Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ανακοίνωση Άρδην: Απέναντι στον Ερντογάν η αντίσταση είναι η μόνη απάντηση

 

Ανακοίνωση Άρδην

Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της Τουρκίας, από τον Ερντογάν μέχρι τα κόμματα και τις προσωπικότητες της αντιπολίτευσης, επιδίδεται καθημερινά σε μια ρητορική επίθεση απίστευτης έντασης έναντι της Ελλάδας.

Η κλιμάκωση δεν έχει πάρει μόνον διαστάσεις συμπαράταξης σύσσωμου του τουρκικού πολιτικού συστήματος –με την εξαίρεση των Κούρδων– αλλά και μιας πανεθνικής κοινωνικής κινητοποίησης, με τεράστιες συγκεντρώσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στις οποίες οι ομιλητές διαγκωνίζονται σ’ ένα ρεσιτάλ ρατσιστικού σωβινισμού.

Η εικόνα αυτή μιλάει από μόνη της. Και όμως, ακόμα, στο μυαλό μεγάλου μέρους της ελληνικής πολιτικής ελίτ, η έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας δεν είναι παρά μια ακόμα «μπόρα» που συναρτάται απλώς με τις δυσμενείς συνθήκες στο εσωτερικό της Τουρκίας ή με το παζάρι για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Όμως θα πρέπει να διδαχθούμε από την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων: Ζούμε μια συστηματική κλιμάκωση ήδη από το 2020, με τον Έβρο την άνοιξη και το θερμό καλοκαίρι στο Αιγαίο εκείνης της χρονιάς. Και μπορεί η ελληνική στάση να ήταν η δέουσα, και να κεφαλαιοποιήθηκε σε σημαντική διπλωματική αναβάθμιση της χώρας, ωστόσο δεν σταμάτησε τις επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας.

Η σύγκρουση με την Ελλάδα βρίσκεται στον πυρήνα της τουρκικής στρατηγικής. Εντάσσεται στην ευρύτερη απόπειρα της Τουρκίας να αυτονομηθεί από τη Δύση και να μεταβληθεί σε ανεξάρτητο πόλο ισχύος του παγκόσμιου συστήματος.

Και γι’ αυτό θέλει να ανασυστήσει τον ρόλο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως κυρίαρχης στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο, ρόλος που άρχισε να ξηλώνεται από την Επανάσταση του 1821. Τώρα που θέλει να επανέλθει σε αυτό τον ρόλο, προσκρούει στην ελληνική κυριαρχία που λειτουργεί ως σφήνα αποτροπής στη χερσαία και θαλάσσια επέκτασή της και, επομένως, η Ελλάδα οφείλει να υποχωρήσει και να μεταβληθεί σε υποτελή.

Οι κυβερνώσες ελίτ της χώρας  έχουν αποδυθεί σε μια ορθή εξοπλιστική και διπλωματική κινητοποίηση απέναντι στις τουρκικές απειλές, και όντως, μια πτυχή της πολιτικής της Δύσης ενισχύει τον ακριτικό ρόλο της Ελλάδας έναντι μιας Τουρκίας, η οποία ταυτίζεται όλο και πιο [πολύ  με τον Ευρασιατικό πόλο  – όπως η ελληνογαλλική συμφωνία και η επιλογή των ΗΠΑ να αναβαθμίσουν θεαματικά την Αλεξανδρούπολη, μειώνοντας τη σημασία του ελέγχου των Στενών από την Τουρκία.

Ωστόσο την ίδια στιγμή, η Γερμανία επιστρέφει συχνά στην επαίσχυντη ουδετερότητά της, το Στέιτ Ντηπάρτμεντ υιοθετεί την πολιτική του κατευνασμού απέναντι στο μπλοκάρισμα της ένταξης της Σουηδίας και της Φιλανδίας, ο δε Μακρόν, δείχνει απορροφημένος από τις εκλογές που θα κρίνουν εάν θα καταφέρει να εκλέξει δική του κυβέρνηση. Παράλληλα, και η γενικότερη κρίση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υποβαθμίζει το ενδιαφέρον τους για τα ελληνοτουρκικά. Επομένως, ο Ερντογάν, έχοντας διασφαλίσει και τη στήριξη της Ρωσίας, κρίνει ότι μπορεί σήμερα να αναβαθμίσει την επιθετική του στρατηγική.

Και ενώ όλα δείχνουν ότι πλησιάζουμε σε κάποια κρίσιμη αντιπαράθεση, οι ελληνικές ηγεσίες δεν προετοιμάζουν καθόλου την κοινωνία και περιορίζονται σε «κατενάτσιο» έναντι των τουρκικών προκλήσεων. Απουσιάζει η λογική της πανεθνικής κινητοποίησης, απουσιάζει η προσπάθεια να καλλιεργηθεί ένα κλίμα ομοψυχίας, όπως και η προετοιμασία της κοινωνίας για μια παρατεταμένη περίοδο έντασης, ή ακόμα και σύγκρουσης, με την Τουρκία. Απουσιάζουν μέτρα ενίσχυσης του εθελοντισμού και της εθνοφυλακής.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ελλάδα, παρότι τονίζει ότι έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος της και αποδομεί τις τουρκικές αιτιάσεις, ωστόσο επιλέγει να μην σηκώνει ψηλά τα μεγάλα όπλα που διαθέτει στη δική της φαρέτρα: Την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου, την αναγνώριση της γενοκτονίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία–φέτος που κλείνουμε τα εκατό χρόνια από την Καταστροφή αλλά και τον ευρύτερο ρόλο της Τουρκίας που εισβάλλει στη Συρία και το Ιράκ, κάνει πλάτες στο πολεμικό εγχείρημα της Ρωσίας, υπονομεύει την ενότητα του ΝΑΤΟ, εκβιάζει την ΕΕ, και επιδιώκει να επαναφέρει τον δεσποτισμό της σε όλα τα εδάφη που κατείχε η παλαιά οθωμανική Αυτοκρατορία.

Όταν όμως έχεις πάρει τον δρόμο της αποτροπής, οφείλεις να τον διαβείς μέχρι τέλους χωρίς πισωγυρίσματα και ενδοιασμούς.

Η Ελλάδα, με τη θέση που έχει πάρει στην Ουκρανία, την αναβάθμιση των σχέσεών της με την Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τις χώρες του Κόλπου, ακόμα και με την Ινδία, καθώς και την επιλογή της να αντιταχθεί ανοιχτά στην τουρκική επιθετικότητα, δίχως τις αυταπάτες της ελληνοτουρκικής φιλίας, έχει μπει σε μια διαδικασία γεωπολιτικής μετάβασης. Είτε θα πείσει τους συμμάχους της ότι, με την αναβάθμισή της, μπορεί να παίξει ρόλο καταλύτη για τη διαμόρφωση ενός συλλογικού συστήματος ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που θα υποκαταστήσει τον τουρκικό ηγεμονισμό, είτε θα καταστεί δορυφόρος του τελευταίου. 

Τέτοιου τύπου μεταβάσεις πραγματοποιούνται από «ιστορικά μπλοκ», δηλαδή ευρύτατες μετωπικές, κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που έχουν τη βαρύτητα να πάρουν τη χώρα και να την καθοδηγήσουν με σιγουριά μέσα από τις θύελλες.

Εδώ, η κυβέρνηση είναι κομματοκεντρική, η Νέα Δημοκρατία βιώνει μια εσωτερική αναταραχή καθώς οι εσωτερικές της τάσεις δεν συνεννοούνται –ο Καραμανλής και ο Σαμαράς θέλουν να κατευνάσουν τη Ρωσία του Πούτιν, ενώ ο Σαμαράς, αντί πανεθνικού μετώπου, επιμένει στον «δεξιό χαρακτήρα» της παράταξης· τέλος  ο Μητσοτάκης τηρεί ισορροπίες ανάμεσα στην εθνομηδενιστική και κατευναστική πτέρυγα και εκείνην της αποφασιστικής αποτροπής. Λείπει το συνεκτικό  όραμα – εκείνο που είχε ο Βενιζέλος το 1910-1920.

Όσο για την αντιπολίτευση σε όλες τις αποχρώσεις της, επιμένει στον μικροελλαδισμό. Σε μια στιγμή που ο Ερντογάν υπόσχεται να αμφισβητήσει έμπρακτα την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, επενδύει όλες τις δυνάμεις της στο εσωτερικό μέτωπο, καλλιεργώντας την εικόνα ότι το ζήτημα είναι «βούτυρο αντί για κανόνια», η αστυνομία στα πανεπιστήμια, ή το σκάνδαλο της Νοβάρτις. Χαρακτηριστικά, ενώ καθημερινά οργανώνουν δεκάδες διαδηλώσεις για όποιο ζήτημα μπορεί κανείς να φανταστεί, δεν έχουν οργανώσει ούτε μία μπροστά στην τουρκική πρεσβεία. Και το ίδιο ισχύει ακόμα περισσότερο για τους ψευδοπατριώτες που ήξεραν μόνο να διαμαρτύρονται για τα Σκόπια, ενώ τώρα σιωπούν αναίσχυντα, καθώς η μαμά-Ρωσία στηρίζει τον Ερντογάν.

Κατά συνέπεια, η απαιτούμενη εθνική ομοψυχία έναντι των τουρκικών προκλήσεων απειλείται. Ωστόσο, η χώρα πρέπει να τρέξει, να υπερβεί τον κακό της εαυτό και τα σκοτεινά της δωμάτια και να γυρίσει σελίδα.

Η ελληνική κοινωνία οφείλει να παραδειγματιστεί από το παράδειγμα της Φινλανδίας. Μιας μικρής χώρας δυναμικής, με σημαντική βιομηχανία και τεχνολογίες αιχμής, μια κοινωνία με εμπεδωμένη τη δημοκρατία και τις συλλογικές ελευθερίες, που όμως δεν έχει εγκαταλείψει τη λογική του πολίτη-οπλίτη, αλλά αντίθετα την καλλιεργεί για να είναι έτοιμη να ορθώσει το ανάστημά της έναντι του επεκτατικού, κακού γείτονα.  

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η ανανέωση έρχεται από έξω. Από την όξυνση των παγκόσμιων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Μόνον η αίσθηση της απειλής είναι σε θέση να μας αναγκάσει να εγκαταλείψουμε τον κακό μας εαυτό και να αποκτήσουμε ξανά μια Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή ένα όραμα για τον Ελληνισμό. Δίχως αυτό αυτοκτονούμε κάθε μέρα και από λίγο σε έναν ατέρμονο αγώνα προς τον πάτο. Ωστόσο, η ανανέωση δεν θα συντελεστεί μόνη της, πρέπει να της ανοίξουμε δρόμο συγκρουόμενοι με το πνεύμα της καθήλωσης και του αποπροσανατολισμού. Και το επόμενο βήμα μετά την αμυντική θωράκιση και την διπλωματική δραστηριότητα είναι η λαϊκή κινητοποίηση.

10-6-2022

ΠΗΓΗ https://ardin-rixi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου