Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Top Gun Maverick: Το απόλυτο παράδειγμα του Soft Power Γιατί το Αμερικάνικο Πεντάγωνο έχει κάθε λόγο να χαμογελά

Γιώτα Χουλιάρα, Αρθρογράφος
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας

Ένα ετερόκλητο πλήθος ατόμων βρέθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τις πρώτες ημέρες προβολής της ταινίας «Top Gun: Maverick». Μεσήλικες με κοιλίτσα, οι οποίοι μετά βίας χωρούσαν στο δερματινό μπουφάν της νιότης τους, παρέες ατόμων που είχαν να συναντηθούν καιρό, όπως φαινόταν από τις μάλλον αμήχανες συζητήσεις τους κατά την αναμονή, γονείς με τα παιδιά τους, προκειμένου να τους δείξουν ό,τι έβλεπαν και αυτοί στην εφηβεία και νεαρά ζευγάρια που πήγαιναν κινηματογράφο για να δουν μια χολιγουντιανή παραγωγή. Αυτά τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους άτομα είχαν όμως μια κοινή αναφορά που έφτανε πίσω στο χρόνο.

Ήταν 16 Μαϊου του 1986 όταν το «Τοp Gun» έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι κριτικοί που παρακολούθησαν την ταινία ένιωσαν μουδιασμένοι, καθώς το δράμα και το αίσθημα, ανάμεικτα με τις σκηνές δράσης, έμοιαζαν με μια προσπάθεια στρατιωτικής προπαγάνδας με στόχο την στρατολόγηση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, επρόκειτο ουσιαστικά για μια ταινία που είχε ως στόχο να απενοχοποιήσει την ήττα των Αμερικών στο Βιετνάμ προσπαθώντας μ΄έναν εύπεπτο τρόπο να το περάσει στους θεατές. Λίγους μήνες αργότερα, εξάλλου, θα κυκλοφορούσε το «Platoon» του Ολιβέρ Στόουν για να θυμίσει με οδυνηρό τρόπο τα λάθη της αμερικάνικης πολιτικής. Απλά το «Τοp Gun» είχε προηγηθεί για να χρυσώσει το χάπι και να θυμίσει στον κόσμο ότι οι ΗΠΑ είναι μια ναυτική δύναμη που παραμένει ισχυρή.

Παρά την αρχική ανάμεικτη κριτική της, η ταινία ήταν τεράστια εμπορική επιτυχία, με εισπράξεις 356 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι προϋπολογισμού παραγωγής μόλις 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Η δημοτικότητα της μάλιστα ήταν τέτοια, ώστε το επόμενο διάστημα υπήρξε καθολική αύξηση στον αριθμό των ατόμων που θέλησαν να καταταγούν στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η στρατολόγηση στον αμερικανικό στρατό αυξήθηκε κατά 500% εκείνο το έτος.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως αρχικά, η εταιρεία διανομής Paramount Pictures είχε προτείνει να συμπεριλάβει μια διαφήμιση στρατολόγησης με αντάλλαγμα την διαγραφή των χρεώσεων του Ναυτικού προς την εταιρεία παραγωγής. Όμως, από το διαφημιστικό τμήμα του Πενταγώνου και έπειτα από ώριμη σκέψη, κρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν, καθώς η ταινία από μόνη της αποτελούσε ιδανική διαφήμιση. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ είχε εμπλακεί εξαρχής, βοηθώντας τόσο στο τελικό σενάριο ώστε και στα τεχνικά σημεία.

Ας μη λησμονούμε πως τα γυρίσματα του Top Gun γίνονται το 1985, ένα χρόνο μετά την συντριπτική επανεκλογή του συντηρητικού Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος με ποσοστό 58.8% και 525 εκλέκτορες, ανανέωσε τη θητεία του στο Λευκό Οίκο. Είναι η εποχή που οι ΗΠΑ, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος οδεύει προς το τέλος του, νιώθουν ισχυρές έναντι κάθε αντιπάλου και η ταινία αποτελεί το καλύτερο εργαλείο για να το παρουσιάσουν.

Παρά τα χρόνια που πέρασαν και τις εναλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό, η ταινία «Τop Gun» διατήρησε τη δημοτικότητά της κερδίζοντας μάλιστα μια επανέκδοση το 2013 σε IMAX 3D. Επίσης, το soundtrack, δηλαδή η μουσική υπόκρουση και τα μουσικά κομμάτια που τη συνόδευαν, ήταν από τα πιο δημοφική στην ιστορία του κινηματογράφου με το τραγούδι «Τake my breath away» (κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού) και το «Danger Zone» να ακούγονται ξανά και ξανά.

Το 2015, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών επέλεξε τη συγκεκριμένη ταινία ως μια από εκείνες που πρέπει να διατηρηθούν στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου, βρίσκοντάς την «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική».

Για να φτάσουμε τελικά στο σήμερα, 36 χρόνια μετά. Το «Τop Gun» επιστρέφει στη Μεγάλη Οθόνη με το «Τop Gun Maverick», μια νέα ταινία που μοιάζει περισσότερο με αναγέννηση του σεναρίου της παλιάς, παρά με συνέχεια της, κατορθώνοντας να εισάγει την πολιτική του σήμερα στο δράμα του 1986. Οι κριτικοί, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στο παρελθόν, το αποθέωνουν, χαρακτηρίζοντάς το ως τη μοναδική περίπτωση όπου η συνέχεια ξεπερνάει το πρωτότυπο. Το κοινό τρέχει στις κινηματογραφικές αίθουσες για να το απολαύσει και ο Τομ Κρουζ, ένας κατ΄εξοχήν σταρ του Χόλιγουντ, νιώθει δικαιωμένος που επιμένει να στηρίζει τις κινηματογραφικές παραγωγές και αποφεύγει το streaming.

Σχεδιασμένο για να παρασύρει ένα πλήθος θεατών σε μια συλλογική και ακούσια αντλία γροθιάς, ξεπερνά κατά πολύ το πρωτότυπο, διατηρώντας παράλληλα μια παλιομοδίτικη αρετή: η αγέρωχη δράση ξεδιπλώνεται ενάντια σε πραγματικούς ουρανούς, αντί για C.G.I. Οι ήρωες μπορεί να κάνουν σούπερ πράγματα, αλλά δεν είναι υπερήρωες. Και το Πεντάγωνο τη δεδομένη χρονική στιγμή μπορεί να χαμογελά, καθώς η ταινία αποτελεί το τέλειο παράδειγμα του soft power. Δηλαδή της ήπιας ισχύος, του όρου που επινόησε ο πολιτικός επιστήμονας Τζόζεφ Νάι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ουσιαστικά περιγράφει την ικανότητα να ελκύεις και να πείθεις.

Δεν είναι μυστικό ότι το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ (DoD) πρόθυμα και συχνά συνεργάζεται με τη βιομηχανία του θεάματος, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού των πιο ακριβών «παιχνιδιών» του. Αλλά αυτή η συνεργασία έχει κι ένα τίμημα και δεν είναι μόνο οικονομικό. Το Υπουργείο διαχειρίζεται την εικόνα της οθόνης του τόσο προσεκτικά, που κάποιοι αναφέρουν πως είναι στην πραγματικότητα ένας ανώνυμος συμπαραγωγός σε χιλιάδες ταινίες, στο βαθμό που το Χόλιγουντ λειτουργεί ως η μηχανή προπαγάνδας του. Και το «Top Gun: Maverick» έρχεται να ενισχύσει αυτές τις υποψίες.

Όπως και με τον προκάτοχό του, το μακρινό 1986, είναι μια διαφήμιση για τον επαγγελματισμό του αμερικανικού στρατού, το εξελιγμένο υλικό του και το ήθος του το οποίο παραμένει υψηλό ακόμη και στη σημερινή δύσκολη εποχή όπου οι μηχανές αντικαθιστούν τους ανθρώπους. Εξάλλου από την αρχή της ταινίας ο Εντ Χάρρις προειδοποιεί τον Τομ Κρουζ «Το μέλλον έρχεται. Και δεν είσαι μέσα σε αυτό.» Επρόκειτο για φράση κλειδί την οποία σε όλη την υπόλοιπη ταινία, ο Κρουζ διαψεύδει.

Στο «Top Gun: Maverick» το πλαίσιο της ιστορίας είναι εξαρχής γνωστό. Ο θεατής δεν πηγαίνει ανυποψίαστος στον κινηματογράφο. Οι τίτλοι της αρχής και η μουσική υπόκρουση του «Danger Zone» δεν σ΄αφήνουν να αμφιβάλλεις ούτε λεπτό για το πώς θα εξελιχθεί η συνέχεια. Στη νέα ταινία, ο Τομ Κρουζ επιστρέφει ως Captain Πιτ Μίτσελ, γνωστός ως Μάβερικ. Εργάζεται πλέον ως πιλότος σε μια απομονωμένη θέση στην έρημο Μοχάβε της νοτιοανατολικής Καλιφόρνια, όπου το έργο του - η ανάπτυξη ενός νέου αεροπλάνου— πρόκειται να ακυρωθεί υπέρ των drones.

Προκειμένου να μην χαθούν οι εργασίες των συντρόφων του, ο Μάβερικ, αψηφώντας την εντολή ενός ναυάρχου (Εντ Χάρις), παίρνει το αεροπλάνο και, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες και με σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, ξεπερνά τα 10 Mach (που, για την ιστορία, είναι περισσότερα από επτά χιλιάδες μίλια την ώρα), σώζοντας έτσι προσωρινά το έργο αλλά και διακινδυνεύοντας να βρεθεί στο στρατοδικείο.

Αντίθετα, στέλνεται πίσω στο Σαν Ντιέγκο, στο Fighter Weapons School, γνωστό και ως Top Gun-του οποίου είναι, φυσικά, απόφοιτος όπως είδαμε στην πρώτη ταινία- καλούμενος από τον διοικητή της ακαδημίας, ναύαρχο Τομ Καζάνσκι. Για όσους έχουν δει την πρώτη ταινία δεν είναι άλλος από τον παλιό συμμαθητή του και σεβαστό αντίπαλό του, γνωστό ως Αις ( Βαλ Κίλμερ).

Η αποστολή του είναι να εκπαιδεύσει τους καλύτερους νεαρούς πιλότους για μια άκρως απόρρητη και κρίσιμη αποστολή, να πετάξουν σε μια ορεινή περιοχή μιας ανώνυμης χώρας -η οποία αναφέρεται ως «rogue state» στη ταινία- και να καταστρέψουν μια υπόγεια μονάδα εμπλουτισμού ουρανίου. Το ποια θα μπορούσε να είναι η επίδραση αυτής της επίθεσης στην εύφλεκτη πολιτική της εν λόγω περιοχής δεν έχει σημασία

Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση επάνω στην οποία ο πρωταγωνιστής Τομ Κρουζ με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Τζόζεφ Κοσίνσκι έρχεται να αναπτύξει ό,τι άφησε στη μέση το 1986 και να το πάει ακόμη παραπέρα, προκειμένου να υπηρετήσει το πατριωτικό συναίσθημα με τις κατάλληλες δόσεις δράσης και ρομαντισμού. Ήδη από την αρχή της ταινίας όλοι γνωρίζουμε πως επάνω στην προσωπικότητα του Μάβερικ, ενός αξιωματικού που δεν διστάζει να παραβιάσει τους κανόνες, θα στηριχθεί και θα εξελιχθεί όλη η δύναμη της ήπιας ισχύος μιας στρατιωτικής ταινίας, επειδή αυτός και μόνο αυτός μπορεί να σώσει τη χώρα από επικείμενο κίνδυνο.

Το μοντέλο του υπερ- ήρωα πρωταγωνιστή ο οποίος με αυταπάρνηση κάνει το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα και τη σημαία του βρίσκει σάρκα και οστά στον Τομ Κρουζ, ο οποίος παρουσιάζεται ανθρώπινος, όταν θρηνεί ακόμη για το θάνατο του καλύτερου του φίλου, όταν ενδιαφέρεται να γυρίσουν όλοι οι πιλότοι από την αποστολή τους με ασφάλεια, αλλά κυρίως όταν φλερτάρει την συμπρωταγωνίστρια του Τζένιφερ Κόνελι. Μέσα από την ιστορία και τη δύναμη της εικόνας παρουσιάζονται τα δόγματα του «brothers in arms» και του «no man left behind» που ορίζουν την συντροφικότητα και τη συναδεφικότητα αλλά και τη δύναμη του ίδιου του στρατιώτη.

Εξάλλου, όπως φαίνεται από τους διαλόγους της ταινίας αλλά και την εξέλιξη ο ανθρώπινος παράγοντας και η δύναμη του ίδιου του πιλότου είναι που κάνουν τη διαφορά. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το μήνυμα της ήπιας ισχύος (soft power) που επιχειρεί να περάσει η ταινία. Μια ταινία που με ευκολία υποβιβάζει την στρατιωτική απόφαση της επέμβασης σ΄ένα άλλο κράτος- την οποία θεωρεί επιβεβλημένη στο όνομα της ειρήνης και της ασφάλειας- και ανεβάζει στα ύψη, προβάλλοντας με κάθε τρόπο το ηρωικό συναίσθημα του πιλότου που προετοιμάζεται για την αποστολή του αλλά και του Μάβερικ που αντιμτωπίζει τους νεαρούς ως παιδιά του, πόσο μάλλον όταν ανάμεσά τους βρίσκεται και ο γιος του αδικοχαμένου φίλου του.

Στο «Top Gun», ο Μάβερικ είναι ένας πολεμιστής που πρέπει να κυριαρχήσει στα συναισθήματά του για να υπηρετήσει τη χώρα του και να προστατεύσει τους συναδέλφους του. Στη νέα ταινία, πλησιάζοντας πλέον τα εξήντα, τα καταφέρνει μόνο με το να ενδώσει στα συναισθήματά του, χωρίς να τα ελέγχει ρητά — και αυτό, πάνω απ′ όλα, είναι το δόγμα που μεταδίδει στους νεαρούς πιλότους: «Μη σκέφτεσαι, απλώς κάνε», το οποίο αποτελεί μια εξέλιξη της βασικής φράσης που νεαρός είχε αναφέρει στην πρώτη ταινία όταν έλεγε: «Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς εκεί. Αν νομίζεις, είσαι νεκρός».

Οι αερομεταφερόμενες σκηνές ξεπερνούν κατά πολύ αυτές του «Top Gun», επειδή κινηματογραφούνται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική γωνία των πιλότων, κοιτάζοντας έξω από το μπροστινό μέρος του πιλοτηρίου προς την ορμή άλλων αεροπλάνων και μπροστά σε διαφαινόμενες και απειλητικά εμπόδια. Είναι μερικές από τις πιο εντυπωσιακές και συναρπαστικές -και εντυπωσιακά απλές- σεκάνς δράσης που έχω δει εδώ και καιρό.

Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό για το «Top Gun: Maverick» είναι η ταχύτητά του—όχι η ταχύτητα των αεροπλάνων εν πτήσει, αλλά η ταχύτητα με την οποία η ταινία κινείται σε ευθεία γραμμή από την έναρξη έως το τέλος της.

Η ταινία κυλάει γρήγορα με τις απαραίτητες εναλλαγές σε αερομαχίες- δράση και ρομαντισμό σε πρώτο πλάνο και την αίσθηση του καθήκοντος σε δεύτερο. Και όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπισθεί ο εχθρός, ο οποίος περιγράφεται ως ένα κράτος μεταξύ της Ρωσίας, της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, η δράση αλλά και η τελική νίκη είναι επιβεβλημένη. Εξάλλου μετά από τόσες εικόνες η νίκη έρχεται ως εξιλέωση. Δεν περιμένεις κάτι άλλο από το απόλυτο happy end που αρμόζει σ΄αυτού του τύπου τις ταινίες προκειμένου να βγεις ευχαριστημένος από την αίθουσα. Η νοσταλγία των χρόνων που πέρασαν σε συνδυασμό με την αναμονή έχουν κάνει όλη την δύσκολη δουλειά ώστε η ιστορία να σε κερδίσει και να σε κάνει κομμάτι της χωρίς πολλές ερωτήσεις για το ηθικό ή το ανήθικο της στρατιωτικής αποστολής.

ΠΗΓΗ huffingtonpost

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου