Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Μ. Παλληκαρίδη: «Ο Ευαγόρας ήταν έτοιμος για τη θυσία, για την Πατρίδα και την Ελευθερία»

Μια συγκλονιστική αφήγηση από την αδερφή του Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Συνέντευξη της Μαρούλας Παλληκαρίδη στον Γιώργο Γκόντζο, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 123

Τη συνάντησα στα Γιάννενα, την παραμονή της εκδήλωσης του γυμνασίου Ανατολής Ιωαννίνων, εκδήλωση «μνήμης και τιμής για τον ήρωα, ποιητή και Εθνομάρτυρα Ευαγόρα Παλληκαρίδη». Και η αδερφή του, η Μαρούλα Παλληκαρίδη, μίλησε στην εκπομπή του Γιώργου Γκόντζου «ό,τι πεις εσύ», στο δημοτικό ραδιόφωνο Ιωαννίνων, πριν τρία χρόνια, για τον αγώνα του Ευαγόρα. Ανέδειξε άγνωστες, συγκλονιστικές στιγμές από τη δράση του, μίλησε για τις απόψεις του, για τις ιδέες του και για όσα τον ώθησαν, αυτόν, ένα νεαρό αγόρι, να αντισταθεί με διάφορους τρόπους απέναντι στους Άγγλους αποικιοκράτες. Έφερε στην επιφάνεια «λεπτομέρειες» της προσωπικότητάς του και κατέθεσε αποκαλυπτικά στοιχεία για την πορεία του μέχρι τον απαγχονισμό του.

Ο Ευαγόρας, θέλω να πιστεύω, ότι από τη ζωή του, από τη ζωή που έκανε, ήταν ταμένος, τρόπον τινά, γι’ αυτόν τον αγώνα και την θυσία που έκανε. Ήταν έτοιμος. Και θα μιλήσω για την τελευταία μέρα, για τις τελευταίες στιγμές, για την τελευταία φορά που τον είδαμε στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας. Και τολμώ να πω ότι ο Ευαγόρας, πίσω από το κλειστόν, το πυκνό σύρμα της κλειστής πόρτας, ήταν τόσο ήρεμος και τόσο πράος, αλλά ταυτόχρονα και πολύ δυνατός. Παρ’ όλη την τραγικότητα των στιγμών, μας χαμογέλασε με εκείνο το γλυκό του χαμόγελο, είχε τη δύναμη ακόμα και να μας χαμογελάσει. Ευχήθηκε να είναι ο τελευταίος απαγχονισθείς, ήταν ο τελευταίος, αλλά είμαι σίγουρη ότι πολλές ώρες πριν οδηγηθεί στην αγχόνη ήταν στην αντίπερα όχθη.

Ποια στοιχεία ήταν αυτά που τον είχαν «ετοιμάσει»;
Κατ’ αρχήν ήταν η πίστη του, πιστεύω, η πίστη στον Θεό και η σιγουριά και η βεβαιότητά του ότι έκανε αυτό που έπρεπε και καταλάβαινε εκείνος ότι έπρεπε να κάνει για την πατρίδα του. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Μέχρι εκεί που περνούσε από το χέρι του το έκανε και, στο τέλος–τέλος, προσέφερε τον εαυτό του.


Πόσων χρόνων είσαστε τότε, εκείνη την περίοδο;
Είχαμε δυο χρόνια διαφορά με τον Ευαγόρα. Ήμουν δυο χρόνια μικρότερη.


Πότε άρχισε τη δραστηριότητά του, ώστε να είναι στο προσκήνιο εκείνης της μάχης, εκείνη την περίοδο;
Στο προσκήνιο, καλά το θέτετε, στο προσκήνιο πιστεύω ότι έφτασε, ότι ξεκίνησε το 1953. Ο Ευαγόρας το ’53 ήταν δεκαπέντε χρόνων. Το τονίζω, έχει σημασία, ήταν δεκαπέντε χρόνων και ήταν Ιούνιος, αρχές Ιουνίου, που θα γινόταν η στέψη της βασίλισσας, της νυν βασίλισσας της Αγγλίας. Και ως αποικία που ήμασταν, όλο το νησί σημαιοστολίστηκε με αγγλικές σημαίες, με θυρεούς, ετοιμαζόντουσαν να γιορτάσουν και αυτό με το δίκιο τους, βέβαια, να γιορτάσουν την ενθρόνιση της βασίλισσάς τους, τη στέψη της βασίλισσάς τους. Και πήραν από τις δημοτικές αρχές της πόλης μας την άδεια και οι δημοτικές αρχές, δεν ξέρω γιατί, κατ’ εμέ δεν έπρεπε, παραχώρησαν στους Άγγλους το Ιακώβειο Γυμναστήριό μας, που χορεύαμε κάθε 25 Μάρτη, που γιορτάζαμε, που κάναμε τους αγώνες μας, που κάναμε τις ασκήσεις μας, τις γυμναστικές μας, και το παραχώρησαν. Και το σημαιοστόλισαν στα προπύλαια με μια αγγλική σημαία…


Το δικό σας, το «σας»…
Επιμένω, το δικό μας. Γιατί το σχολείο δίπλα ονομαζόταν Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου. Και στα προπύλαια του γυμνασίου, σε έναν ιστό, είχαμε την ελληνική σημαία, την έβγαλαν και ανάρτησαν την αγγλική σημαία. Οι μαθητές, και ο κόσμος, οι μαθητές εξοργίστηκαν, άρχισαν να διαμαρτύρονται με διαδηλώσεις… Ενώθηκαν μαζί τα τρία σχολεία της Πάφου και αρκετός κόσμος. Ο Ευαγόρας δεν άντεξε σ’ αυτό το πράγμα. Να βλέπεις την αγγλική σημαία να είναι στημένη στα προπύλαια του γυμναστηρίου που αθλείτο, γιατί και ό ίδιος ήταν αθλητής… Και ανέβηκε, σκαρφάλωσε στα προπύλαια και κατέβασε την αγγλική σημαία. Συνελήφθη για αρκετές ώρες, όπως και άλλοι συμμαθητές του, και πιστεύω ότι από εκεί ήταν το βάφτισμα του Ευαγόρα. Εκείνο ήταν το βάφτισμα.
Εγώ τον θυμάμαι αργά το βράδυ που τον άφησαν λεύτερο και γύρισε στο σπίτι, ήταν τόσο θυμωμένος, τόσο οργισμένος. Θυμάμαι τον πατέρα μας που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, να του εξηγήσει ορισμένα πράγματα τέλος πάντων… Κάθισε δέκα λεπτά, άκουσε τον πατέρα, αλλά ξαφνικά σηκώθηκε, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι… Πρώτη φορά είχα δει τον αδερφό μου τόσο θυμωμένο, τόσο οργισμένο. Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και είπε: «Τι γυρεύει αυτή εδώ μέσα;» Και με το «εδώ μέσα» εννοούσε το σπίτι μας, την Κύπρο. Και με το «αυτή», εννοούσε την αυτοκρατορία, τη βασίλισσα, την αγγλική αυτοκρατορία. Και πρόσθεσε: «Να σηκωθεί να φύγει, και η βασίλισσα και η αυτοκρατορία». Αυτό ήταν το πρώτο βάφτισμα για τον Ευαγόρα.


Τι ακολούθησε μετά;
Ήταν από τους πρώτους που γνώρισε για τον αγώνα που θα ξεκινούσε.Και βλέπαμε και εμείς στο σπίτι τις διαφορές του. Αργούσε να γυρίσει τα βράδια, ζητούσε από τον πατέρα την άδεια να κοιμηθεί σε έναν φίλο του, ή να διανυκτερεύσει σε άλλη πόλη. Αυτά ήταν προμηνύματα ότι κάπου ήταν «μπλεγμένος». Κάπου, κάτι ετοίμαζε με άλλους…
Το επόμενο βήμα του όσον αφορά το γράμμα που άφησε στην τάξη του..
Τα επόμενα βήματα… 5 Δεκεμβρίου του ’55 ήμασταν σπίτι… Ο πατέρας μας, η αδερφή μου, εγώ και ο Ευαγόρας. Η μητέρα μας ήταν στην εκκλησία, ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου Νικολάου. Και ανέφερε, όχι, δεν είναι αυτή η λέξη, ανακοίνωσε στον πατέρα μου, έχει σημασία, προσέξτε, ανακοίνωσε στον πατέρα μου ότι βγαίνει αντάρτης. Δηλαδή, δεν ζήτησε την άδεια του πατέρα, δεν ζήτησε την γνώμη του πατέρα. Ανακοίνωσε! Δηλαδή είπε: «Πατέρα, σου αρέσει, δεν σου αρέσει, η απόφασή μου είναι αυτή. Θα με δικάσουν για οχλαγωγία και ακόμα και να με αθωώσει το δικαστήριο, σίγουρα θα με συλλάβουν και θα με πάνε στα κρατητήρια. Και εγώ δεν μπορώ να με κλείσουν στη φυλακή και βγαίνω αντάρτης στο βουνό»…
Μας χαιρέτησε, μας αποχαιρέτησε και από εκείνη την ημέρα δεν ξαναγύρισε ποτέ στο σπίτι ο Ευαγόρας. Όπως μάθαμε αργότερα, πέρασε από την εκκλησία, είπε σ’ ένα παιδάκι να πάει να φωνάξει έξω τη μητέρα, βγήκε η μητέρα έξω την αποχαιρέτησε και έφυγε. Πέρασε από το σχολείο. Πήγε στην τάξη του, αυτός είχε τον τρόπο να μπει στην τάξη, ήταν απόγευμα και ήταν κλειστό το σχολείο, είχε τον τρόπο να μπει στην τάξη, τα κατάφερε, το κατόρθωσε… Και άφησε ένα γράμμα προς τους συμμαθητές, το γνωστό «παλιοί συμμαθητές», και το γνωστό ποίημα, «Θα πάρω μιαν ανηφοριά».


Είχε ποιητική φλέβα;
Είχε, είχε… Ο Ευαγόρας, τον θυμάμαι εγώ από 13, 14 χρόνων να γράφει όπου έβρισκε. Όποιον τετράδιο, όποιον χαρτί έβρισκε. Εγώ θυμάμαι ακόμα και στο περιθώριο της εφημερίδας, όσο περιθώριο είχε μια εφημερίδα, ακόμα και εκεί βρίσκαμε γραμμένους στίχους του Ευαγόρα…


Πότε συνελήφθη, θυμάστε;
Θυμάμαι, θυμάμαι… Συνελήφθη 18 Δεκεμβρίου του ’56. Δηλαδή έμεινε στο βουνό, αντάρτης, έναν χρόνο και 13 μέρες… Πώς συνελήφθη; Θα άλλαζαν κρησφύγετο, θα πήγαιναν πιο βαθιά στο δάσος. Και με ένα γαϊδούρι φορτωμένο με τα υπάρχοντά τους, μια σόμπα, δυο-τρεις κουβέρτες, λίγα παξιμάδια… Και ο Ευαγόρας με ένα «Μπρέντ», το οποίο ήταν αποσυναρμολογημένο και γρασαρισμένο, ήταν μη χρησιμοποιήσιμο άμεσα… Και προχωρούσαν στο δάσος. Σε μια απότομη στροφή του δάσους τους περίμεναν οι Άγγλοι με ένα Λαντ Ρόβερ, με σβησμένα τα φώτα, σβησμένη τη μηχανή. Και μόλις έκαναν τη στροφή και φάνηκαν οι αντάρτες, άναψαν τα φώτα, άναψαν τη μηχανή.
Οι άλλοι σύντροφοι του Ευαγόρα έτρεξαν, έφυγαν, ο Ευαγόρας έμεινε εκεί και τον συνέλαβαν. Εγώ πιστεύω ότι ο Ευαγόρας, αν ήθελε να τρέξει και να φύγει, θα έτρεχε πρώτος, ήταν αθλητής. Όμως μου περνά από το μυαλό μου ότι σκέφτηκε εκείνη την ώρα, ίσως αστραπιαία του πέρασε από το μυαλό, ότι γυρίζω την πλάτη και τρέχω να σωθώ… Και τι γίνεται μετά; Τι θα κάνουν οι Άγγλοι; Θα αρχίσουν να πυροβολούν σίγουρα… Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω… Μια σφαίρα στην πλάτη δεν είναι ό,τι το καλύτερο για έναν που είχε τις ιδέες του και έκανε αυτόν τον αγώνα για τον σκοπό που τον έκανε… Οδηγήθηκε μετά σε ένα στρατόπεδο των Άγγλων, σε ένα στρατόπεδο στην Πάφο…
Άρχισε ο πατέρας μας να πηγαίνει κάθε μέρα στην αστυνομία, να προσπαθεί να μας επιτρέψουν να τον συναντήσουμε, να τον δούμε… Πέρασαν κάπου δέκα, δεκαπέντε μέρες να μας επιτρέψουν να τον δούμε.Και στην πρώτη επίσκεψη ήταν πολύ καταβεβλημένος, χάλια, τα μάτια του μαυρισμένα, χαμηλωμένα. Και του λέει ο πατέρας: «Ευαγόρα, σου μιλάω και κοιτάς κάτω, γιατί;» Και λέει: «Πατέρα, το βράδυ δεν με αφήνουν να κοιμηθώ και μου έχουν συνέχεια προβολείς αναμμένους και δεν μπορώ να αντικρίσω το φως τώρα…» Τα βασανιστήρια συνεχίζονταν. Κοιμόταν σε ένα κρεβάτι μονό, με έναν σουμιέ, χωρίς μια κουβέρτα, τίποτα, κοιμόταν καταλαβαίνετε, εντός εισαγωγικών το «κοιμόταν»… Λοιπόν, 14 Φεβρουαρίου 1957 έγινε η προανάκριση, 25 Φεβρουαρίου έγινε η δίκη και η καταδίκη και 13 Μαρτίου για μένα ο απαγχονισμός…


Υπήρξαν εκκλήσεις τότε…
Πάρα πολλές. Και από την Κύπρο και από την Ελλάδα, να χαριστεί η ζωή του Ευαγόρα. Από την Αμερική, ένας βουλευτής έκανε έκκληση να τον υιοθετήσει και να τον πάρει στην Αμερική να τον σπουδάσει. Όμως όλα έπεσαν στο κενό…

Κατά τον απαγχονισμό ήταν μόνος του;
Τι εννοείτε;


Απέναντι είχε κόσμο;
Κανένας… Μόνο ο δήμιος και ο διευθυντής των φυλακών και ο ιατροδικαστής. Ούτε καν ιερέας υπήρχε, ούτε καν γονείς, ούτε στην ταφή. Εμείς τον είδαμε για τελευταία φορά, τελευταία ώρα 13 Μάρτη του ’57, γύρω στις τρεισήμισι το απόγευμα. Ο τάφος του μαζί με άλλους οχτώ απαγχονισθέντες και ένατος ο Ευαγόρας. Και μαζί και τέσσερις αγωνιστές της ΕΟΚΑ υψηλόβαθμοι που έπεσαν έξω στις μάχες. Είναι στις κεντρικές φυλακές… Δηλαδή στις κεντρικές φυλακές υπάρχουν εννέα τάφοι με 13 νεκρούς, οι τέσσερις τάφοι είναι διπλοί, διότι περίμεναν άλλοι 30 καταδικασμένοι σε θάνατο, για να κάνουν οικονομία χώρου.


Το μήνυμα που έστειλε με τον θάνατό του, όχι μόνο στην Κύπρο, στην Ελλάδα, παγκόσμια, ποιο είναι;
Το μήνυμα πιστεύω ότι είναι πως, για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε και ειδικότερα την ελευθερία μας, που κάθε λαός, κάθε άνθρωπος τη δικαιούται, είναι να αγωνίζεσαι. Χωρίς αγώνες, χωρίς να αγωνίζεσαι, δεν θα έρθει κάποιος να σου πει «πάρ’ την την ελευθερία σου, φεύγω εγώ, τόσα χρόνια, τόσους αιώνες σε καταδυνάστευα και τώρα ζήσε όπως θέλεις». Κανείς δεν το κάνει αυτό. Αν δεν το ζητήσεις, αν δεν το απαιτήσεις, δεν σου το δίνει κανένας.


Το δικό σας μήνυμα, ως αδερφή του Ευαγόρα;
Το δικό μου μήνυμα… Τι να πω… Εγώ είμαι ένα πετραδάκι ασήμαντο μπροστά στον Ευαγόρα, μπροστά σε όλους τους αγωνιστές. Θέλω τα παιδιά να έχουν πρότυπα. Να πιστεύουν, να τρέφουν τα ιδανικά προς την πατρίδα και προς την ανθρωπότητα και προς την ελευθερία και προς κάθε τι καλό.

ΜΑΝΑ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΜΑΛΛΙΑΣΕ…

Μάνα, η καρδιά μου μάλλιασε…
Μάνα, πια δέν αντέχω…
Ως πότε με το δάκρυ μου
Το πρόσωπο να βρέχω;

Μάνα, η καρδιά μου μάλλιασε…
Δώσε μου την ευχή σου,
Τα όπλα του πατέρα μου
Και το στερνό φιλί σου…

Μάνα, η καρδιά μου μάλλιασε…
Το στήθος μου σπαράζει
κι αίμα η καρδιά μου στάζει…

Μάνα, θα τρέξω στα βουνά…
Δώσε μου την ευχή σου
Και το στερνό φιλί σου…

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Λίγα λόγια για την βασίλισσα Ελισάβετ και την στάση της απέναντι στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ

 Στις 2 Ιουνίου είχε οριστεί η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και σε όλες τις αποικίες γίνονταν προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» αναρτάται η αγγλική σημαία, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές. Παραμονή της στέψης, οι μαθητές της Πάφου και οι φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου οργάνωσαν διαδήλωση με αίτημα να υποσταλεί η αγγλική σημαία και να εκκενωθεί το γήπεδό τους από στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο 15χρονος τότε Ευαγόρας αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και σκίζει την αγγλική σημαία: το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων.

Ο Ευαγ. Παλληκαρίδης το 1956 συνελήφθη από τους Άγγλους για συμμετοχή στην ΕΟΚΑ και στις αρχές του 1957 καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρότι ξεσηκώθηκε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης για να μην εκτελεστεί η ποινή, ακόμα και στην Αγγλία 40 εργατικοί βουλευτές υπέγραψαν σχετικό αίτημα, στην έκκληση των δικηγόρων του προς την Ελισάβετ να του δώσει χάρη, αυτή ούτε καν απάντησε. Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957. Την ίδια κατάληξη είχαν και τα προηγούμενα αιτήματα για απόδοση χάρης σε αγωνιστές της ΕΟΚΑ.       

ΠΗΓΗ ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου