Η άνοδος του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002, υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν μια σημαντική στροφή στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας.
Τα όσα προσπάθησε να κτίσει ο Ατατούρκ, όταν ανέλαβε την ηγεσία της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκία το 1923, άρχισαν να κατεδαφίζονται. Στις αναθεωρητικές συμπεριφορές της σημερινής τουρκικής ηγεσίας, είναι εμφανείς οι νεοοθωμανικοί προσανατολισμοί της. Ένας καλός οδηγός, για να κατανοηθεί τούτο, είναι το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου Το Στρατηγικό Βάθος, Η διεθνής θέση της Τουρκία, που θεωρείται το αρχιτεκτονικό σχέδιο με βάση το οποίο χτίστηκε η γεωπολιτική της «Νέας Τουρκίας» του Ερντογάν.
Ο Ερντογάν πιστεύει – και δεν χάνει ευκαιρία να το διακηρύσσει – ότι το πεπρωμένο της Τουρκίας είναι η ανάδειξή της σε παγκόσμια υπερδύναμη, καθώς η Δύση οδηγείται σε παρακμή. Έγινε υπέρμαχος της ιδέας της « Mavi Vatan – Γαλάζιας Πατρίδας», όπου η Τουρκία θα κυριαρχεί στις τρεις θάλασσες που την περιβάλλουν: τη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Στις σκέψεις του Ερντογάν υπάρχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική κατάργησης της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, με βάση την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώλεσε μεγάλο μέρος των εδαφών της. (Tim Marshall, The Power of Geography (Η Δύναμη της Γεωγραφίας), Εκδόσεις Διόπτρα, σ. 240).
Για την Τουρκία, η διεθνής αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου ήταν μια οδυνηρή υποχώρηση από την οποία δεν έχει ακόμη συνέλθει. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε που θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ … Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη».
Επίσης, αξιοσημείωτα είναι και τα όσα είπε κατά καιρούς ο Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάνης. Δεν πρόκειται για στιγμιαία ξεσπάσματα μεγαλείου, προοριζόμενα, κυρίως, για εσωτερική κατανάλωση και ούτε, ασφαλώς, για λόγια χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Σε μια από τις δηλώσεις του ανέφερε: «Από το 1914, από τα 2.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, φτάσαμε μέσα σε εννέα χρόνια στη Λωζάνης, μαζί και με το Χατάι, στα 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα … Δεν μπορούμε το 2016 να κινούμαστε με τη λογική του 1923 … Μια κατάσταση, που προέκυψε από ανάγκη, την αποδεχθήκαμε και εγκλωβιστήκαμε. Αυτό εμείς το αρνούμαστε. Η Τουρκία ήταν του 1923 και όσοι την εγκλώβισαν είχαν ως στόχο να ξεχαστεί το παρελθόν της, που είναι 1.000 ετών με Οθωμανική Αυτοκρατορία και με τους Σελτζούκους».
Οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας για την Κύπρο και τα νησιά του Αιγαίου, έχουν προ πολλού εκδηλωθεί και παραμένουν αναλλοίωτες. Ήταν η πολιτική τόσο των στρατοκρατών όσο και των νεοοθωμανών.
Στην πραγμάτωση των σχεδίων της, η Τουρκία θεωρεί εμπόδιο τόσο την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία επιδιώκει να καταλύσει, όσο και το σημερινό status quo στο Αιγαίο. Θεωρεί ότι η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου είναι μέρος του «ζωτικού χώρου» που έχει ανάγκη. Για να αποκτήσει αυτόν τον «ζωτικό χώρο», η Τουρκία ακολουθεί την προσφιλή σ’ αυτήν τακτική της «διπλωματίας των κανονιοφόρων». Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο προαναφερθέν βιβλίο του: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» επισημαίνει στη σελίδα 267.«Το status quo που διαμόρφωσαν τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο εγκαταλείφτηκαν στην Ελλάδα, περιόρισε σε σημαντικό βαθμό το πεδίο δράσης της Τουρκίας στη θάλασσα».(σελ. 248).
Αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου, όλες οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, αν ιδωθούν στο σύνολό τους, αποβλέπουν, βραχυπρόθεσμα, στον εγκλωβισμό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου σε μια τουρκική υφαλοκρηπίδα, σ’ έναν τουρκικό εναέριο χώρο και, γενικά, σ’ ένα χώρο τουρκικού στρατιωτικού ελέγχου και, μακροπρόθεσμα, στην αμφισβήτηση της ίδιας της ελληνικής κυριαρχίας πάνω στα νησιά αυτά και στην κατάληψή τους. Τώρα, αυτές οι διεκδικήσεις λαμβάνουν μια συστηματική μεθόδευση. Για να πραγματοποιηθεί το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που οι εμπνευστές του δεν κρύβουν τους στόχους τους.
Η πρόσφατη παρέμβαση των πέντε τουρκικών πολεμικών πλοίων, που υποχρέωσαν το ιταλικό επιστημονικό σκάφος να εγκαταλείψει τις εργασίες του αναφορικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Ελλάδας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την έμπρακτη επιβολή του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», παρά το ότι η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να υποβαθμίσει το θέμα. Όπως είναι γνωστό, η Άγκυρα ισχυρίζεται, αντίθετα με τα όσα ισχύουν στο διεθνές δίκαιο, ότι τα νησιά διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα έξι μιλίων, όχι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Είναι φανερό ότι η Αθήνα δεν αντιστάθηκε στην προσπάθεια της Άγκυρας να δηλώσει, με την παρουσία πολεμικών πλοίων, πως έξω από ελληνικά χωρικά ύδατα στα ανατολικά της Κρήτης-Κάσου-Καρπάθου είναι τουρκική υφαλοκρηπίδα και άρα για να μπορεί να κάνει εργασίες ανίχνευσης του βυθού το ιταλικό σκάφος έπρεπε να πάρει άδεια από τις τουρκικές κι όχι από τις ελληνικές αρχές. Θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι η θαλάσσια περιοχή ανοικτά της Κάσου είναι οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ, με βάση τη σχετική συμφωνία μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο. Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθέτησης έρχεται σε σύγκρουση με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που παραβιάζει κατάφορα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από το μακράς διάρκειας επεισόδιο το καλοκαίρι του 2020, όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis πραγματοποιούσε σεισμικές έρευνες νοτίως του Καστελόριζου. Η περιοχή εκείνη είναι δυνητικά ελληνική ΑΟΖ (με βάση την αρχή της μέσης γραμμής), ενώ στην πρόσφατη περίπτωση
Έτσι, λόγω της ελληνικής υποχωρητικότητας, αυτό που εφαρμόζεται στην πράξη είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Εξ’ ου και η αποχώρηση του ιταλικού επιστημονικού σκάφους από την ΑΟΖ της Κάσου μετά την οποία η Άγκυρα έσπευσε να μιλήσει δημοσίως για ελληνική αναγνώριση της τουρκικής δικαιοδοσίας, δηλαδή του τουρκολιβυκού μνημονίου και, μάλιστα, ευχαρίστησε δημοσίως την Ελλάδα επειδή αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία της ανοικτά της Κάσου και έτσι απετράπη η κρίση!
Δυστυχώς, όλα τα πιο πάνω είναι οι παρενέργειες αδέξιων χειρισμών, βασικά από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Στην κρίση των Ίμιων, η κυβέρνηση Σημίτη παγιδευμένη στο δίλημμα «πόλεμος ή συμβιβασμός με ήττα», αποδέχεται με ανακούφιση την παρέμβαση του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, με το περίφημο «no ships, no troops, no flags». Η Τουρκία, μετά την κρίση στα Ίμια, όπου διεκδικούσε ελληνικό έδαφος, προβάλλει στην εξωτερική της πολιτική τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και αρχίζει να «γκριζάρει» όχι μόνο τις δύο βραχονησίδες, αλλά μια σειρά από νησιά, ακόμη και κατοικημένα. Σήμερα, διεκδικεί ως δικά της τουλάχιστον 153 ελληνικές νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Ανατολικό Αιγαίο.
Το επόμενο έτος, το 1997, η κυβέρνηση Σημίτη υπογράφει το ανακοινωθέν της Μαδρίτης, με το οποίο αποδέχεται ότι η Τουρκία έχει στο Αιγαίο «ζωτικά συμφέροντα που αφορούν θέματα ασφαλείας και κυριαρχίας». Ανοίγει, δηλαδή, θέματα που είχαν ρυθμίσει οριστικά οι Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947.)
Παρενθετικά, αναφέρω ότι το 1998 η κυβέρνηση Σημίτη υποκύπτει στην τουρκική (και αμερικανική) πίεση και ακυρώνει την εγκατάσταση στην Κύπρο των πυραύλων S-300 που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Θέλει την Κύπρο τουρκικό προτεκτοράτο
Είναι, πραγματικά, λυπηρό που η ηγεσία μας δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τόσα χρόνια ότι την Τουρκία, για την πραγμάτωση των διαχρονικών της στόχων που είναι η κατάκτηση ολόκληρης της Κύπρου, τη βολεύει μια λύση ΔΔΟ η οποία οδηγεί, με βάση τα «κεκτημένα» των διεξαχθεισών συνομιλιών, στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν επιδιώκει μια γνήσια λύση δυο κρατών, που θα ανατρέψει τα μακροχρόνια σχέδιά της για κατάκτηση ολόκληρης της Κύπρου. Επιδιώκει λύση δύο κρατών που θα της δίδει το δικαίωμα να «κηδεμονεύει» και το ελληνοκυπριακό κράτος, μέχρις ότου το κατακτήσει. Αυτή είναι η πάγια θέση της Τουρκίας η οποία δεν διαμορφώθηκε λόγω της «έλλειψης πολιτικής γενναιότητας» από μέρους μας. Ας το κατανοήσει αυτό ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης.
Αν οι συνομιλίες επαναρχίσουν, εύχομαι να μην επαληθευθούν οι φόβοι που διατύπωσα σε άρθρο μου για «ευφορία από μια θεαματική τουρκική ”υποχώρηση”, ώστε η ηγεσία μας να μην έχει άλλη επιλογή παρά να οδηγηθεί, πανηγυρίζουσα, στην υποταγή στις τουρκικές επεκτατικές ορέξεις» με μια λύση που θα έχει ως βάση τη συνταγή που αναγράφεται στο «κεκτημένο» της ΔΔΟ και η οποία, στην πραγματικότητα, είναι αντιγραφή αυτής του περιβόητου σχεδίου Ανάν, δηλαδή μια λύση για ένα νέο κράτος που καμιά σχέση δεν θα μπορεί να έχει με σύγχρονο κράτος μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Βλ. άρθρο στον «Φ» υπό τον τίτλο Γιατί μια λύση Ομοσπονδίας δεν είναι βιώσιμη, ημερ. 9/10/2016).
Είναι καιρός – έστω και την δωδεκάτη– η πολιτική ηγεσία του τόπου να απεγκλωβιστεί από το «σύνδρομο της αυτοδικαίωσης» για τα όσα υποστήριξε το 2004 και να κατανοήσει ότι το Κυπριακό δεν είναι, στην ουσία του, δικοινοτική διαφορά, αλλά ανάγεται στους επεκτατικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας.
Όμως, για να δώσουμε μια πλήρη και ακριβή εικόνα των νεοοθωμανικών γεωπολιτικών οραματισμών της Τουρκίας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτοί δεν περιορίζονται στις τρεις θαλάσσιες περιοχές που την περιβάλλουν. Τρέφει φιλοδοξίες να κυριαρχήσει στον μουσουλμανικό κόσμο.
Δεν είναι του παρόντος η έστω και συνοπτική ανάπτυξη του θέματος. Αρκούμαι να περιοριστώ στον ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Τουρκίας του Ερντογάν και Αιγύπτου του Σίσι στο θέμα της Λιβύης. Για τον Σίσι, η Λιβύη αποτελεί την πίσω αυλή της χώρας του και δεν θα επιτρέψει την επικράτηση μιας κυβέρνησης που συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Για τον Ερντογάν, μια κυβέρνηση στη Λιβύη, που συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, τον διευκολύνει τα μέγιστα στην άσκηση επιρροής στα πρώην οθωμανικά εδάφη, αλλά, κυρίως, στη χάραξη θαλασσίων ζωνών και την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων, που αντιστρατεύονται τα αιγυπτιακά, ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα. Εν ολίγοις, το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, ανεξαρτήτως της νομιμότητάς του, αποτελεί ένα από τα βασικά πλέον εγχειρήματα που αποβλέπει στην υποστήριξη του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Ως επίμετρο, θα ήθελα να τονίσω ότι το θέμα των νησιών του Αιγαίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το Κυπριακό. Θα πρέπει, επί τέλους, οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας να συνειδητοποιήσουν ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα πανεθνικό. Η ασφάλεια της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια της Ελλάδας και αντίστροφα. Η ελλαδική πολιτική ηγεσία θα πρέπει, επί τέλους, να απεγκλωβιστεί – στην πράξη και όχι μόνο λεκτικά – από το δόγμα «η Κύπρος είναι μακριά». Η αποστασιοποίηση από το Κυπριακό, για την εξαγορά του «καλού κλίματος» στις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία, δεν θα οδηγήσει σε οριστική λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Το θηρίο δεν εξημερώνεται με δώρα.
«Πολύτιμη όσο το δεξί μας χέρι…»
Σχετικά με την Κύπρο, τελικός στόχος της Τουρκίας είναι η κατάκτηση ολόκληρης της Κύπρου. Οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας για την Κύπρο έχουν προ πολλού εκδηλωθεί. Ήταν η πολιτική τόσο των στρατοκρατών όσο και των νεοοθωμανών. Στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φατίν Ζορλού είπε τα εξής αξιοσημείωτα: «Η σημασία της Κύπρου για την Τουρκία δεν προκύπτει από μια μόνο αιτία. Είναι μια αναγκαιότητα που προέρχεται από ιστορικές επιταγές, τη γεωγραφία, την οικονομία και τη στρατιωτική στρατηγική, από το δικαίωμα ύπαρξης και ασφάλειας που είναι το πιο ιερό δικαίωμα κάθε κράτους […] Κατά τις ιστορικές μεταβολές που γνώρισε η Κύπρος, ένα ήταν πάντα το κοινό στοιχείο: ο δεσμός μεταξύ της Κύπρου και της ηπειρωτικής Μικράς Ασίας. Αυτός που κατέχει την Μικρά Ασία πρέπει για λόγους γεωγραφικούς και στρατηγικούς να κατέχει επίσης και την Κύπρο, διότι η Κύπρος φυλάσσει τα νώτα της Μικράς Ασίας». Ο Γκιουνές, που ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κατά την εισβολή δήλωσε απερίφραστα: «Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη, όπως το δεξί χέρι μιας χώρας που νοιάζεται για την άμυνα της ή για τους επεκτατικούς της στόχους, αν έχει […] Πολλές χώρες θέλουν να βλέπουν το κυπριακό πρόβλημα μονάχα ως απότοκο της επιθυμίας απλώς να προστατεύσουμε την τουρκική κοινότητα του νησιού. Ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η ασφάλεια των 45 εκατομμυρίων Τούρκων της πατρίδας…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου