Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

ΦΩΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ Το ανατριχιαστικό διπλωματικό παρασκήνιο

Από το ιστολόγιο http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=211474&-V=articles

Όταν στις 29 Ιανουαρίου 2009 το πλοίο Monchegorsk, φορτωμένο με εκρηκτικά, προερχόμενο από το Ιράν και έχοντας προορισμό τη Συρία, υποχρεώθηκε να καταπλεύσει στο λιμάνι της Λεμεσού, η Κύπρος έγινε δέκτης πολλών και έντονων διαβημάτων από τις ΗΠΑ και από μεγάλα κράτη μέλη της ΕΕ για να κατάσχει το φορτίο, αφενός, και από τη Συρία και το Ιράν να το αφήσει να φύγει, αφετέρου.

Εκ του αποτελέσματος, επικράτησε η θέση της Συρίας και του Ιράν. Η Κυβέρνηση της Κύπρου έκανε ό,τι μπορούσε για να στείλει το φορτίο πίσω στο Ιράν:



Η ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, Μαίρη Σταυρινίδου, κατέθεσε ενώπιον της επιτροπής Πολυβίου ότι στις 2 Φεβρουαρίου ετοίμασε γνωμάτευση που της ζητήθηκε από τον γενικό εισαγγελέα, που είναι και ο νομικός σύμβουλος της Κυβέρνησης, η οποία έλεγε ότι το φορτίο του Monchegorsk ΠΑΡΑΒΙΑΖΕ το ψήφισμα 1747 του Συμβουλίου Ασφαλείας με το οποίο επιβλήθηκαν οι κυρώσεις κατά του Ιράν. Παρά τη γνωμάτευση της Νομικής υπηρεσίας, το υπουργείο Εξωτερικών έστειλε στον μόνιμο αντιπρόσωπο της Κύπρου στον ΟΗΕ, Μηνά Χατζημιχαήλ, έτοιμη επιστολή που έλεγε πως η ΚΔ είχε νομική γνωμάτευση ότι το φορτίο ΔΕΝ παραβίαζε το εμπάργκο, με οδηγίες να την υπογράψει και να την αποστείλει στην Επιτροπή Κυρώσεων.

Εσκεμμένη παρερμηνεία

Ο πρέσβης Χατζημιχαήλ κατέθεσε προχθές στην επιτροπή Πολυβίου ότι το φορτίο αποτελούσε εξόφθαλμη παραβίαση των κυρώσεων και ως εκ τούτου επικοινώνησε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, Νίκο Αιμιλίου, και του εξήγησε τις ενστάσεις του. Ο Αιμιλίου, σύμφωνα με τον Χατζημιχαήλ, του είπε πως είχε και ο ίδιος την ίδια άποψη, όμως οι οδηγίες να σταλεί η επιστολή ως είχε «δόθηκαν από πολύ ψηλά». Τελικά, ο Χατζημιχαήλ έστειλε την επιστολή, προσθέτοντας μόνο στην αρχή της ότι ενεργούσε «κατ’ εντολή της Κυβέρνησής μου» για να μην εκθέσει τον εαυτό του. Η επιστολή αυτή ετοιμάστηκε στις 3 Φεβρουαρίου σε σύσκεψη που έγινε στο Προεδρικό και αντανακλούσε στην πολιτική απόφαση που είχε ήδη πάρει ο Πρόεδρος Χριστόφιας να συμπορευτεί με τις επιθυμίες της Συρίας και του Ιράν.
Ο Πρόεδρος Χριστόφιας και ο υπουργός Εξωτερικών Κυπριανού εσκεμμένα παρερμήνευσαν το ψήφισμα 1747 του ΣΑ, το προσάρμοσαν στα μέτρα της Συρίας και του Ιράν, και το περηφανεύτηκαν στις ξεχωριστές συναντήσεις που είχαν με τον Άσαντ. Ο Μάρκος Κυπριανού τού είπε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία επέδειξε ελαστικότητα στη νομική ερμηνεία του φορτίου που απέστειλε στην Επιτροπή Κυρώσεων». Και ο Χριστόφιας στη δική του συνάντηση με τον Άσαντ τού είπε: «Οι κυπριακές αρχές εξέδωσαν νομική γνωμάτευση, η οποία ανέφερε ότι τα υλικά δεν ήταν απαγορευμένα με βάση τα σχετικά ψηφίσματα του ΣΑ».

Οργή της Ε. Ένωση

Η προσφυγή της ΚΔ στην Επιτροπή Κυρώσεων του ΟΗΕ, αναζητώντας κάλυψη για να στείλει το φορτίο πίσω στο Ιράν, ανησύχησε τους εταίρους στην ΕΕ. Όπως εξήγησε την Παρασκευή στην επιτροπή Πολυβίου ο πρέσβης Κώστας Μιλτιάδης, τέως αντιπρόσωπος της Κύπρου στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ), η ΕΕ επέβαλε η ίδια κυρώσεις προς το Ιράν, οι οποίες ήταν πιο αυστηρές από εκείνες του ΣΑ. Οι κυρώσεις της ΕΕ ήταν μέρος των Κοινών Θέσεων και ως εκ τούτου αποτελούσαν «ύψιστη νομική υποχρέωση» των κρατών μελών. Συνεπώς, η Κύπρος είχε υποχρέωση να εφαρμόσει χωρίς αμφιταλαντεύσεις το ευρωπαϊκό δίκαιο και να μην χρονοτριβεί με επιστολές προς το ΣΑ.
Σύμφωνα με τον κ. Μιλτιάδη, στην ΕΕ «είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η επιστροφή του φορτίου στο Ιράν ήταν η επιλογή την οποία εξέταζε η ΚΔ. Για τους εταίρους όμως αυτό δεν ήταν επιλογή». Οι τρεις χώρες της ΕΕ που είχαν την ευθύνη των κυρώσεων (Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία) αντιλήφθηκαν τις προθέσεις της Κύπρου, όταν η Γαλλία, ως μόνιμο μέλος του ΣΑ, είχε το αντίγραφο της επιστολής προς την Επιτροπή Κυρώσεων.
Αντιδρώντας στις προθέσεις της Κύπρου, τα τρία αυτά κράτη, μέσω της ΕΠΑ, ζητούσαν με επιμονή από την Κύπρο να δηλώσει ρητά ότι θα εφάρμοζε το ευρωπαϊκό δίκαιο, θα έκανε κατάσχεση του φορτίου και δεν θα το έστελνε πίσω στο Ιράν. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε ο Κώστας Μιλτιάδης, έγιναν τρεις συνεδρίες οργάνων της ΕΠΑ (η μία σε πλήρη ολομέλεια με όλα τα κράτη μέλη παρόντα). Και στις τρεις συνεδρίες απαιτείτο από την ΚΔ να δηλώσει απερίφραστα ότι δεν θα έστελνε το φορτίο πίσω στο Ιράν, χωρίς να υπάρχει όμως ανταπόκριση. «Δεν μπορούσα να δώσω διαβεβαιώσεις για την τήρηση και το σεβασμό της ευρωπαϊκής έννομης τάξης λόγω των πολιτικών οδηγιών», είπε στην επιτροπή Πολυβίου ο Κώστας Μιλτιάδης.
Μετά από τις τρεις διαδοχικές συναντήσεις, με την ΚΔ να μην δίνει σαφή και ξεκάθαρη ενημέρωση, «δημιουργήθηκε μια δυσφορία μεταξύ των εταίρων μας έναντι της ΚΔ», είπε ο κ. Μιλτιάδης, ο οποίος διαπίστωσε ότι οι εκπρόσωποι των ενδιαφερομένων κρατών μελών «έφθασαν στα όριά τους». Σε ιδιωτική συζήτηση που είχε με τον Χαβιέ Σολάνα, του είπε ότι «η άμεση υλοποίηση των δεσμεύσεών μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξιοπιστία μας ως κράτους μέλους».
Τελικά, χρειάστηκε να γίνει κάτι το πρωτοφανές: η προεδρία της ΕΕ, από κοινού με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία, έκαναν διάβημα προς άλλο κράτος μέλος, ζητώντας του να εφαρμόσει το ευρωπαϊκό δίκαιο! Μόνο μετά από αυτό το διάβημα, στις 10 Φεβρουαρίου 2009, η ΚΔ δεσμεύτηκε έναντι της ΕΕ ότι θα εφαρμόσει το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Εμμονή Χριστόφια

Και πάλι, παρά την υπόσχεση που δόθηκε στην ΕΕ ότι η Κύπρος θα εφάρμοζε το ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν βγήκε από το μυαλό του Προέδρου Χριστόφια η επιθυμία να στείλει το φορτίο πίσω στο Ιράν. Στην επιστολή που έστειλε στην Επιτροπή Κυρώσεων (3/2/09) η ΚΔ ανέφερε πως δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί ένα τόσο μεγάλο και τόσο επικίνδυνο φορτίο, γι’ αυτό ζητούσε είτε να το αναλάβει το Συμβούλιο Ασφαλείας, είτε να επιτραπεί στην Κύπρο να το στείλει πίσω στο Ιράν.
Η Επιτροπή Κυρώσεων, όπως κατέθεσε ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ Μηνάς Χατζημιχαήλ, δεν είχε καμιά δυσκολία να αποφασίσει ότι το φορτίο παραβίαζε το ψήφισμα του ΣΑ και απάντησε στην Κύπρο ότι η επιστροφή του στο Ιράν ήταν εκτός συζήτησης. Η Επιτροπή έδωσε διέξοδο στη δήλωση αδυναμίας της Κύπρου να διαχειριστεί το φορτίο, παροτρύνοντάς την να ζητήσει βοήθεια από άλλα κράτη μέλη.
Ανάλογη πρόταση έγινε και από την ΕΕ. Όπως κατέθεσε στην ερευνητική επιτροπή ο Κώστας Μιλτιάδης, η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία δύο φορές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν την Κύπρο, «φτάνει να το ζητούσαμε και να εξηγούσαμε τι ακριβώς θέλαμε». Ο κ. Μιλτιάδης ενημέρωσε με σημειώματά του τη Λευκωσία, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στην προσφορά.
Από την αλληλογραφία που κατατέθηκε στην επιτροπή Πολυβίου και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, διαφαίνεται ότι η Κύπρος δήλωσε ανικανότητα να διαχειριστεί το φορτίο, για να αιτιολογήσει την πρόθεσή της να το στείλει πίσω στο Ιράν. Όταν ο ΟΗΕ και η ΕΕ πρόσφεραν διέξοδο προτείνοντας βοήθεια για την καταστροφή ή την ανάληψη του φορτίου, η ΚΔ αναθεώρησε τη θέση της και έστειλε άλλη επιστολή στον ΟΗΕ (12/2/09), υποστηρίζοντας ότι έλυσε όλα τα προβλήματα και εξασφάλισε χώρο για την ασφαλή φύλαξή του στην Κύπρο!
Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον ΟΗΕ είπε στην επιτροπή Πολυβίου ότι τον προβλημάτισε η αντιφατικότητα των δύο επιστολών και ζήτησε από τον γενικό διευθυντή Νίκο Αιμιλίου να του εξηγήσει τα επιχειρήματα που θα χρειαζόταν στην επαφή του με το ΣΑ. Ο Αιμιλίου δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει. Ο Χατζημιχαήλ είπε ότι η επιστολή «είχε περάσει από το Προεδρικό και τη Νομική υπηρεσία».

«Λαϊκή κυριαρχία»

Ακόμα είναι αδιευκρίνιστες οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες λήφθηκε η απόφαση για φύλαξη του φορτίου στην Κύπρο. Στην επιτροπή Πολυβίου υπάρχουν δύο πρακτικά που αναφέρονται στην απόφαση αυτή. Το ένα αφορά σύσκεψη που έγινε στις 6 Φεβρουαρίου στο Προεδρικό. Σε εκείνην τη σύσκεψη, ο βοηθός γενικός εισαγγελέας, Άκης Παπασάββας, είπε πως το να κρατήσει η Κύπρος το φορτίο αποτελεί έκφραση «λαϊκής κυριαρχίας».
Το δεύτερο έγγραφο είναι πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου, κατά την οποία ο Χριστόφιας φαίνεται να υιοθέτησε την άποψη Παπασάββα. Ενημερώνοντας τους υπουργούς του για το ζήτημα του φορτίου, έθεσε το ερώτημα αν «θα φυλάξουμε το φορτίο στην Κύπρο ή αν θα το παραδώσουμε σε άλλη χώρα, η οποία θα πάρει και τον έπαινο της εφαρμογής της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας». Η άποψη του Προέδρου, όπως την κατέθεσε στην επιτροπή ο Μάρκος Κυπριανού, ήταν να «κρατήσουμε το φορτίο στην Κύπρο για να ‘επιδείξουμε’ ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος και εφαρμόζει αυτούσια τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας».
Πέρα από την «επιβεβαίωση» της κυριαρχίας της ΚΔ διά της κατακράτησης 400 τόνων εκρηκτικών, ο Πρόεδρος είχε στην ατζέντα του ανοιχτό το ενδεχόμενο να στείλει το φορτίο στη Συρία ή στο Ιράν. Με την πρόθεση αυτή συμπορεύτηκε και ο Μάρκος Κυπριανού, παρ’ όλο που, σύμφωνα με τα Wikileaks, είπε στον Αμερικανό πρέσβη ότι ο Χριστόφιας είχε μετατρέψει το ζήτημα του Monchegorsk σε ιδεολογικό.
Έτσι, την 1η Ιουνίου 2009, όταν συναντήθηκε με τον Άσαντ, ο Μάρκος Κυπριανού τού είπε πως η Κυβέρνηση αντιστάθηκε «στις οποιεσδήποτε προσπάθειες να φύγει το υλικό από τα χέρια μας». Τρεις μήνες μετά, στη δική του συνομιλία με τον Άσαντ, ο Πρόεδρος Χριστόφιας τού είπε πως «παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ζήτησαν να τους παραδοθεί το φορτίο του πλοίου, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας αρνήθηκε να το πράξει» και τον «διαβεβαίωσε ότι σε καμία περίπτωση η ΚΔ δεν θα παραδώσει το φορτίο σε οποιαδήποτε χώρα ή οργανισμό, εκτός από τη Συρία ή το Ιράν».
Με αυτήν του την υπόσχεση, ο Πρόεδρος της Κύπρου υπονόμευε τόσο τις κυρώσεις του ΟΗΕ, όσο και τις Κοινές Θέσεις της ΕΕ, που αποτελούσαν ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης, με την υπόσχεση αυτή παραβίαζε και το κυπριακό εθνικό δίκαιο, καθώς το φορτίο από τη στιγμή της κατάσχεσής του έγινε περιουσία του κυπριακού κράτους και δεν είχε το δικαίωμα να το εκχωρήσει σε τρίτο κράτος.

Καμιά συνεργασία με ΟΗΕ

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως η υπόσχεση προς τον Άσαντ ήταν «διπλωματικός ελιγμός». Στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική πράξη, καθώς η ΚΔ σταμάτησε να συνεργάζεται με τον ΟΗΕ, ενώ μέχρι την ανατίναξή του δεν έδωσε καμιά διαβεβαίωση στο ΣΑ ότι δεν θα έστελνε το φορτίο στο Ιράν.
Αποκορύφωμα της απόφασης για μη συνεργασία με τον ΟΗΕ ήταν η άρνηση της ΚΔ να δεχτεί ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΣΑ, οι οποίοι εξέφρασαν επιθυμία να επιθεωρήσουν το φορτίο.
Όπως είχε αποκαλύψει ο «Π», οι εμπειρογνώμονες ζήτησαν από τον Ιανουάριο του 2011 να επισκεφθούν την Κύπρο. Όπως κατέθεσε στην επιτροπή Πολυβίου ο Μηνάς Χατζημιχαήλ, οι οδηγίες που του δόθηκαν ήταν να καθυστερήσει την επίσκεψη όσο γίνεται. Ο Μάρκος Κυπριανού είπε ότι ο λόγος για τον οποίο ζήτησε την καθυστέρηση ήταν για να συντονιστούν οι διάφορες υπηρεσίες στην Κύπρο. Όμως, όπως σωστά του υπέδειξε ο Πόλυς Πολυβίου, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο που έγινε η έκρηξη δεν έγινε καν προσπάθεια συντονισμού των υπηρεσιών.
Ο Πολυβίου διάβασε στην επιτροπή τα σημειώματα της λειτουργού της μόνιμης αντιπροσωπείας στη Νέα Υόρκη, Ελένης Απέγητου, η οποία σχεδόν εκλιπαρούσε το ΥΠΕΞ να ανταποκριθεί και να στείλει τουλάχιστον τα στοιχεία που ζητούσε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Μεταξύ άλλων ζητείτο έκθεση για το τι συνέβη στο φορτίο από τη μέρα της κατάσχεσής του, καθώς και εργαστηριακές αναλύσεις για την κατάστασή του! Κι όλα αυτά ενώ η πυρίτιδα είχε αλλοιωθεί. Η απάντηση που πήρε ο Μηνάς Χατζημιχαήλ από το ΥΠΕΞ ήταν «όσο περισσότερο καθυστερήσουμε, τόσο το καλύτερο». Στην πράξη αυτό σήμαινε: όσο περισσότερο καθυστερούσε η επίσκεψη, τόσο το χειρότερο για την κατάσταση του φορτίου.
Ο Μηνάς Χατζημιχαήλ είπε στην επιτροπή πως «είναι προφανές ότι υπήρξε ολιγωρία, κωλυσιεργία και η μη απαιτούμενη εκδήλωση διάθεσης συνεργασίας και διαφάνειας προς ένα θυγατρικό όργανο του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ, όπως είναι η Επιτροπή Κυρώσεων».
Κατόπιν υπόδειξης του Πόλυ Πολυβίου, ο Χατζημιχαήλ συμπλήρωσε ότι "δεν μπορούμε στις συνδιαλλαγές μας με το Συμβούλιο Ασφαλείας να μην επιδεικνύουμε την ίδια διάθεση συνεργασίας, την οποία εμείς ζητάμε από αυτό να επιδείξει σε θέματα που μας αφορούν". Ο Πόλυς Πολυβίου συμπλήρωσε λέγοντας: «Λυπούμαι που το λέω, αλλά η δουλειά σας ήταν να παρεμποδιστεί η επίσκεψη εμπειρογνωμόνων στην Κύπρο και η παραγνώριση του αιτήματος να σταλούν τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες».
Αν έρχονταν οι εμπειρογνώμονες και αν διαζευκτικά έστελνε η ΚΔ στην επιτροπή τις εργαστηριακές αναλύσεις που ζήτησε (η διευθύντρια του κρατικού χημείου κ. Κανάρη είπε ότι θα μπορούσε να τις κάνει σε τρεις μέρες), η καταστροφή πολύ πιθανόν να μην γινόταν. Όμως η άρνηση παντελούς συνεργασίας με τον ΟΗΕ από τον Μάρτιο του 2009 και εντεύθεν συνέβαλε στην ολοκληρωτική καταστροφή της 11ης Ιουλίου.
 
Η πολιτική διάσταση μπλόκαρε τον «κοινό νου»

Το επιχείρημα της Κυβέρνησης (Χριστόφιας – Κυπριανού) είναι πως λήφθηκε μια πολιτική απόφαση για λόγους ύψιστου εθνικού συμφέροντος να φυλαχθούν τα εκρηκτικά στην Κύπρο, όμως οι αρμόδιοι τεχνοκράτες στο υπουργείο Άμυνας και την Εθνική Φρουρά απέτυχαν να τα φυλάξουν όπως έπρεπε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην επιτροπή, η απόφαση για φύλαξη είχε το στοιχείο της προσωρινότητας (μερικούς μήνες) και όχι της μονιμότητας. Στην περίπτωση αυτή είχε ισχύσει το «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού». Το φορτίο ανήκε στα τελωνείο, που το είχε σφραγισμένο με βουλοκέρι, και η Εθνική Φρουρά ανάλαβε την ασφάλειά του μόνο έναντι απειλής δολιοφθοράς. Από την άλλη, όλοι γνώριζαν ότι η διατήρηση του φορτίου, ως είχε, ήταν ζήτημα εθνικού συμφέροντος και τον τελικό λόγο τον είχε ο Πρόεδρος και ο ΥΠΑΜ.
Έτσι, το πρόβλημα της διαχείρισης του φορτίου από τεχνοκρατικό έγινε άκρως πολιτικό. Όλοι αναγνώριζαν τους κινδύνους που εγκυμονούσε, όμως κανένας δεν τολμούσε να πάρει αποφάσεις, καθώς σε κάθε ενόχληση του υπουργείου Άμυνας προς το ΥΠΕΞ προέκυπτε η στάνταρ απάντηση: «Οι πολιτικοί λόγοι εξακολουθούν να ισχύουν».
Στη διάρκεια της διαδικασίας ο Πόλυς Πολυβίου αναφέρθηκε πολλές φορές στον «κοινό νου» που δεν λειτουργούσε. Με βάση και το νόμο των πιθανοτήτων είναι εξαιρετικά απίθανο να μην επικρατήσει έστω και μία φορά ο «κοινός νους» έναντι της πλήρους αδράνειας, στις τόσες πολλές ευκαιρίες που υπήρξαν για να προληφθεί αυτό το κακό. Σε όλες τις περιπτώσεις που η κοινή λογική σήκωνε τα χέρια, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη που ερμηνεύει την εγκληματική αδράνεια του κράτους: η πολιτική διάσταση, που ήταν η «κατάρα» η οποία μπλόκαρε κάθε προσπάθεια απαλλαγής από το επικίνδυνο φορτίο.
 
Ο μπαμπούλας της αναγνώρισης

Σε διάφορα έγγραφα και μαρτυρίες προβάλλεται ως δικαιολογία ο κίνδυνος αναγνώρισης του ψευδοκράτους από τη Συρία ή το Ιράν. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα μαρτυρία, ουδέποτε η Συρία διασυνέδεσε τα δύο. Αντιθέτως, στις συνομιλίες που είχαν οι Σύροι με τον Μάρκο Κυπριανού διαχώριζαν τα δύο.
Όπως το έθεσε ο Πόλυς Πολυβίου σε συνεδρία της επιτροπής, «αυτός ο μπαμπούλας της αναγνώρισης του ψευδοκράτους από τη Συρία και αναξιόπιστες χώρες αυτού του τύπου μάς οδήγησαν σε πολιτικές και στρεβλώσεις».
Παρά την κράτηση του φορτίου και τη μη συνεργασία με τη Δύση για την αποξένωση ή την καταστροφή του, η Συρία συνέχιζε να ψηφίζει στην Ισλαμική Διάσκεψη υπέρ της αναβάθμισης του ψευδοκράτους, ενώ συνέχιζε και τα δρομολόγια Λατάκεια – Αμμόχωστος και δεν έδωσε ποτέ καμιά ελπίδα ότι θα έκανε το αντίθετο.
Η Συρία γνώριζε τα συμφέροντά της. Η Κύπρος, όχι τόσο καλά. Καθώς πιο σοβαρές ήταν οι επιπτώσεις από τη μη συνεργασία με τον ΟΗΕ και τη μη εφαρμογή των Κοινών Θέσεων της ΕΕ. Όπως ορθά το υπέβαλε ο Πόλυς Πολυβίου στον Μάρκο Κυπριανού, δεν μπορεί να είναι από τη μια ο ΟΗΕ και η ΕΕ, και από την άλλη η Συρία, και να λέμε ότι κάνουμε εξισορροπημένη πολιτική.

Πηγή: Εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ»
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ
04/09/2011 - 12:44

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου