Το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε το ευρωπαϊκό σχέδιο, όμως η κρίση συνεχίζεται. Η πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση καθοδηγείται από τις πολιτικές επιταγές της προστασίας του ευρώ και της αποτροπής άλλης μιας τραπεζικής κρίσης – δεν αποδίδει ωστόσο μια λύση που θα έχει διάρκεια. Το μέλλον της ΕΕ εξαρτάται από το αν θα βοηθήσει τα φτωχότερα κράτη μέλη της να ξανακερδίσουν τη χαμένη ανταγωνιστικότητά τους – κι αυτό απαιτεί πολύ διαφορετική προσέγγιση.
Όλοι γνωρίζουμε ότι το να δανείζεις και να ξαναδανείζεις κάποιον που είναι ήδη υπερχρεωμένος, διαθέτει ελάχιστα αξιοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία και έχει ανεπαρκή εισοδήματα ή ανεπαρκή δυνατότητα να δημιουργήσει καινούργια έσοδα, μόνο προβλήματα θα φέρει. Και η αναβολή της μέρας της αποπληρωμής του λογαριασμού για 30 χρόνια το μόνο που διασφαλίζει είναι ότι όταν έρθει η δύσκολη ώρα κανείς από όσους βρίσκονται σήμερα στην εξουσία δεν θα είναι υποχρεωμένος να διαχειριστεί το πρόβλημα.
Συν τοις άλλοις, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο τμήμα του νέου δανεισμού προς την Ελλάδα - που προφανώς δεν θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει – πηγαίνει για τις πληρωμές των επενδυτών που κατέχουν ελληνικά ομόλογα. Ο νέος επίσημος δανεισμός αφορά δημόσιο χρήμα, δηλαδή τα χρήματα των φορολογουμένων, και πηγαίνει για να σώσει τους πιστωτές της Ελλάδας, κυρίως δηλαδή τράπεζες με σημαντική έκθεση στα ελληνικά ομόλογα που δεν θέλουν να κάνουν διαγραφές. Σαφώς και υπάρχει η ανάγκη αποτροπής μιας νέας τραπεζικής κρίσης. Εξ ου και το κίνητρο για την προτεινόμενη ‘διάσωση’: να αποτραπεί η διαγραφή ζημιών που με το μέγεθός τους θα δημιουργήσουν προβλήματα στις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Επομένως, η διαδικασία αναβολής της μαύρης μέρας του απολογισμού θα συνεχιστεί. Όποιος διακρατεί ή αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα βασίζεται σε αυτό. Υπάρχει άλλωστε κόσμος που αγοράζει σήμερα ελληνικά ομόλογα επειδή η έκπτωση είναι τόσο μεγάλη που αποτελούν το καλύτερο κερδοσκοπικό στοίχημα για όσους πιστεύουν ότι η πολιτική των διαρκών αναβολών του ελληνικού χρεοστασίου θα συνεχιστεί.
Αυτή η πολιτική έχει σταθερή βάση, από τη στιγμή που οι ηγέτες της Ευρωζώνης εστιάζουν στην προστασία του ενιαίου νομίσματος και την αποφυγή περαιτέρω αναταραχών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν αρκεί.
Η πίεση στην περιφέρεια της Ευρώπης αφορά την πραγματική οικονομία και θα συνεχιστεί. Το χειρότερο σύμπτωμά της είναι η ανεργία και ιδίως η τεράστια ανεργία των νέων που φέρνει μαζί της δυστυχία και κινδύνους γενικευμένων ταραχών. Πρόκειται για το ανθρώπινο κόστος της κακής πολιτικής διακυβέρνησης στη διαχείριση του ευρώ σε συνδυασμό με τον κακό δανεισμό. Αυτό οι Ευρωπαίοι τείνουν να το ξεχνούν ή προτιμούν να το βάζουν παράμερα.
Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να βγει με τις δικές της δυνάμεις από αυτό το αδιέξοδο. Η προσχώρηση στο ευρώ την κατέστησε μη ανταγωνιστική και για όσο καιρό παραμένει στο κοινό νόμισμα, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται.
Αυτό το αποτέλεσμα ήταν ωστόσο προβλέψιμο και πράγματι πολλοί αναλυτές το είχαν προβλέψει πριν 10 χρόνια, κατά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Όμως οι Ευρωπαίοι αγνόησαν τις προειδοποιήσεις. Το ευρώ έδωσε στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας ένα επίπεδο διαβίωσης πολύ πάνω από την αγοραστική τους δύναμη και την ίδια στιγμή τις στέρησε από κάθε δυνατότητα να διορθώσουν το πρόβλημα μέσω νομισματικής υποτίμησης.
Η διαδικασία αυτή μοιάζει με εκείνη που οδήγησε στην μόνιμη φτωχοποίηση του Ιταλικού Νότου όταν εισήχθη η λιρέτα ως εθνικό νόμισμα μετά την ένωση της χώρας πριν 150 χρόνια. Ας θυμηθούμε πως στις αρχές του 19ου αιώνα η Νάπολη ήταν η μεγαλύτερη ιταλική πόλη και πως η γύρω περιοχή της ήταν ανεπτυγμένη. Αλλά η οικονομία του Νότου άρχισε τότε να καταγράφει σχετική κάμψη έναντι του Βορρά. Ο Νότος της Ιταλίας άρχισε να κατασκευάζει σιδηροδρόμους στη δεκαετία του 1830, πολύ πριν από κάθε άλλο μέρος της χώρας, αλλά η προσπάθεια αυτή σύντομα ανεστάλη. Επιπλέον οι σιδηρόδρομοι δεν κάλυψαν όλο το μήκος της χώρας επειδή ο πάπας Γρηγόριος 16ος απαγόρευσε την κατασκευή τους στα παπικά κράτη, αποκαλώντας τους ‘δρόμους της κολάσεως’.
Σταδιακά οι οικονομίες του Βορρά και του Νότου άρχισαν να αποκλίνουν. Η οικονομική κάμψη της νότιας Ιταλίας συνεχίστηκε αργά αλλά σταθερά και με την εισαγωγή της λιρέτας έχασε τη δυνατότητα να διορθώνει την ανταγωνιστικότητά της. Οι ικανοί άνθρωποι μετανάστευσαν στο Βορρά ή έφυγαν εκτός Ιταλίας και η κατάσταση έγινε μόνιμη και παραμένει έτσι έως σήμερα. Η τραγωδία αυτή έχει διάρκεια.
Οι επικεφαλής των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσπαθούν να αποφύγουν τον κλυδωνισμό του τραπεζικού συστήματος. Ο στόχος τους ασφαλώς και είναι σημαντικός. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι να δουν και πώς θα μπορέσουν οι πιο φτωχές χώρες να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά.
Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας συνδέεται – όπως συνέβαινε πάντα – με μια προσωρινή μείωση του κόστους εργασίας και των όρων διαβίωσης που πρακτικά μπορεί να επιτευχθεί με σχετική αρμονία μόνο μέσω της νομισματικής υποτίμησης. Όσο μη ελκυστική, δαπανηρή και επίφοβη κι αν είναι η έξοδος ορισμένων χωρών από το ευρώ, είναι η λιγότερο δυσάρεστη κίνηση. Σε διαφορετική περίπτωση η Ευρώπη θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότατα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διακυβευτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου