Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Προ διετίας και πλέον, κατά την μίνι κρίση από την αποστολή του τουρκικού ερευνητικού σκάφους ORUÇREİS νοτίως Μεγίστης στις 30/31 Ιανουαρίου 2020, είχαμε αποκαλύψει ότι για να αποτυπωθεί η τακτική εικόνα από πλευράς παρουσίας εχθρικών μονάδων στην περιοχή, η Πολεμική Αεροπορία υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει έξοδο μαχητικού F-16 Block 52M για αποστολή τακτικής αναγνωρίσεως με ατρακτίδιο DB-110.
Το επόμενο διάστημα, με την εξαπόλυση της τουρκικής επιθέσεως κυμάτων λαθρομεταναστών στα σύνορα με την Ελλάδα στον βόρειο Έβρο, και πάλι η κινητοποίηση των Ελληνικών Ενόπλων
Δυνάμεων για την επίδειξη επαγρυπνήσεως αλλά και την συλλογή πληροφοριών, περιέλαβε νυκτερινές εξόδους μαχητικών αεροσκαφών την νύκτα 28/29 Φεβρουαρίου κατά μήκος της μεθορίου στο Αιγαίο. Σε αυτές, εκτελέσθηκε και πάλι αποστολή τακτικής αναγνωρίσεως μέσω του DB-110.Τους επόμενους μήνες, στην διάρκεια της παρατεταμένης κινητοποιήσεως του θέρους και του φθινοπώρου λόγω της νέας τουρκικής δραστηριότητος στην περιοχή νοτίως Μεγίστης, η συγκεκριμένη τακτική σε συνδυασμό με εξόδους του Αερομεταφερομένου Συστήματος Εγκαίρου Προειδοποιήσεως & Ελέγχου (ΑΣΕΠΕ) EMB-145H Erieye, ήταν οι πιο εφικτοί τρόποι για να υπάρχει καλύτερη τακτική εικόνα στην επίμαχη θαλάσσια ζώνη. Όπως είχαμε αναφέρει, το μοναδικό, μη αναβαθμισμένο σε ηλεκτρονικά, Ρ-3Β Orion, δεν ήταν πάντοτε διαθέσιμο.
Την ανάδειξη του ρόλου των UAV στα συγκεκριμένα καθήκοντα, υπογράμμισε τουρκική ανακοίνωση ότι στο διάστημα 8 Αυγούστου – 29 Νοεμβρίου 2020, συμπληρώθηκαν 3.600 ώρες πτήσεως από εξόδους UAV διαφόρων τύπων! Την ίδια στιγμή, αεροπλάνα και ελικόπτερα του τουρκικού ναυτικού, συμπλήρωσαν άλλες 1.170 ώρες πτήσεως, δηλαδή μόλις το 1/3 εν σχέσει με τα UAV. Τα συγκεκριμένα στοιχεία σημαίνουν, ότι καθ’ όλη την θερμή αντιπαράθεση την εποχή εκείνη, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις απολάμβαναν διαρκούς και πληρέστερης Αντιλήψεως Καταστάσεως εν σχέσει με τις ελληνικές, στην περιοχή ενδιαφέροντος.
Η συγκεκριμένη σοβαρή αδυναμία, οδήγησε στην ανάθεση συμβάσεως χρονομισθώσεως UAV τύπου Heron στην ισραηλινή IAI στις 4 Μαΐου 2020. Ένα έτος μετά, παραλήφθηκαν 2 αεροχήματα που θα υπηρετήσουν επί τριετία, δηλαδή μέχρι την άνοιξη του 2024. Είχαμε επισημάνει τότε ότι, καθώς στα εξοπλιστικά προγράμματα που καταρτίσθηκαν την συγκεκριμένη περίοδο, συνυπήρχε πρόγραμμα προμήθειας 3 MQ-9 εκτιμώμενου κόστους τότε 375 εκατ. €, πιθανώς αυτά θα αντικαταστήσουν τα Heron, που λειτουργούν ως ενδιάμεση λύση. Περί της απαίτησης για ένα σύστημα MQ-9 με 3 αεροχήματα, είχε μιλήσει από το 2019 ήδη, ο ΥΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλος.
Στις 4 Ιουλίου 2022, στην Βουλή εγκρίθηκε το πρόγραμμα προμήθειας 3 MQ-9B SeaGuardian με 2 επίγειους σταθμούς ελέγχου, εκτιμώμενου κόστους 388 εκατ. €. Έκτοτε, ακούστηκαν αρκετές ενστάσεις, με κύριο επίκεντρο την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου προγράμματος, την στιγμή που ήδη η Πολεμική Αεροπορία εκμεταλλεύεται επιχειρησιακώς τα Heron και η συμφωνία προβλέπει ότι μετά την περίοδο χρονομισθώσεως, αυτά μπορούν να αγοραστούν από την Ελλάδα έναντι σχετικού κόστους.
Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Τα Heron υπηρετούν με χρονομίσθωση και δεν έχουν αγορασθεί. Είναι μια “ενδιάμεση” λύση ανάγκης, προς κάλυψη επειγουσών επιχειρησιακών αναγκών. Στόχος των επιτελών ήταν ανέκαθεν το MQ-9 κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: τα δύο UAV δεν είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους.
Το Heron είναι μικροτέρων διαστάσεων (μήκος 8,5 μέτρα, εκπέτασμα 16,6 μέτρα) και επιδόσεων σε σχέση με το MQ-9 (μήκος 11,7 μέτρα, εκπέτασμα 24 μέτρα). Στην πραγματικότητα, ανταγωνιστικό του MQ-9 δεν είναι το Heron αλλά το πολύ μεγαλύτερο Heron TP ή Eitan, που προσφέρει η IAI.
Το Heron κινεί ένας τυπικός 4 κύλινδρος εμβολοφόρος Rotax 914 ισχύος 115 ίππων, που επιτρέπει μέγιστη επίδοση ταχύτητος 140 κόμβων (260 χ.α.ώ.). Αντιθέτως, το MQ-9 φέρει στροβιλοκινητήρα (turboprop) Honeywell TPE331-10 ισχύος 900 ίππων που επιτρέπει ανάπτυξη μέγιστης ταχύτητος 210 κόμβων (389 χ.α.ώ.) δηλαδή αυξημένη επίδοση κατά 50%!
Η ταχύτητα πτήσεως είναι σοβαρό στοιχείο που επηρεάζει την σχεδίαση επιχειρήσεων, καθώς τα UAV καλούνται να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις. Προκειμένου να επισημανθεί η σημασία του συγκεκριμένου στοιχείου, αρκεί να αναφερθεί ότι η μειωμένη ταχύτητα του Heron, ήταν ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ως ορμητήριό τους επιλέχθηκε η προωθημένη 135 Σμηναρχία Μάχης στην Σκύρο κι όχι η 110 Πτέρυγα Μάχης στην Λάρισα που προσέφερε περισσότερες ευκολίες.
Με μέγιστο βάρος απογειώσεως 5.670 κιλών, έναντι μόλις 1.270 κιλών του Heron, το MQ-9 μεταφέρει καύσιμο βάρους 2.721 κιλών (άγνωστη η συγκεκριμένη τιμή για το Heron) εξασφαλίζοντας πολύ μεγαλύτερη αυτονομία αποστολής με εξωτερικώς φερόμενο ραντάρ ναυτικής έρευνας. Αντιστοίχως, το MQ-9 έχει και μεγαλύτερη επιχειρησιακή οροφή, εξασφαλίζοντας βέλτιστη απόδοση (περιοχή έρευνας ανά ώρα πτήσεως) του ραντάρ ναυτικής έρευνας σε υψόμετρο περίπου 35.000 ποδών, που για το Heron είναι η μέγιστη οροφή που μπορεί να ανέλθει αλλά όχι για τον ίδιο σκοπό.
Σε εξοπλισμό αποστολής, το ραντάρ SeaVue που φέρει το αμερικανικό σύστημα, θεωρείται ανωτέρων επιδόσεων σε σχέση με το ELM-2022U του ισραηλινού. Το ραντάρ ναυτικής επιτηρήσεως, είναι ο κύριος αισθητήρας στην περιγραφή που δίνουν οι Έλληνες επιτελείς. Όμως και σε επίπεδο εξωτερικών φορτίων, το MQ-9B SeaGuardian, που τώρα ξεκινά την καρριέρα του, έχει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια εξελίξεως προς κάλυψη μελλοντικών αναγκών και άλλων αποστολών.
Το Heron αξιοποιείται στην Ελλάδα μέσω δορυφορικής επικοινωνίας. Το ίδιο θα ισχύει και με το MQ-9B SeaGuardian. Τα υπονοούμενα για εξάρτηση ή κίνδυνο διαρροής στίγματος ή και διακοπής της συγκεκριμένης υπηρεσίας με το αμερικανικό σύστημα, ελέγχονται ως προς την βασιμότητά τους.
Οι δορυφορικές επικοινωνίες είναι απαραίτητες, επειδή σκοπός είναι η οικονομική κάλυψη επιτηρήσεως σε ζώνες και εκτός Αιγαίου, από Λιβύη μέχρι Κύπρο. Και σε τέτοια προφίλ πτήσεων, το Heron δεν θεωρείται επαρκής λύση λόγω σημαντικά μικρότερων επιδόσεων εν σχέσει με το MQ-9B SeaGuardian.
Συνολικώς, το Heron δεν εμπίπτει στην κλάση του MQ-9B SeaGuardian και δεν είναι συγκρίσιμο.
Το πρόγραμμα προμήθειας των MQ-9B SeaGuardian, θα προσφέρει στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πολύ ικανοποιητική ικανότητα ναυτικής επιτηρήσεως σε μεγάλες αποστάσεις και με χαμηλό κόστος. Με 3 αεροχήματα και 2 επιγείους σταθμούς ελέγχου, είναι σαφές ότι η ικανότητα καλύπτει βασικές ανάγκες ειρηνικής περιόδου, χωρίς πολλά περιθώρια για απώλειες σε περίοδο εχθροπραξιών.
Εύλογη σύγκριση αποδόσεως και κόστους του MQ-9B SeaGuardian, μπορεί να γίνει με το πρόγραμμα αναβαθμίσεως 4 παροπλισμένων Αεροσκαφών Ναυτικών Επιχειρήσεων P-3B Orion του Πολεμικού Ναυτικού. Με κόστος 500 εκατ. $ το Πολεμικό Ναυτικό θα αποκτήσει σε μερικά χρόνια παρεμφερή αριθμό εναερίων μέσων, ασυγκρίτως όμως πιο δαπανηρών σε απαιτήσεις υποδομών, επανδρώσεως πληρώματος – προσωπικού υποστηρίξεως, λειτουργικό κόστος, κατανάλωση καυσίμου και κόστος συντηρήσεως.
Καθώς μέχρι τώρα δεν προκύπτει ενδιαφέρον για χρησιμοποίηση των P-3HN σε αποστολές εναντίον στόχων επιφανείας, αυτό διατηρεί σχετικό πλεονέκτημα στην ανθυποβρυχιακή έρευνα. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι σε μια πραγματική πολεμική κατάσταση στην περιοχή επιχειρήσεων δεν θα υφίσταται απειλή εχθρικών αεροσκαφών ή πολεμικών πλοίων… Με αυτόν τον σοβαρό επιχειρησιακό περιορισμό από πλευράς τρωτότητος, αν δεχθούμε την διακινούμενη άποψη “τα P-3HN θα χρειαστούν μόνο για τα πρώτα λεπτά εχθροπραξιών, να δώσουν εικόνα“, ως προς την ανάπτυξη του εχθρικού στόλου, αυτό σίγουρα μπορεί να το κάνει και το MQ-9B SeaGuardian. Και πολύ καλύτερα ίσως, λόγω επιδόσεως ραντάρ και επιχειρησιακού ύψους, χωρίς διακινδύνευση ανθρωπίνων ζωών.
Διευκρινίζεται ότι τα MQ-9B SeaGuardian προορίζονται για την Πολεμική Αεροπορία, προς διακλαδική επιχειρησιακή εκμετάλλευση.
Το πιο καίριο ερώτημα που ανακύπτει, αφορά τους πρωτοφανείς αργούς ρυθμούς διευθετήσεως της επί 13 έτη ελλείψεως FOS για τον κορυφαίο πολλαπλασιαστή ισχύος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, των ΑΣΕΠΕ. Μάλλον επιβεβαιώνεται ότι κάθε τι μη αμερικανικής προελεύσεως, λόγω μικρότερης “επιρροής”, είναι καταδικασμένο να υπολειτουργεί και να υποστηρίζεται ελλιπως.
ΠΗΓΗ doureios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου