Από το ιστολόγιο http://www.antinews.gr/2011/07/01/109962/
Την ώρα που τα έθνη του κόσμου ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε ζητήματα συναλλάγματος, στρέφουν παράλληλα και τα βλέμματα τους στα όλο και μειούμενα αποθέματα των φυσικών πόρων του πλανήτη. Από την αυγή της ανθρωπότητας, ο κόσμος πολεμούσε για πρόσβαση στο φυσικό πλούτο, σήμερα όμως, ο πόλεμος αυτός μπαίνει σε μια νέα φάση.
Τα κράτη χρειάζονται τεράστιες ποσότητες ενέργειας και υλικών, ώστε να παράξουν οικονομική ανάπτυξη. Δυστυχώς όμως το κόστος όλο και αυξάνεται. Σε πολλές περιπτώσεις, έχουν απομείνει ελάχιστες ποσότητες χαμηλής ποιότητας φυσικών πόρων, με μεγάλα έξοδα εκμετάλλευσης. Σε εξίσου πολλές περιπτώσεις, η διασφάλιση της πρόσβασης σε αυτούς του πόρους απαιτεί τεράστια στρατιωτικά έξοδα. Εν τω μεταξύ, ο αγώνας δρόμου για τον έλεγχο του φυσικού πλούτου αναδιανέμει τις πολιτικές ισορροπίες ισχύος του πλανήτη.
Η Αμερική, ως η μεγαλύτερη υπερδύναμη, έχει πολλά να χάσει αν επαναπροσδιοριστούν οι συμμαχίες και οι ροές της ενέργειας. Οι πολιτικοί της ηγέτες συνεχίζουν να παίζουν το παιχνίδι της γεωπολιτικής, με όρους του 20ου αιώνα. Έχουν ακόμη εμμονή στο δόγμα Κάρτερ, και εστιάζουν στο πετρέλαιο ως το Νο 1 βραβείο, αφού η χώρα συνεχίζει να εξαρτάται από τις εισαγωγές του, εξαιτίας κάποιων λανθασμένων χειρισμών στη δεκαετία του `70. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο Αφγανιστάν αναδεικνύει την αμερικανική αμηχανία. Οι ειδικοί συμφωνούν πως δεν θα υπάρξουν κέρδη από την εμπλοκή εκεί, αλλά η αποχώρηση είναι πολιτικά αδύνατη.
Οι ΗΠΑ διατηρούν ένα παγκόσμιο δίκτυο 800 στρατιωτικών βάσεων που παλιότερα αντιπροσώπευαν τα σύμβολα ασφάλειας σε διάφορα καθεστώτα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τώρα απλά προκαλούν τη δυσαρέσκεια των τοπικών πληθυσμών. Αυτό το πελώριο στρατιωτικό οικοδόμημα απαιτεί ένα απέραντο σύστημα προμηθειών, που ξεκινά από τους κατασκευαστές όπλων, οι οποίοι με τη σειρά τους εξαρτώνται από το πολυδάπανο υπουργείο Οικονομικών. Το έλλειμμα της χώρας οφείλεται εν πολλοίς στη δέσμευσή της να ξοδεύει ένα τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, για τη διατήρηση του στρατιωτικό-βιομηχανικού της συμπλέγματος.
Και όμως, παρά τις απίθανες δαπάνες σε όπλα υψηλής τεχνολογίας, ο αμερικανικός στρατός λειτουργεί στα όριά του, συντηρώντας 200.000 στρατιώτες και άλλους τόσους πολίτες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, όπου οι αλυσίδες τροφοδοσίας είναι δύσκολο και πανάκριβο να συντηρηθούν. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ παραμένουν ένα πανίσχυρο στρατιωτικά κράτος, με χιλιάδες πυρηνικά όπλα, πέραν των συμβατικών δυνάμεων, που όμως πάσχουν από έλλειψη στρατηγικής ελαστικότητας.
Η παραδοσιακή σύμμαχος των Αμερικανών ΕΕ, έχει άλλες και ανεξάρτητες προτεραιότητες, τόσο επειδή εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία, όσο επειδή ανταγωνίζεται οικονομικά και συναλλαγματικά την Αμερική. Η γερμανική οικονομία είναι από τις ελάχιστες που βγήκαν από τη κρίση του 2008 χωρίς απώλειες, όμως το Βερολίνο έχει να αντιμετωπίσει την οικονομική διάσωση κάποιων εκ των εταίρων του. Η συνεχιζόμενη κρίση χρέους της Ευρώπης, μπορεί κάλλιστα να υπονομεύσει τη γερμανική οικονομία και να θέσει εν αμφιβόλω τόσο το ευρώ, όσο και την ίδια την ΕΕ.
Η Βρετανία αποτελεί μια σκιά του πρώην αυτοκρατορικού της εαυτού. Έχει τεράστια χρέη, χαμηλό στρατιωτικό προϋπολογισμό, και φθίνουσα παραγωγή πετρελαίου. Η εξωτερική της πολιτική υπαγορεύεται από την Ουάσιγκτον, και πολλοί Βρετανοί αρχίζουν να δυσανασχετούν.
Η Κίνα είναι η ανερχόμενη δύναμη του 21ου αιώνα σύμφωνα με τους ειδικούς της γεωπολιτικής. Έχει μεγάλο στρατό και απεριόριστο ρευστό με το οποίο μπορεί να αγοράσει τη πρόσβαση στους φυσικούς πόρους (πετρέλαιο, κάρβουνο, ορυκτά, και αγροτική γη) του πλανήτη. Παρότι κατασκευάζει ένα πρώτης τάξεως πολεμικό ναυτικό, με το οποίο θα μπορούσε κάποτε να απειλήσει την Αμερική, το Πεκίνο υποφέρει από εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, που μπορεί να κάνουν πολύ σύντομη την πρωτοκαθεδρία του στη παγκόσμια σκηνή.
Η Ιαπωνία, με τη τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στο κόσμο, φοβάται τη Κίνα, και ανησυχεί για τον προστάτη της τις ΗΠΑ. Η χώρα ξαναχτίζει διστακτικά το στρατό της, έτσι ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα από μόνη της. Οι διαφωνίες της με τη Κίνα σε ζητήματα κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου στην ανατολική θάλασσα της Κίνας μάλλον θα χειροτερέψουν, αφού η απογυμνωμένη από ορυκτά καύσιμα Ιαπωνία χρειάζεται οπωσδήποτε πρόσβαση σε αυτά.
Η Ρωσία είναι μια ατμομηχανή φυσικού πλούτου, αλλά είναι και πολιτικά διεφθαρμένη, ενώ οικονομικά παραπαίει. Ανταγωνίζεται την Κίνα και την Αμερική για τον έλεγχο της ενέργειας στη Κασπία και στη Κεντρική Ασία, αλλά και για τον ορυκτό πλούτο των πρώην σοβιετικών χωρών. Συνηθίζει να προχωρά σε συμφωνίες με τους Κινέζους ώστε να μπλοκάρει τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά στο φινάλε, το Πεκίνο μπορεί να αποδειχτεί σημαντικότερος αντίπαλος από την Ουάσιγκτον. Η Μόσχα χρησιμοποιεί τις εξαγωγές ενέργειας ως διαπραγματευτικό της ατού για να κερδίσει επιρροή στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, ελάχιστα από τα έσοδα των εξαγωγών ωφελούν τον πληθυσμό της. Το μόνο φως για το ρωσικό λαό είναι ότι επειδή πρόσφατα γλίτωσαν από μια πολιτικο-οικονομική κατάρρευση, είναι αρκετά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν μια ακόμη.
Ακόμη και την ώρα που κράτη όπως η Βενεζουέλα, η Βολιβία, ο Ισημερινός, και η Νικαράγουα, απορρίπτουν την Αμερική, αυτή συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στη πλούσια σε κοιτάσματα Λ. Αμερική, μέσω αμερικανικών επιχειρήσεων που πολλές φορές ελέγχουν ολόκληρες εθνικές οικονομίες. Σήμερα μπαίνει στο συγκεκριμένο παιχνίδι και η Κίνα, μετατοπίζοντας σταδιακά τις οικονομικές σφαίρες επιρροής.
Η Αφρική είναι μια περιοχή αυξανόμενων αμερικανικών επενδύσεων στο πετρέλαιο και σε άλλα ορυκτά, και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τη σύσταση (το 2009) της Africom, μιας στρατηγικής στρατιωτικής διοίκησης όπως αυτές που υπάρχουν και αλλού. Παράλληλα, η μαύρη ήπειρος αποτελεί και στόχο των Κινέζων αλλά και των Ευρωπαίων, που διψάνε για ενέργεια. Οι συγκρούσεις μεταξύ των παραπάνω, μέσω τρίτων, μάλλον θα αυξηθούν στο μέλλον, εις βάρος των λαών της Αφρικής.
Η Μέση Ανατολή συνεχίζει να εμπεριέχει απίστευτα αποθέματα πετρελαίου, αν και οι συνολικές ποσότητες του έχουν υπερεκτιμηθεί, λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών στον OPEC. Η περιοχή όμως χαρακτηρίζεται από οικονομικές ανισότητες, μεγάλο πληθυσμό, πολιτική αστάθεια, και την ανάγκη εισαγωγών νερού και τροφίμων. Σε συνέχεια της αραβικής άνοιξης, και καθώς οι οικονομικές συνθήκες θα χειροτερεύουν, ακόμη περισσότερα κράτη θα αποσταθεροποιούνται, και οι άγνωστες προς το παρόν συνέπειες μπορεί να είναι ανυπολόγιστες.
Όπως η Κίνα, έτσι και η Σ. Αραβία αγοράζει αγροτική γη στην Αυστραλία, στη Ν. Ζηλανδία, και στις ΗΠΑ. Κράτη όπως το Ιράκ και το Ιράν έχουν ανάγκη υψηλής τεχνολογίας προκειμένου να διατηρήσουν την ισχύουσα ενεργειακή τους βιομηχανία, η οποία συνεχώς εξελίσσεται σε μικρότερες πετρελαιοπηγές, με δυσκολίες και αυξημένα κόστη στη πρόσβαση και στην εκμετάλλευση. Τόσο η Αμερική όσο και η Κίνα, είναι έτοιμες να συνδράμουν σ αυτό, μέσω των επιχειρήσεών τους.
Οι βαθείς ωκεανοί και η Αρκτική θα είναι τα νέα πεδία σύγκρουσης συμφερόντων, όσο οι αναπτυγμένες χώρες διατηρούν την οικονομική δυνατότητα της εκμετάλλευσης της ενέργειας στις δύσκολες αυτές περιοχές. Τα κέρδη όμως προβλέπονται ισχνά, αφού τα έξοδα εκμετάλλευσης συνεχώς αυξάνονται.
Δυστυχώς, τα αυξανόμενα κόστη και τα μειωμένα κέρδη δεν εγγυώνται τη παγκόσμια ειρήνη. Όπως μας διδάσκει η ιστορία, όσο τα έθνη γίνονται όλο και πιο απελπισμένα στη προσπάθειά τους να διατηρηθούν στη θέση ισχύος που κατέχουν, τόσο πιο παράλογα αρχίζουν να συμπεριφέρονται.
Καμία κρίση δεν είναι αναπόφευκτη, εφόσον επικρατήσει η ψυχραιμία. Το παγκόσμιο σύστημα όμως γίνεται όλο και πιο ασταθές. Οι τρέχουσες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες δεν μας δείχνουν πως πάμε σε ανάπτυξη, δημοκρατία, και ειρήνη, αλλά μάλλον σε πολιτική αστάθεια, και περισσότερο κυβερνητικό έλεγχο, με τη πρόφαση της ανάγκης για ασφάλεια.
S.A.-Oil Price
Την ώρα που τα έθνη του κόσμου ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε ζητήματα συναλλάγματος, στρέφουν παράλληλα και τα βλέμματα τους στα όλο και μειούμενα αποθέματα των φυσικών πόρων του πλανήτη. Από την αυγή της ανθρωπότητας, ο κόσμος πολεμούσε για πρόσβαση στο φυσικό πλούτο, σήμερα όμως, ο πόλεμος αυτός μπαίνει σε μια νέα φάση.
Τα κράτη χρειάζονται τεράστιες ποσότητες ενέργειας και υλικών, ώστε να παράξουν οικονομική ανάπτυξη. Δυστυχώς όμως το κόστος όλο και αυξάνεται. Σε πολλές περιπτώσεις, έχουν απομείνει ελάχιστες ποσότητες χαμηλής ποιότητας φυσικών πόρων, με μεγάλα έξοδα εκμετάλλευσης. Σε εξίσου πολλές περιπτώσεις, η διασφάλιση της πρόσβασης σε αυτούς του πόρους απαιτεί τεράστια στρατιωτικά έξοδα. Εν τω μεταξύ, ο αγώνας δρόμου για τον έλεγχο του φυσικού πλούτου αναδιανέμει τις πολιτικές ισορροπίες ισχύος του πλανήτη.
Η Αμερική, ως η μεγαλύτερη υπερδύναμη, έχει πολλά να χάσει αν επαναπροσδιοριστούν οι συμμαχίες και οι ροές της ενέργειας. Οι πολιτικοί της ηγέτες συνεχίζουν να παίζουν το παιχνίδι της γεωπολιτικής, με όρους του 20ου αιώνα. Έχουν ακόμη εμμονή στο δόγμα Κάρτερ, και εστιάζουν στο πετρέλαιο ως το Νο 1 βραβείο, αφού η χώρα συνεχίζει να εξαρτάται από τις εισαγωγές του, εξαιτίας κάποιων λανθασμένων χειρισμών στη δεκαετία του `70. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο Αφγανιστάν αναδεικνύει την αμερικανική αμηχανία. Οι ειδικοί συμφωνούν πως δεν θα υπάρξουν κέρδη από την εμπλοκή εκεί, αλλά η αποχώρηση είναι πολιτικά αδύνατη.
Οι ΗΠΑ διατηρούν ένα παγκόσμιο δίκτυο 800 στρατιωτικών βάσεων που παλιότερα αντιπροσώπευαν τα σύμβολα ασφάλειας σε διάφορα καθεστώτα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τώρα απλά προκαλούν τη δυσαρέσκεια των τοπικών πληθυσμών. Αυτό το πελώριο στρατιωτικό οικοδόμημα απαιτεί ένα απέραντο σύστημα προμηθειών, που ξεκινά από τους κατασκευαστές όπλων, οι οποίοι με τη σειρά τους εξαρτώνται από το πολυδάπανο υπουργείο Οικονομικών. Το έλλειμμα της χώρας οφείλεται εν πολλοίς στη δέσμευσή της να ξοδεύει ένα τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, για τη διατήρηση του στρατιωτικό-βιομηχανικού της συμπλέγματος.
Και όμως, παρά τις απίθανες δαπάνες σε όπλα υψηλής τεχνολογίας, ο αμερικανικός στρατός λειτουργεί στα όριά του, συντηρώντας 200.000 στρατιώτες και άλλους τόσους πολίτες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, όπου οι αλυσίδες τροφοδοσίας είναι δύσκολο και πανάκριβο να συντηρηθούν. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ παραμένουν ένα πανίσχυρο στρατιωτικά κράτος, με χιλιάδες πυρηνικά όπλα, πέραν των συμβατικών δυνάμεων, που όμως πάσχουν από έλλειψη στρατηγικής ελαστικότητας.
Η παραδοσιακή σύμμαχος των Αμερικανών ΕΕ, έχει άλλες και ανεξάρτητες προτεραιότητες, τόσο επειδή εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία, όσο επειδή ανταγωνίζεται οικονομικά και συναλλαγματικά την Αμερική. Η γερμανική οικονομία είναι από τις ελάχιστες που βγήκαν από τη κρίση του 2008 χωρίς απώλειες, όμως το Βερολίνο έχει να αντιμετωπίσει την οικονομική διάσωση κάποιων εκ των εταίρων του. Η συνεχιζόμενη κρίση χρέους της Ευρώπης, μπορεί κάλλιστα να υπονομεύσει τη γερμανική οικονομία και να θέσει εν αμφιβόλω τόσο το ευρώ, όσο και την ίδια την ΕΕ.
Η Βρετανία αποτελεί μια σκιά του πρώην αυτοκρατορικού της εαυτού. Έχει τεράστια χρέη, χαμηλό στρατιωτικό προϋπολογισμό, και φθίνουσα παραγωγή πετρελαίου. Η εξωτερική της πολιτική υπαγορεύεται από την Ουάσιγκτον, και πολλοί Βρετανοί αρχίζουν να δυσανασχετούν.
Η Κίνα είναι η ανερχόμενη δύναμη του 21ου αιώνα σύμφωνα με τους ειδικούς της γεωπολιτικής. Έχει μεγάλο στρατό και απεριόριστο ρευστό με το οποίο μπορεί να αγοράσει τη πρόσβαση στους φυσικούς πόρους (πετρέλαιο, κάρβουνο, ορυκτά, και αγροτική γη) του πλανήτη. Παρότι κατασκευάζει ένα πρώτης τάξεως πολεμικό ναυτικό, με το οποίο θα μπορούσε κάποτε να απειλήσει την Αμερική, το Πεκίνο υποφέρει από εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, που μπορεί να κάνουν πολύ σύντομη την πρωτοκαθεδρία του στη παγκόσμια σκηνή.
Η Ιαπωνία, με τη τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στο κόσμο, φοβάται τη Κίνα, και ανησυχεί για τον προστάτη της τις ΗΠΑ. Η χώρα ξαναχτίζει διστακτικά το στρατό της, έτσι ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα από μόνη της. Οι διαφωνίες της με τη Κίνα σε ζητήματα κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου στην ανατολική θάλασσα της Κίνας μάλλον θα χειροτερέψουν, αφού η απογυμνωμένη από ορυκτά καύσιμα Ιαπωνία χρειάζεται οπωσδήποτε πρόσβαση σε αυτά.
Η Ρωσία είναι μια ατμομηχανή φυσικού πλούτου, αλλά είναι και πολιτικά διεφθαρμένη, ενώ οικονομικά παραπαίει. Ανταγωνίζεται την Κίνα και την Αμερική για τον έλεγχο της ενέργειας στη Κασπία και στη Κεντρική Ασία, αλλά και για τον ορυκτό πλούτο των πρώην σοβιετικών χωρών. Συνηθίζει να προχωρά σε συμφωνίες με τους Κινέζους ώστε να μπλοκάρει τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά στο φινάλε, το Πεκίνο μπορεί να αποδειχτεί σημαντικότερος αντίπαλος από την Ουάσιγκτον. Η Μόσχα χρησιμοποιεί τις εξαγωγές ενέργειας ως διαπραγματευτικό της ατού για να κερδίσει επιρροή στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, ελάχιστα από τα έσοδα των εξαγωγών ωφελούν τον πληθυσμό της. Το μόνο φως για το ρωσικό λαό είναι ότι επειδή πρόσφατα γλίτωσαν από μια πολιτικο-οικονομική κατάρρευση, είναι αρκετά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν μια ακόμη.
Ακόμη και την ώρα που κράτη όπως η Βενεζουέλα, η Βολιβία, ο Ισημερινός, και η Νικαράγουα, απορρίπτουν την Αμερική, αυτή συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στη πλούσια σε κοιτάσματα Λ. Αμερική, μέσω αμερικανικών επιχειρήσεων που πολλές φορές ελέγχουν ολόκληρες εθνικές οικονομίες. Σήμερα μπαίνει στο συγκεκριμένο παιχνίδι και η Κίνα, μετατοπίζοντας σταδιακά τις οικονομικές σφαίρες επιρροής.
Η Αφρική είναι μια περιοχή αυξανόμενων αμερικανικών επενδύσεων στο πετρέλαιο και σε άλλα ορυκτά, και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τη σύσταση (το 2009) της Africom, μιας στρατηγικής στρατιωτικής διοίκησης όπως αυτές που υπάρχουν και αλλού. Παράλληλα, η μαύρη ήπειρος αποτελεί και στόχο των Κινέζων αλλά και των Ευρωπαίων, που διψάνε για ενέργεια. Οι συγκρούσεις μεταξύ των παραπάνω, μέσω τρίτων, μάλλον θα αυξηθούν στο μέλλον, εις βάρος των λαών της Αφρικής.
Η Μέση Ανατολή συνεχίζει να εμπεριέχει απίστευτα αποθέματα πετρελαίου, αν και οι συνολικές ποσότητες του έχουν υπερεκτιμηθεί, λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών στον OPEC. Η περιοχή όμως χαρακτηρίζεται από οικονομικές ανισότητες, μεγάλο πληθυσμό, πολιτική αστάθεια, και την ανάγκη εισαγωγών νερού και τροφίμων. Σε συνέχεια της αραβικής άνοιξης, και καθώς οι οικονομικές συνθήκες θα χειροτερεύουν, ακόμη περισσότερα κράτη θα αποσταθεροποιούνται, και οι άγνωστες προς το παρόν συνέπειες μπορεί να είναι ανυπολόγιστες.
Όπως η Κίνα, έτσι και η Σ. Αραβία αγοράζει αγροτική γη στην Αυστραλία, στη Ν. Ζηλανδία, και στις ΗΠΑ. Κράτη όπως το Ιράκ και το Ιράν έχουν ανάγκη υψηλής τεχνολογίας προκειμένου να διατηρήσουν την ισχύουσα ενεργειακή τους βιομηχανία, η οποία συνεχώς εξελίσσεται σε μικρότερες πετρελαιοπηγές, με δυσκολίες και αυξημένα κόστη στη πρόσβαση και στην εκμετάλλευση. Τόσο η Αμερική όσο και η Κίνα, είναι έτοιμες να συνδράμουν σ αυτό, μέσω των επιχειρήσεών τους.
Οι βαθείς ωκεανοί και η Αρκτική θα είναι τα νέα πεδία σύγκρουσης συμφερόντων, όσο οι αναπτυγμένες χώρες διατηρούν την οικονομική δυνατότητα της εκμετάλλευσης της ενέργειας στις δύσκολες αυτές περιοχές. Τα κέρδη όμως προβλέπονται ισχνά, αφού τα έξοδα εκμετάλλευσης συνεχώς αυξάνονται.
Δυστυχώς, τα αυξανόμενα κόστη και τα μειωμένα κέρδη δεν εγγυώνται τη παγκόσμια ειρήνη. Όπως μας διδάσκει η ιστορία, όσο τα έθνη γίνονται όλο και πιο απελπισμένα στη προσπάθειά τους να διατηρηθούν στη θέση ισχύος που κατέχουν, τόσο πιο παράλογα αρχίζουν να συμπεριφέρονται.
Καμία κρίση δεν είναι αναπόφευκτη, εφόσον επικρατήσει η ψυχραιμία. Το παγκόσμιο σύστημα όμως γίνεται όλο και πιο ασταθές. Οι τρέχουσες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες δεν μας δείχνουν πως πάμε σε ανάπτυξη, δημοκρατία, και ειρήνη, αλλά μάλλον σε πολιτική αστάθεια, και περισσότερο κυβερνητικό έλεγχο, με τη πρόφαση της ανάγκης για ασφάλεια.
S.A.-Oil Price
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου