Για την κυπριακή διπλωματία η επίτευξη συμφωνίας για στρατηγικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια τεράστια επιτυχία, ως αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσπάθειας που πάει πίσω μια και πλέον δεκαετία.
Η Λευκωσία κινείται για τους επόμενους δύο εξαιρετικής σημασίας στόχους με μεγάλη πολιτική σημασία, την πλήρη κατάργηση της πώλησης όπλων και τον τερματισμό της θεώρησης διαβατηρίων. Γνωρίζει, ωστόσο, πως για να φτάσει στον επόμενο σταθμό θα πρέπει να συνεχίσει να παίζει τα χαρτιά της σωστά.
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τους προκατόχους της η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη έδωσε μια συνέχεια στην προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ίδιος ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όντας υπουργός Εξωτερικών, είχε δει από το πρώτο χέρι τη σημασία των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ, σε πολλούς τομείς και τι ρόλο μπορούσαν να παίξουν ακόμα και σε ζητήματα εκτός της ατζέντας των διμερών σχέσεων.
Έδειξε από την αρχή τις προθέσεις του θέλοντας να επενδύσει στην αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Εγχείρημα που δεν ήταν εύκολο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κυπροαμερικανικές σχέσεις ήταν διαχρονικά δύσκολες και με αρκετή καχυποψία εκατέρωθεν. Για τους Κύπριους υπήρχε πάντοτε το μεγάλο μερίδιο ευθύνης των ΗΠΑ για τα γεγονότα του 1974 (πραξικόπημα και τουρκική εισβολή). Για δε τους Αμερικανούς υπήρχε μια συνεχής καχυποψία ως προς τις σχέσεις που είχε η Κύπρος, διαχρονικά με τη Μόσχα. Μια καχυποψία που επεκτάθηκε, και έπαιζε ρόλο και στα πολιτικά πράγματα, όταν η Κύπρος μετατράπηκε στο πλυντήριο των Ρώσων ολιγαρχών.
Επιπρόσθετα, οι σχέσεις των δύο πλευρών κινούνταν εντός του πλαισίου των εξελίξεων στο Κυπριακό και ως εκ τούτου επηρεάζονταν. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών επηρεαζόταν εν πολλοίς από τις σχέσεις με τους δύο ισχυρούς ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους, τη Βρετανία και την Τουρκία. Και κανένας δεν μπορούσε να αναμένει ότι η Ουάσιγκτον θα πήγαινε κόντρα στα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντά της στα οποία Λονδίνο και Άγκυρα έπαιζαν σημαντικό ρόλο για χάρη «ενός μικρούς κομματιού γης».
Μια σειρά από γεγονότα, ωστόσο, συνέβαλαν κατά τη τελευταία δεκαετία στο να αρχίσει μια συστηματική και σταθερή αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών. Με τον διάλογο να είναι όλο και περισσότερο πάνω σε μια καθαρά διμερή ατζέντα και να βγαίνει εκτός του κάδρου του Κυπριακού, το οποίο παρεμπιπτόντως βγήκε (σε διάφορες φάσεις) το ίδιο κερδισμένο (υπήρξαν συνεδρίες στο Συμβούλιο Ασφαλείας όπου η τοποθέτηση των Αμερικανών ήταν πέραν του αναμενόμενου υποστηρικτική για την Κύπρο).
Ένα ζήτημα που κρατούσε στην ψύχρα τις σχέσεις των δύο χωρών ήταν το εμπάργκο πώλησης όπλων σε βάρος της Κύπρου. Ένα εμπάργκο που επιβλήθηκε στην Τουρκία για την εισβολή της στην Κύπρο πριν 50 χρόνια και εν τέλει βρέθηκε η κυπριακή πλευρά να βρίσκεται κάτω από αυστηρό περιορισμό για πάνω από τέσσερις δεκαετίες ενώ για την τουρκική πλευρά ήταν μόνο κάποια χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια έγινε κατορθωτό να επιτευχθεί μερική άρση του εμπάργκο και να επιτρέπεται η απόκτηση από πλευράς Κύπρου κάποια στρατιωτικά συστήματα. Απαιτείται παράλληλα σε ετήσια βάση το αμερικανικό Κογκρέσο να δίνει την έγκρισή του προκειμένου να παραμένει σε ισχύ η απόφαση για μερική άρση του εμπάργκο.
Μέσα από τη συμφωνία για στρατηγικό διάλογο η Λευκωσία ευελπιστεί ότι θα φτάσει στο στόχο της που είναι η πλήρης άρση του εμπάργκο των ΗΠΑ στις πωλήσεις στρατιωτικών όπλων προς την Κύπρο, χωρίς να απαιτείται η ετήσια έγκριση από το Κογκρέσο. Μια προσπάθεια η οποία ωστόσο δεν θεωρείται εύκολο γιατί σ’ αυτό το θέμα μπαίνει στο κάδρο ο παράγοντας Τουρκία και οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας στο ΝΑΤΟ. Σχέσεις τις οποίες η τουρκική πλευρά χρησιμοποιούσε διαχρονικά προκειμένου να διατηρεί εν ζωή το εμπάργκο κατά της Κύπρου.
Στο πλαίσιο του διαλόγου, που ξεκίνησε και προχωρά ανάμεσα στις δύο πλευρές, αναμένεται ότι ένας από τους τομείς πάνω στον οποίο αμφότερες θα εργαστούν συστηματικά είναι και η συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα. Συνεργασία που θα αφορά δράσεις αμοιβαίου οφέλους και οι οποίες δεν θα έχουν να κάνουν με άλλες στρατιωτικές ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή ή αλλού που εκ των πραγμάτων η Κύπρος πρακτικά δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει.
Κεντρικός άξονας αυτή της συνεργασίας θα είναι το κέντρο CYCLOPS (Cyprus Center for Land, Open-seas and Port Security) το οποίο συστάθηκε πριν από τέσσερα χρόνια και λειτουργεί στη Λάρνακα. Ήδη βρίσκονται στα σκαριά μια σειρά από συνέργειες ανάμεσα στις δύο χώρες οι οποίες θα συμβάλουν τόσο στην αναβάθμιση του κέντρου αλλά θα βοηθήσουν στο να προχωρήσουν ένα ή και δύο βήματα πιο πέρα οι κυπροαμερικανικές σχέσεις.
Η άρση του εμπάργκο μπορεί να έχει τη δική του σημασία, πλην όμως δεν είναι κάτι που αφορά ή επηρεάζει το σύνολο των πολιτών. Εκείνο που ενδεχομένως θα ήθελαν όλοι να δουν να συμβαίνει στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κύπρο είναι ο τερματισμός των θεωρήσεων διαβατηρίων για είσοδο στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι και το 2004 η θεώρηση διαβατηρίων δεν ήταν μείζον ζήτημα για τους Κύπριους που ταξίδευαν προς τις ΗΠΑ ή και αλλού. Ωστόσο μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση η προσέγγιση διαφοροποιήθηκε με την Κύπρο θα αισθάνεται ότι είναι σε μια δυσμενή θέση, έναντι των άλλων εταίρων της όταν οι πολίτες της για να ταξιδέψουν προς τις ΗΠΑ χρειάζονται θεώρηση διαβατηρίου.
Γι’ αυτό και μπήκε ψηλά στις προτεραιότητες η ένταξη της Κύπρου στο πρόγραμμα απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης των ΗΠΑ (Visa Waiver Program). Σήμερα από τα 27 κράτη μέλη οι χώρες που παραμένουν υπό καθεστώς βίζα είναι η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Το Πρόγραμμα Κατάργησης Θεωρήσεων των ΗΠΑ (Visa Waiver Program) θα επιτρέψει στους Κύπριους πολίτες να ταξιδεύουν στις ΗΠΑ για επαγγελματικούς λόγους ή για τουρισμό για διαμονή έως και 90 ημέρες χωρίς θεώρηση διαβατηρίου τύπου “B” όπως συμβαίνει έως σήμερα.
Ζητούμενο σ’ αυτή την περίπτωση είναι να καταφέρει η Κύπρος να μειώσει κάτω του 3% των αιτήσεων που απορρίπτονται. Ένας στόχος τον οποίο η Λευκωσία είναι αισιόδοξη ότι θα τον πετύχει εντός του 2025, χωρίς να αποκλείεται να τα καταφέρει και νωρίτερα. Η επίδραση της ένταξης της Κύπρου σ’ αυτό το πρόγραμμα θα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις επαφές ανάμεσα στις δύο πλευρές σε όλα τα επίπεδα. Πέραν όμως αυτού, για την Κύπρο έχει σημασία και σ’ ό,τι αφορά τους εταίρους της στην ΕΕ όπου και εκεί αντιμετωπίζει συγκεκριμένους περιορισμούς μέσω της εφαρμογής του Σέγκεν. Οι προσπάθειες και προς αυτή την κατεύθυνση συνεχίζονται προκειμένου να μπορούν οι Κύπριο να ταξιδεύουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη με την ίδια ευκολία όπως και οι υπόλοιποι πολίτες της ΕΕ.
Τι λέχθηκε
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, έκανε λόγο για μια σημαντική στιγμή στη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Κύπρου: «Ανακοινώνουμε ότι θα ξεκινήσουμε έναν στρατηγικό διάλογο μεταξύ των χωρών μας. Η πρώτη συνάντηση θα γίνει αυτό το φθινόπωρο στην Κύπρο. Νομίζω ότι είναι πολύ ισχυρή απόδειξη της ενίσχυσης, της εμβάθυνσης, της διεύρυνσης των σχέσεων μεταξύ των χωρών μας, ενεργώντας από κοινού σε τόσους πολλούς διαφορετικούς τομείς». Στις δηλώσεις του κατά τη συνάντηση με τον Κύπριο ομόλογό του, χαρακτήρισε την Κύπρο ως σημαντικό παίχτη στην περιοχή και μια εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Κόμπος, σημείωσε ότι πρόκειται για μια σημαντική μέρα για τις δύο χώρες: «Προχωράμε για να δημιουργήσουμε έναν δομημένο διάλογο, έναν διάλογο που θα είναι εντατικός, και αυτό είναι προς όφελος των λαών μας, των δύο χωρών μας. Μοιραζόμαστε κοινά θεμέλια, τις βασικές μας αξίες, τον σεβασμό μας, τη δέσμευσή μας στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου, την αντίθεσή μας στην επιθετικότητα και στον ρεβιζιονισμό και σε αυτούς που είμαστε μαζί, είτε στην Ουκρανία, είτε σε άλλα μέρη όπου έχουμε τέτοια περιστατικά».
Τα επόμενα βήματα και τα οφέλη
Για υλοποίηση του στρατηγικού διαλόγου θα ακολουθηθεί διαδικασία βήμα-προς-βήμα (step-by-step):
- Πραγματοποίηση ετήσιων συναντήσεων μεταξύ υψηλόβαθμων αντιπροσωπειών των δύο χωρών σε Λευκωσία και σε Ουάσιγκτον.
- Ο πρώτος γύρος διαβουλεύσεων στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη Λευκωσία τον ερχόμενο Σεπτέμβριο μεταξύ υψηλόβαθμων αντιπροσωπειών των δύο υπουργείων.
Ο στρατηγικός διάλογος αποτελεί θεσμικό εργαλείο των ΗΠΑ με φίλες χώρες, με τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τακτική τομεακή συνεργασία σε στρατηγικούς κατά περίπτωση τομείς, στους οποίους συμπίπτουν εκατέρωθεν συμφέροντα. Μέχρι σήμερα έχουν εγκαθιδρύσει στρατηγικό διάλογο με 30 χώρες, εκ των οποίων οι 13 είναι κράτη μέλη της ΕΕ.
Για την Κύπρο, η συμπερίληψή της σ’ αυτή την κατηγορία/ομάδα χωρών θεωρείται ως ισχυροποίηση της θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως στενός εταίρος των ΗΠΑ. Μέσα από το στρατηγικό διάλογο δημιουργείται το πλαίσιο για εμβάθυνση και εδραίωση στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπρόσθετα αποτελεί αναγνώριση ότι οι δύο χώρες έχουν κοινή πορεία στη βάση κοινών δημοκρατικών αξιών και συμφερόντων.
Τα οφέλη για την Κύπρο από αυτή τη συνεργασία είναι:
- Σύσφιξη πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των δύο λαών.
- Ενίσχυση της συνεργασίας ΚΔ-ΗΠΑ σε σημαντικούς τομείς, όπως η ασφάλεια και η ενέργεια.
- Αναδεικνύεται και εδραιώνεται ο σταθεροποιητικός ρόλος της Κύπρου στην περιοχή.
- Διανοίγονται νέες προοπτικές για αμερικανικές επενδύσεις στην Κύπρο.
- Ενισχύεται το εμπόριο με τις ΗΠΑ, με στόχο την προώθηση κυπριακών προϊόντων στην αμερικανική αγορά.
- Δημιουργία ευκαιριών για νέους και νέες με ποικιλόμορφους τρόπους (πχ μέσα από τα πανεπιστήμια και την ανταλλαγή φοιτητών, και παροχή τεχνογνωσίας μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων)
- Αναπτύσσονται σημαντικές δυνατότητες συνεργασίας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας.
Η σημασία της οικονομικής πτυχής της συμφωνίας φάνηκε και μέσα από την άμεση θετική αντίδραση που προήλθε από πλευράς οικονομικών παραγόντων και συνδέσμων στην Κύπρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου