Οι χθεσινές επιθέσεις του Ιράν με βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ισραήλ, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας από τις αρχές του 2022, υπογραμμίζουν μία γνωστή πραγματικότητα: μεταξύ των όπλων μακράς κρούσεως, τους πυραύλους πλεύσεως (cruise) και τους βαλλιστικούς πυραύλους, οι δεύτεροι είναι γενικώς πιο δύσκολο να αναχαιτιστούν.
Το ζήτημα παρουσιάζει επίκαιρο ελληνικό ενδιαφέρον, λόγω των προσφάτων δηλώσεων του ΥΕΘΑ Νίκου Δένδια, περί της προθέσεως προμήθειας του Ναυτικού Πυραύλου Πλεύσεως (MdCN) βεληνεκούς μεγαλύτερου των 1.000 χλμ. Είναι σαφές από την ονομασία του όπλου, ότι πρόκειται για πύραυλο cruise με κύριο επιχειρησιακό πλεονέκτημα το πολύ μεγάλο βεληνεκές. Πιθανή προμήθεια του όπλου ως μέρος του οπλισμού των φρεγατών FDI HN, θέτει κάποια προφανή ερωτήματα, σχετιζόμενα με την βέλτιστη ένταξη του όπλου σε ελληνική υπηρεσία.
Στο Πολεμικό Ναυτικό συγκεκριμένα, θεωρείται αυτονόητο ότι ο μεταφερόμενος αριθμός MdCN σε κάθε φρεγάτα FDI HN, θα είναι συμβολικός. Τα περιθώρια περιορισμού του αριθμού των έτοιμων προς εκτόξευση πυραύλων επιφανείας – αέρος Aster 30, είναι απαγορευτικά, διότι διακυβεύεται ευθέως η ικανότητα Αντιαεροπορικής Αμύνης αυξημένων δυνατοτήτων που επιθυμούσε το Πολεμικό Ναυτικό από τις FDI HN. Καθίσταται προφανές ότι το εκφρασθέν ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από φορτίο 4 MdCN το μέγιστο, για κάθε φρεγάτα. Επίσης συμβολικός, θα είναι ο συνολικός αριθμός MdCN που θα αποκτήσει το Πολεμικό Ναυτικό.
Η δυνατότητα εκτοξεύσεως και βλημάτων Aster 30 από το σύστημα καθέτου εκτοξεύσεως SYLVER A70, ενέχει την διάσταση της απαιτήσεως πιστοποιήσεως. Η διαδικασία αυτή, συνοδεύεται από υπολογίσιμο κόστος, το οποίο μειώνει τα περιθώρια προμήθειας μεγαλύτερου αριθμού πυραύλων. Διαφορετικά, η μείωση κατά 8 των έτοιμων προς εκτόξευση Aster 30, αποδυναμώνει καίρια της αντιαεροπορική ικανότητα των FDI HN και πολύ περισσότερο συνολικώς την κάλυψη των Δυνάμεων Επιχειρήσεων στις οποίες θα ηγούνται.
Ούτως ή άλλως, η ιδέα του εξοπλισμού κυρίων μονάδων κρούσεως με βλήματα cruise, ανταποκρίνεται σε ναυτικά που προβάλουν ισχύ πολύ μακριά από τα μητροπολιτικά εδάφη και καλούνται να υποστηρίξουν εκστρατευτικές διακλαδικές επιχειρήσεις. Τυπική περίπτωση, οι μονάδες της Ομάδας Μάχης Αεροπλανοφόρου ή μεγάλης Δύναμης Επιχειρήσεων (Task Force) που επιχειρούν αυτόνομα. Μιλάμε για αντιτορπιλικά ή καταδρομικά, με ικανότητα μεταφοράς μεγάλου αριθμού όπλων.
Από επιχειρησιακής απόψεως επίσης, κατά πολλούς, είναι ορθολογικότερη η ένταξη του νέου όπλου σε υπηρεσία με την Διοίκηση Υποβρυχίων. Τα υποβρύχια κινούνται αφανώς ενώ μία φρεγάτα εντοπίζεται, παρακολουθείται και στοχοποιείται ευχερέστερα. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αναμένεται η προμήθεια μεγαλύτερου αριθμού MdCN ενώ και εδώ τίθενται ζητήματα πιστοποιήσεων, κόστους και χρόνου.
Ας κάνουμε μία απλή σκέψη: εάν το Ιράν είχε εκτοξεύσει εναντίον του Ισραήλ ανάλογους πυραύλους cruise από φρεγάτες ή αντιτορπιλικά, θα ήταν ζήτημα ωρών η σχεδίαση επιθέσεως εναντίον τους. Τώρα που οι βαλλιστικοί πύραυλοι έχουν εκτοξευθεί από την ξηρά, ο εντοπισμός και η στοχοποίηση των οχημάτων μεταφοράς – εκτοξεύσεως (TEL) συνιστά πολύ μεγάλη πρόκληση. Παρόμοια είναι η περίπτωση των εκτοξευόμενων από αεροπλάνα πυραύλων cruise, υπό την έννοια ότι τα αεροπλάνα μπορούν να στοχοποιηθούν στις βάσεις τους, ώστε ακόμη και αν δεν καταστραφούν αυτά τα ίδια, είναι δυνατό να αδρανοποιηθούν εφόσον τεθούν εκτός ενεργείας οι αεροπορικές βάσεις.
Τον περασμένο Ιούνιο μόλις, η MBDA ανακοίνωσε την συμπλήρωση της “οικογενείας” SCALP – MdCN με την χερσαία εκτοξευόμενη έκδοση του στρατηγικού όπλου, υπό την ονομασία Πύραυλος Πλεύσεως Ξηράς (LCM). Το σύστημα διακρίνεται από πολύ υψηλού βαθμού επιχειρησιακή και τακτική ευελιξία, επιβιωσιμότητα και ανταποκρισιμότητα, σε περιβάλλον συμβατικής συρράξεως κι επιχειρήσεων υψηλής εντάσεως.
Εάν στην περίπτωση του MdCN το κόστος αυξάνεται από απαιτήσεις πιστοποιήσεως, ο LCM εμφανίζεται και οικονομικώς ελκυστικότερος, πέραν των άλλων επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων που θα προσφέρουν οι σε διασπορά ευρισκόμενοι σε ηπειρωτική και νησιωτική χώρα τροχοφόροι χερσαίοι εκτοξευτές. Η προτίμηση του LCM, μπορεί να εξασφαλίσει όχι αριθμητικώς τυπική αλλά ουσιαστικότερη παρουσία του στρατηγικού όπλου σε ελληνική υπηρεσία, με αποδεκτό ύψος επενδύσεως. Πλέον τούτου, οι μονάδες πυρός του όπλου, μπορούν να ανέρχονται σε μία – δύο διασκορπισμένες και δύσκολα εντοπίσιμες δεκάδες, αντί των μόλις τριών FDI HN.
Εν τούτοις, όπως ελέχθη εισαγωγικώς, οι βαλλιστικοί πύραυλοι είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν λόγω επιδόσεων κι απαιτήσεως πολύ εξειδικευμένων μέσων εντοπισμού κι αναχαιτίσεως. Πλέον τούτου, φέρουν βαρύτερες πολεμικές κεφαλές κι επομένως είναι πιο καταστροφικά όπλα. Ενδεικτικώς, ο τουρκικός βαλλιστικός πύραυλος Khan φέρει πολεμική κεφαλή 470 κιλών, έναντι πολεμικής κεφαλής 230 κιλών του παρεμφερούς βεληνεκούς πυραύλου πλεύσεως SOM. O ισραηλινός βαλλιστικός πύραυλος LORA βεληνεκούς 400+ χλμ. έχει πολεμική κεφαλή 570 κιλών ενώ ο αναλόγου διαμέτρου πύραυλος πλεύσεως SCALP EG φέρει πολεμική κεφαλή 450 κιλών και ο πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς MdCN αλλά μικρότερης διαμέτρου, περιορίζεται σε ελαφρύτερη, 300 κιλών. Επίσης, οι βαλλιστικοί πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς μπορούν να φέρουν πολλαπλές κεφαλές.
Εφόσον κρίνεται επιθυμητή η απόκτηση στρατηγικών όπλων κατηγορίας βεληνεκούς όπως το MdCN, η προτίμηση χερσαίας εκδόσεως LCM εμφανίζεται ως ορθολογικότερη επιλογή. Αυτή θα μπορούσε να είναι μία πρώτη κίνηση χαμηλού ρίσκου, με την απόκτηση και βαλλιστικών πυραύλων ως επόμενη κι άκρως απαραίτητη φάση συμπληρώσεως του στρατηγικού οπλοστασίου.
Η ένταξη στο ελληνικό οπλοστάσιο στρατηγικών όπλων, είτε αυτοί είναι βαλλιστικοί πύραυλοι είτε πύραυλοι cruise μεγάλου βεληνεκούς, δεν πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς κλαδικών ανταγωνισμών. Ιδίως δε, όταν τα οικονομικά περιθώρια είναι πιεσμένα, το ζήτημα πρέπει να εξετάζεται υπό αυστηρώς διακλαδικά πλαίσια από το ΓΕΕΘΑ.
ΠΗΓΗ https://doureios.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου