Η
Κριμαία είναι αυτόνομη περιοχή της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, με
υπερδισχιλιετή ιστορία και πληθώρα εποικισμών. Πρόκειται για χερσόνησο
που συνδέεται με την ηπειρωτική Ουκρανία με τον ισθμό του Περεκόπ και
χωρίζεται από τη Ρωσία από την Αζοφική Θάλασσα, τη Μαιώτιδα Λίμνη των
αρχαίων Ελλήνων. Το σημερινό της όνομα Κριμαία έχει μογγολική προέλευση,
ενώ οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Ταυρίδα ή Ταυρική Χερσόνησο, από
τους Ταύρους, ένα βαρβαρικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή.
Η Κριμαία, με πρωτεύουσα τη Συμφερούπολη, έχει έκταση 26.100 τετραγωνικά χιλιόμετρα (λίγο μεγαλύτερη από τη Στερεά Ελλάδα) και πληθυσμό λίγο πάνω από τα 2 εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001.
Από αυτούς, το 58,32% είναι Ρώσοι, το 24,32% Ουκρανοί και το 12.5% Τάταροι (μουσουλμάνοι τουρκο-μογγολικής καταγωγής), ενώ οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της περιοχής ανέρχονται σε 2.597, ήτοι το 1,3% του πληθυσμού της Κριμαίας. Το κλίμα της περιοχής είναι εύκρατο και ευνοεί τη γεωργία και τον τουρισμό, που αποτελούν τις δύο πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κριμαίας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που μας δίνει τις πρώτες πληροφορίες για την περιοχή, πρώτοι κάτοικοι της Κριμαίας υπήρξαν οι Κιμμέριοι, λαός που κατοικούσε στον Καύκασο. Ένα παρακλάδι των Κιμμερίων υπήρξαν οι Ταύροι, ένα βαρβαρικό φύλο, που μισούσε τους Έλληνες και τους σκότωνε, όπου τους έβρισκε. Πάντως, από τους Ταύρους πήρε το πρώτο της όνομα η Κριμαία, ενώ στην περιοχή αυτή εκτυλίσσονται δύο από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις».
Τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαμε τον πρώτο αποικισμό της περιοχής από Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ τον επόμενο αιώνα δημιουργήθηκε γύρω από την Αζοφική Θάλασσα το ελληνικό βασίλειο του Κιμμερίου Βοσπόρου, που άκμασε έως τον 2ο αιώνα π.Χ. Όμως, η πίεση που του ασκούσαν οι Σκύθες το εξασθένισαν και το 114 π.Χ. τέθηκε υπό την προστασία του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ'.
Από το 63 π.Χ. που καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους έως το 1441 που τα απομεινάρια της μογγολικής Χρυσής Ορδής ίδρυσαν το Χανάτο της Κριμαίας, παρέλασαν πολλοί υποψήφιοι κατακτητές από την περιοχή, αλλά κανείς δεν στέριωσε. Είχαμε κατά σειρά τους Γότθους, τους Ούνους, τους Βούλγαρους, τους Βυζαντινούς ως συνεχιστές των Ρωμαίων, τους τουρκογενείς Χαζάρους και Κουμάνους, τους Έλληνες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ μερίδιο διεκδίκησαν στον εμπορικό τομέα οι Γενουάτες και οι Ενετοί. Σημειώνεται ότι στα τέλη του 10ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή στους στην Κριμαία οι Ρώσοι του Κιέβου και μάλιστα ο ηγεμόνας τους Βλαδίμηρος ο Μέγας βαφτίστηκε χριστιανός.
Το Χανάτο της Κριμαίας θα επιζήσει, είτε αυτόνομα, είτε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έως το 1783, οπότε η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη καταλαμβάνει την Κριμαία και την μετονομάζει σε Ταυρίδα. Τον επόμενο χρόνο, ο πρίγκηπας Ποτέμκιν ιδρύει στη Σεβαστούπολη τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, που έχει τη δυνατότητα να κυριαρχεί, όχι μόνο στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και να κατέρχεται μέχρι τις «θερμές θάλασσες» της Μεσογείου, καθιστώντας έτσι την τσαρική Ρωσία μεγάλη δύναμη.
Το 1853 ξεσπά ο Κριμαϊκός Πόλεμος, μία από τις μεγαλύτερες ένοπλες συγκρούσεις του 19ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο, όταν οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν να προλάβουν τις επεκτατικές διαθέσεις της Ρωσίας πάνω στην θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου διεξήχθη στην Κριμαία, εξού και το όνομά του. Θα λήξει με ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών, ενώ με τη Συνθήκη των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856) θα επιβεβαιωθεί η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μία παράπλευρη συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1854), που δεν στέφθηκε από επιτυχία, εξαιτίας των διεθνών αντιδράσεων και της αποκήρυξής του από την ελληνική κυβέρνηση.
Μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης (25 Οκτωβρίου 1917) ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία από αντιτιθέμενες δυνάμεις στο κομμουνιστικό καθεστώς των Μπολσεβίκων. Οι μεγάλες δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν στο πλευρό των αντεπαναστατών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με προτροπή της Γαλλίας, έστειλε στην Ουκρανία ένα σώμα στρατού, που πήρε μέρος σε μάχες, όχι μόνο στην ηπειρωτική Ουκρανία, αλλά και στην Κριμαία. Η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ «Κόκκινων» και «Λευκών» και τελικά, μετά την οριστική επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1921, ονομάστηκε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κριμαίας.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Κριμαία το καλοκαίρι του 1942 και την κράτησε για δύο χρόνια. Τον Μάιο του 1944 την ανακατέλαβε ο «Κόκκινος Στρατός» και σχεδόν αμέσως ο Στάλιν διέταξε την εκτόπιση όλων των μουσουλμάνων Τατάρων στην Κεντρική Ασία, επειδή είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές. Μαζί τους την πλήρωσαν και άλλες εθνότητες, μεταξύ αυτών και οι Έλληνες. Τον επόμενο χρόνο έγινε στη Γιάλτα της Κριμαίας μία κομβικής σημασίας συνδιάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων (Ρούζβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ), που καθόρισε τις τύχες του μεταπολεμικού κόσμου.
Στις αρχές του 1954 το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης πήρε μία απόφαση, που δημιούργησε όλα τα δεινά που υφίσταται σήμερα η περιοχή της Κριμαίας. Με εισήγηση του ουκρανικής καταγωγής γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ, Νικίτα Κρούστσεφ, η Κριμαία αποσπάστηκε από τη ΣΣΔ της Ρωσίας και εντάχθηκε στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Έτσι, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991 και η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της, η Κριμαία παρέμεινε στην επικράτειά της. Από την πρώτη στιγμή, η ρωσική πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας αντέδρασε και ζήτησε την ένωση με τη Ρωσία, αλλά στις 19 Μαΐου του 1992 το Κοινοβούλιο της Κριμαίας ψήφισε την παραμονή της Κριμαίας στην Ουκρανία με καθεστώς αυτονομίας.
Η περιοχή της Κριμαίας εξακολουθεί να βρίσκεται υπό διαρκή αναταραχή, αλλά τα πράγματα φαίνεται να ησυχάζουν, όταν το 1997 η Ουκρανία νοικιάζει για 20 χρόνια τον ναύσταθμο της Σεβαστούπολης στη Ρωσία. Οι ρωσικές δυνάμεις παραμένουν στην Κριμαία και εγγυώνται κατά κάποιο τρόπο την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ρωσόφωνης πλειονότητας. Τρία χρόνια νωρίτερα, η Ρωσία είχε υπογράψει το «Μνημόνιο της Βουδαπέστης» μαζί με τις άλλες τέσσερεις πυρηνικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Κίνα), με το οποίο εγγυάτο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Και φτάνουμε στις 21 Νοεμβρίου του 2013, όταν ξεσπά λαϊκή αντίδραση στην Ουκρανία, εξαιτίας της άρνησης του φιλορώσου προέδρου Γιανούκοβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καθημερινές διαδηλώσεις στην κεντρική πλατεία του Κιέβου «Μαϊντάν» λαμβάνουν κινηματικό χαρακτήρα και στις 22 Φεβρουαρίου του 2014 ο πρόεδρος Γιανούκοβιτς εγκαταλείπει την εξουσία, κάτω από το βάρος της διογκούμενης λαϊκής πίεσης. Οι Ρωσόφωνοι της Κριμαίας βρίσκουν την ευκαιρία να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την περιοχή, παρά την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, και με το δημοψήφισμα της 16 Μαρτίου να ζητούν την επανένταξή τους στη μητέρα Ρωσία...
Η Κριμαία, με πρωτεύουσα τη Συμφερούπολη, έχει έκταση 26.100 τετραγωνικά χιλιόμετρα (λίγο μεγαλύτερη από τη Στερεά Ελλάδα) και πληθυσμό λίγο πάνω από τα 2 εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001.
Από αυτούς, το 58,32% είναι Ρώσοι, το 24,32% Ουκρανοί και το 12.5% Τάταροι (μουσουλμάνοι τουρκο-μογγολικής καταγωγής), ενώ οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της περιοχής ανέρχονται σε 2.597, ήτοι το 1,3% του πληθυσμού της Κριμαίας. Το κλίμα της περιοχής είναι εύκρατο και ευνοεί τη γεωργία και τον τουρισμό, που αποτελούν τις δύο πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κριμαίας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που μας δίνει τις πρώτες πληροφορίες για την περιοχή, πρώτοι κάτοικοι της Κριμαίας υπήρξαν οι Κιμμέριοι, λαός που κατοικούσε στον Καύκασο. Ένα παρακλάδι των Κιμμερίων υπήρξαν οι Ταύροι, ένα βαρβαρικό φύλο, που μισούσε τους Έλληνες και τους σκότωνε, όπου τους έβρισκε. Πάντως, από τους Ταύρους πήρε το πρώτο της όνομα η Κριμαία, ενώ στην περιοχή αυτή εκτυλίσσονται δύο από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις».
Τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαμε τον πρώτο αποικισμό της περιοχής από Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ τον επόμενο αιώνα δημιουργήθηκε γύρω από την Αζοφική Θάλασσα το ελληνικό βασίλειο του Κιμμερίου Βοσπόρου, που άκμασε έως τον 2ο αιώνα π.Χ. Όμως, η πίεση που του ασκούσαν οι Σκύθες το εξασθένισαν και το 114 π.Χ. τέθηκε υπό την προστασία του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ'.
Από το 63 π.Χ. που καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους έως το 1441 που τα απομεινάρια της μογγολικής Χρυσής Ορδής ίδρυσαν το Χανάτο της Κριμαίας, παρέλασαν πολλοί υποψήφιοι κατακτητές από την περιοχή, αλλά κανείς δεν στέριωσε. Είχαμε κατά σειρά τους Γότθους, τους Ούνους, τους Βούλγαρους, τους Βυζαντινούς ως συνεχιστές των Ρωμαίων, τους τουρκογενείς Χαζάρους και Κουμάνους, τους Έλληνες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ μερίδιο διεκδίκησαν στον εμπορικό τομέα οι Γενουάτες και οι Ενετοί. Σημειώνεται ότι στα τέλη του 10ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή στους στην Κριμαία οι Ρώσοι του Κιέβου και μάλιστα ο ηγεμόνας τους Βλαδίμηρος ο Μέγας βαφτίστηκε χριστιανός.
Το Χανάτο της Κριμαίας θα επιζήσει, είτε αυτόνομα, είτε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έως το 1783, οπότε η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη καταλαμβάνει την Κριμαία και την μετονομάζει σε Ταυρίδα. Τον επόμενο χρόνο, ο πρίγκηπας Ποτέμκιν ιδρύει στη Σεβαστούπολη τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, που έχει τη δυνατότητα να κυριαρχεί, όχι μόνο στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και να κατέρχεται μέχρι τις «θερμές θάλασσες» της Μεσογείου, καθιστώντας έτσι την τσαρική Ρωσία μεγάλη δύναμη.
Το 1853 ξεσπά ο Κριμαϊκός Πόλεμος, μία από τις μεγαλύτερες ένοπλες συγκρούσεις του 19ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο, όταν οι Αγγλογάλλοι προσπάθησαν να προλάβουν τις επεκτατικές διαθέσεις της Ρωσίας πάνω στην θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου διεξήχθη στην Κριμαία, εξού και το όνομά του. Θα λήξει με ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών, ενώ με τη Συνθήκη των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856) θα επιβεβαιωθεί η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μία παράπλευρη συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1854), που δεν στέφθηκε από επιτυχία, εξαιτίας των διεθνών αντιδράσεων και της αποκήρυξής του από την ελληνική κυβέρνηση.
Μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης (25 Οκτωβρίου 1917) ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία από αντιτιθέμενες δυνάμεις στο κομμουνιστικό καθεστώς των Μπολσεβίκων. Οι μεγάλες δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν στο πλευρό των αντεπαναστατών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με προτροπή της Γαλλίας, έστειλε στην Ουκρανία ένα σώμα στρατού, που πήρε μέρος σε μάχες, όχι μόνο στην ηπειρωτική Ουκρανία, αλλά και στην Κριμαία. Η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ «Κόκκινων» και «Λευκών» και τελικά, μετά την οριστική επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1921, ονομάστηκε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κριμαίας.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Κριμαία το καλοκαίρι του 1942 και την κράτησε για δύο χρόνια. Τον Μάιο του 1944 την ανακατέλαβε ο «Κόκκινος Στρατός» και σχεδόν αμέσως ο Στάλιν διέταξε την εκτόπιση όλων των μουσουλμάνων Τατάρων στην Κεντρική Ασία, επειδή είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές. Μαζί τους την πλήρωσαν και άλλες εθνότητες, μεταξύ αυτών και οι Έλληνες. Τον επόμενο χρόνο έγινε στη Γιάλτα της Κριμαίας μία κομβικής σημασίας συνδιάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων (Ρούζβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ), που καθόρισε τις τύχες του μεταπολεμικού κόσμου.
Στις αρχές του 1954 το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης πήρε μία απόφαση, που δημιούργησε όλα τα δεινά που υφίσταται σήμερα η περιοχή της Κριμαίας. Με εισήγηση του ουκρανικής καταγωγής γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ, Νικίτα Κρούστσεφ, η Κριμαία αποσπάστηκε από τη ΣΣΔ της Ρωσίας και εντάχθηκε στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Έτσι, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση το 1991 και η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της, η Κριμαία παρέμεινε στην επικράτειά της. Από την πρώτη στιγμή, η ρωσική πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας αντέδρασε και ζήτησε την ένωση με τη Ρωσία, αλλά στις 19 Μαΐου του 1992 το Κοινοβούλιο της Κριμαίας ψήφισε την παραμονή της Κριμαίας στην Ουκρανία με καθεστώς αυτονομίας.
Η περιοχή της Κριμαίας εξακολουθεί να βρίσκεται υπό διαρκή αναταραχή, αλλά τα πράγματα φαίνεται να ησυχάζουν, όταν το 1997 η Ουκρανία νοικιάζει για 20 χρόνια τον ναύσταθμο της Σεβαστούπολης στη Ρωσία. Οι ρωσικές δυνάμεις παραμένουν στην Κριμαία και εγγυώνται κατά κάποιο τρόπο την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ρωσόφωνης πλειονότητας. Τρία χρόνια νωρίτερα, η Ρωσία είχε υπογράψει το «Μνημόνιο της Βουδαπέστης» μαζί με τις άλλες τέσσερεις πυρηνικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Κίνα), με το οποίο εγγυάτο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Και φτάνουμε στις 21 Νοεμβρίου του 2013, όταν ξεσπά λαϊκή αντίδραση στην Ουκρανία, εξαιτίας της άρνησης του φιλορώσου προέδρου Γιανούκοβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καθημερινές διαδηλώσεις στην κεντρική πλατεία του Κιέβου «Μαϊντάν» λαμβάνουν κινηματικό χαρακτήρα και στις 22 Φεβρουαρίου του 2014 ο πρόεδρος Γιανούκοβιτς εγκαταλείπει την εξουσία, κάτω από το βάρος της διογκούμενης λαϊκής πίεσης. Οι Ρωσόφωνοι της Κριμαίας βρίσκουν την ευκαιρία να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την περιοχή, παρά την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, και με το δημοψήφισμα της 16 Μαρτίου να ζητούν την επανένταξή τους στη μητέρα Ρωσία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου