείχνει πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Είναι ένα μεγάλο ερώτημα αν οι ηγέτες της Ευρώπης θα βρουν το πολιτικό θάρρος να προχωρήσουν σε αυτή την κατεύθυνση»
KD: Είναι πολύ θετικό ότι, χάρη στο G20 όλες οι μεγάλες οικονομίες κάθονται μαζί στο τραπέζι, κοιτάζουν τους αριθμούς και συζητούν. Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε οι χώρες να επιτύχουν σε δύο χρόνια τη συνοχή και τη στενότητα των σχέσεων που θα χρειαζόταν για να συντονίσουν τις πολιτικές τους -είμαστε ακόμα μακριά από αυτό. Το ΔΝΤ έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτό το πλαίσιο. Είναι θετικό ότι ήδη παρακολουθεί και τις ανεπτυγμένες οικονομίες, κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν. Ωστόσο στο μέλλον θα είναι κρίσιμη η συμβολή του, μαζί με τους άλλους διεθνείς οργανισμούς, στην εφαρμογή των προτάσεων του G20, καθώς είναι οι οικουμενικά αναγνωρισμένοι θεσμοί που ασχολούνται με τα θέματα αυτά. Θα ήταν λάθος να περιθωριοποιηθούν.

ΓΠ: Δεδομένου του ρόλου που οραματίζεστε για το ΔΝΤ, πώς βλέπετε τη δική του, εσωτερική μεταρρύθμιση; Έχουν πλέον οι αναδυόμενες οικονομίες τη φωνή που τους αναλογεί;

KD: Το γεγονός ότι αλλάζει το σύστημα των ποσοστώσεων προς όφελος των αναδυόμενων οικονομιών και ότι δημιουργήθηκε νέα θέση στα ανώτατα κλιμάκια της διοίκησης για έναν υψηλόβαθμο Κινέζο αξιωματούχο είναι κινήσεις στη σωστή κατεύθυνση. Τα πράγματα δεν κινούνται αρκετά γρήγορα, η Ευρώπη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να διατηρήσει το μερίδιο που είχε στο παρελθόν, αλλά το ΔΝΤ σήμερα δεν κυριαρχείται από το G7 εξίσου όσο παλαιότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου