Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Ποιήματα του Νίκου Λυγερού

Πώς να πεθάνεις;

Πώς να πεθάνεις
όταν δεν σε περιμένουν
κι όταν εκείνη σε θέλει
ακόμα μία στιγμή
αρκεί να ζήσει μαζί σου
και την επόμενη
αλλιώς θα μείνει μόνη
τότε αποφασίζεις
να επιστρέψεις
μετά το θάνατο
για να ζήσεις μαζί
με την απαίτησή της.


Πώς να ζήσεις;

Πώς να ζήσεις
δίχως τον άλλο σου εαυτό
και ποιο είναι το νόημα
αν δεν υπάρχει
ο συνάνθρωπός σου
να σε πληγώσει
με την αγάπη του
και με τα θέλω του
όταν δεν μπορείς
και σου ζητά ακόμα
και το αδύνατο
ως απόδειξη;

Ο φτωχός και ο ιππότης

-Τι κάνεις εδώ;
-Προσεύχομαι...
-Για ποιο λόγο;
-Δεν έχω.
-Μα τότε δεν έχει νόημα.
-Δεν έχει.
-Είσαι παράξενος, φτωχέ.
-Κι εσείς, ιππότη, που ασχολείστε μαζί μου.
-Αγαπώ τους ανθρώπους.
-Αυτό βλέπετε σε μένα;
-Τίποτα άλλο.
-Δηλαδή είμαι σαν εσάς.
-Αν ήμουν άνθρωπος...
-Και τι είστε;
-Μεγάλος και κακός άνθρωπος.
-Οι άνθρωποι δεν είναι έτσι.
-Οι άνθρωποι πώς είναι;
-Σαν εσάς.
-Κρίμα, για την κοινωνία τότε.
-Εδώ δεν υπάρχει κοινωνία. Μόνο μοναξιά.
-Και δέντρα !
-Σωστά, αυτά είναι οι σύντροφοί μου.
-Τότε είμαστε ίδιοι.
-Πώς γίνεται;
-Εσύ έχεις τα ζωντανά κι εγώ τα νεκρά.
-Τα βιβλία;
- Σκέφτεσαι, φτωχέ.
-Δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω εδώ πέρα.
-Μα η προσευχή σου;
-Δεν είναι σκέψη...
-Το θέμα είναι ποιανού !
-Δεν σε καταλαβαίνω, ιππότη.
-Δεν πειράζει.
-Περιμένετε !
-Περιμένω.
-Συγγνώμη...
-Μ' αρέσει να περιμένω, έτσι είναι η ζωή μου.
-Χαίρομαι, αλλιώς, πώς να σας προλάβω;
-Τι θέλεις;
-Εσείς δεν προσεύχεστε;
-Ποιον;
-Τον θεό !
-Ποιον;
-Είπα, τον θεό.
-Σε άκουσα.
-Μα είπατε, ποιον !
-Σωστά.
-Δεν απαντήσατε.
-Εσύ δεν απάντησες !
-Πώς;
-Θα απαντούσες, αν σου έδινα ένα χρυσό νόμισμα;
-Για ποιο λόγο;
-Για την Ανθρωπότητα !

Ο όρθιος νεκρός

Ο όρθιος νεκρός
κοίταζε τους Τούρκους
να έρχονται
και να σταματούν
όταν είδαν
ότι δεν σάλεψε
δεν έπεσε
ακόμα και με τα βέλη
διότι ήταν
καρφωμένος
στη μνήμη
του κάστρου.

Δίχως αναστεναγμό

Δίχως αναστεναγμό
δίχως παράπονα
μόνο με το πάθος
και την ανάγκη
βαδίζει όρθιος
πάνω στους εχθρούς
για να σπάσει το μέτωπο
και να θυσιαστεί
για ένα μέλλον
που δεν υπάρχει,
έτσι είναι ο ιππότης.

Τα ήθελε όλα!

Τα ήθελε όλα και όλα, τώρα! Δεν είχε σημασία η μάχη και το βάρος της ασπίδας, ακόμα λιγότερο οι πληγές. Διότι τον ήθελε όλον, όλη τη ζωή του για ένα και μόνο σκοπό, το πάθος της. Έτσι όταν λαβώθηκε από το πρώτο βέλος, έπεσε στα πόδια του για να καλυφθεί από τους εχθρούς. Εκείνος έβαλε την ασπίδα μπροστά της, για να την προστατέψει από τα πυρά, στα οποία δεν έδινε σημασία για τον εαυτό του. Έπρεπε να γυρίσει μαζί της και να φτάσει πρώτα αυτή. Την τράβηξε πάνω του δυνατά αλλά ταυτόχρονα τρυφερά, όπως εκείνες τις νύχτες που έπεφτε πάνω του, για να την σηκώσει από εκείνη την επικίνδυνη θέση. Τότε, τον λάβωσε ένα δεύτερο βέλος στο πόδι. Δεν του έδωσε σημασία και το έσπασε στη βάση του για να μην φοβηθεί εκείνη που τον ήθελε. Αντιστάθηκε όπως πάντα και την έπιασε διαφορετικά, καλύπτοντας και πάλι με την ασπίδα του . Εκείνη δεν αντιλήφθηκε τον πόνο του όταν περπατούσε με αυτό το διπλό σώμα. Τα βέλη τον έκαιγαν αλλά της χαμογελούσε όπως το συνήθιζε όταν την κοίταζε στα μάτια. Έκανε ακόμα κι εκείνον τον μορφασμό ευχαρίστησης, που τόσο αγαπούσε όταν τον εξέταζε όταν έκαναν έρωτα. Ακόμα και μέσα στη μάχη, ήταν γυναίκα, η γυναίκα του, εκείνη που μπορούσε να του ζητήσει τα πάντα, αρκεί να την έβλεπε γυμνή μέσα στην ομορφιά της. Και τώρα του ζητούσε να τα κάνει όλα γι’ αυτήν. Υπήρχε άλλος λόγος ύπαρξης για εκείνον; Εκείνη ήξερε πως όχι ! Και τον αγκάλιασε πιο σφιχτά, εκεί που πονούσε, αλλά το βέλος σώπασε πάνω στο κόκκαλό του και ο πόνος τους πάνω στο στόμα του, για να της δώσει το φιλί που περίμενε. Ήταν πλέον ολότελα δικός της ακόμα και νεκρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου